ΑΕΙΝ ΕΛΛΗΝ

Οὐ καταισχυνῶ τά ὅπλα τά ἱερά, οὐδ' ἐγκαταλείψω τόν παραστάτην ὄτῳ άν στοιχήσω· ἀμυνῶ δέ καί υπέρ ἰερῶν καί ὁσίων καί μόνος καί μετά πολλῶν. τήν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δέ καί άρείω ὅσης άν παραδέξωμαι. καί εὐηκοήσω τῶν ἀεί κραινόντων εμφρόνως, καί τοῖς θεσμοίς τοῖς ἰδρυμένοις πείσομαι καί κρινόντων, καί τοῖς θεσμοίς τοῖς ἰδρυμένοις πείσομαι καί ούστινας άν άλλους τό πλῆθος ἰδρύσηται ὁμοφρόνως·καί ἀν τις ἀναιρῇ τούς θεσμούς ή μή πείθηται οὐκ επιτρέψω, ἀμυνῶ δέ καί μόνος καί μετά πολλῶν. καί ἰερά τά πάτρια τιμήσω. ἰστορες τούτων Άγλαυρος, Ενυάλιος, Άρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη.

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Ποιός είναι ο Μέγας Αλέξανδρος


"Ο με κανέναν άλλον θνητόν όμοιος".«Ούτε και εις εμέ φαίνεται ότι άνευ θείας δυνάμεως έγινε ο με κανέναν θνητό όμοιος».

Τελικά, ποιος είναι αυτός ο περιβόητος Αλέξανδρος; Αυτός που δεσπόζει καβάλα σε ένα μαυριδερό ψημένο σε μάχες και ιαχές άλογο, στην παραλία της Θεσσαλονίκης; Ποιος είναι αυτός για τον οποίο ξεσηκώθηκε ένας λαός ολόκληρος, οι Έλληνες της Γης, και μαζεύτηκαν κοντά δύο εκατομμύρια διαδηλωτές-φρουροί στο Συλλαλητήριο της Μακεδονίας;Ποιος είναι αυτός που με τόση ευκολία, σαν σε εκπτώσεις, τον ξεπουλούν αδιάντροπα μυρμηγκολέοντες διανοούμενοι, αυτόκλητοι Σατράπες της Παγκόσμιας Αταξίας; Ποιος είναι αυτός που τον αρπάζουν με απάτη και δόλο, αμούστακοι φονιάδες των ιστοριών, νεομαζώματα της Βαλκανικής, φρεσκοβάρβαροι τζογαδόροι των χρηματιστηρίων και συνπολέμιοι περιέργως της Ορθοδοξίας; Ποιος είναι αυτός που στο όνομά του ανοίγουν οι πόρτες της Ανατολής; Ο Σικάντερ, ο Ισκαντέρ, ο Σκεντέρ;Ποιος είναι αυτός ο κεραυνός, που έσκισε πέρα για πέρα τον ορίζοντα του κόσμου, τις στέπες της βαρβαρότητας, τις λίμνες της αμάθειας, τις πλαγιές της πνευματικής φτώχιας, τις παγωμένες κορφές της σκέψης, τις πύλες της τυραννίας, τα λιβάδια της νωθρότητας, τις θάλασσες της ατολμίας; Ποιος είναι ο κεραυνός που συνέτριψε τα μαύρα σύννεφα της Ανατολής;

1. Ο βίος του Αλεξάνδρου.Ο Αλέξανδρος ήταν γιός του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β΄ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου.

Η διάπλαση της προσωπικότητάς του.Ο πρώτος παιδαγωγός του Αλεξάνδρου ήταν συγγενής της μητέρας του, ο οποίος του δίδαξε την αρετή και τον άθλο, την αγάπη στον Αχιλλέα και τη θεοσέβεια, πράγματα καθοριστικά και θεμελιακά για την προσωπικότητά του, που επηρεάστηκε ακριβώς βαθύτατα από αυτόν το Νηπιαγωγό του, τον Λεωνίδα.Όταν έγινε ,δε, αργότερα δεκατριών ετών είχε την μεγάλη τύχη να σπουδάσει κοντά στο σπουδαίο φιλόσοφο και πανεπιστήμονα Αριστοτέλη!

Επί τρία χρόνια στη Μίεζα της Μακεδονίας άκουσε τα μαθήματα του φιλοσόφου με μία μικρή συντροφιά εκλεκτών συμμαθητών του και διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του. τον συγκινούσαν οι τραγωδίες, η μουσική και η λυρική ποίηση, ιδίως του Πινδάρου, τον οποίο τόσο εκτιμούσε, ώστε όταν αργότερα έκαψε τη Θήβα, έδωσε εντολή να μην πειραχτεί το σπίτι του μεγάλου αυτού Θηβαίου ποιητή. Διδάχτηκε ακόμα από τον Αριστοτέλη Ηθική, Ρητορική, Πολιτική, Φυσική, Μεταφυσική, Ιατρική, Γεωγραφία.

Ξαφνικά, στα δεκαέξι του, μαντατοφόρος φτάνει λαχανιασμένος στην ήσυχη Μίεζα. Ο πατέρας του τον καλεί στο παλάτι και του δίνει την αντιβασιλεία, επειδή ο ίδιος εκστρατεύει βιαστικά ανατολικά, προς τα Στενά. Τότε δίνεται η ευκαιρία στον Αλέξανδρο να κάνει την πρώτη του εκστρατεία εναντίον βόρειων φυλών, τις οποίες νίκησε και ίδρυσε στη χώρα τους την πρώτη του στρατιωτική αποικία.

Ύστερα από δύο χρόνια, ο Αλέξανδρος, παίρνει μέρος στη μάχη εναντίον των Θηβαίων στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και η συμβολή του έκρινε την έκβαση της μάχης. Τότε ο περήφανος Φίλιππος τον στέλνει στην Αθήνα, σαν πρεσβευτή, κατά τη μεταφορά της στάχτης των Αθηναίων νεκρών. Ήταν η μοναδική φορά που επισκέφτηκε την Αθήνα, όμως οι εντυπώσεις από την πόλη έμειναν για πάντα ζωντανές στη μνήμη του.

2. Ο Βασιλιάς (336 π.Χ.)Ήταν 20 χρονών ο Αλέξανδρος, όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του. Ο νεαρός βασιλιάς είχε τότε ξαφνικά να αντιμετωπίσει ένα σωρό προβλήματα μέσα στο πένθος του. Στο εσωτερικό, τους μνηστήρες του θρόνου και στο εξωτερικό, τους βαρβάρους που επαναστάτησαν, μόλις άκουσαν το θάνατο του Φιλίππου. Αλλά και οι ελληνικές πόλεις θεώρησαν την περίσταση κατάλληλη, για να καταλύσουν τη μακεδονική κυριαρχία.

Ο Αλέξανδρος δε δίστασε ούτε στιγμή, αλλά ενήργησε αστραπιαία προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο δολοφόνος του πατέρα του και οι άλλοι διεκδικητές εκτελούνται αμέσως. Και έτσι, αφού εξασφαλίζει την ηρεμία και την ασφάλεια στο εσωτερικό του κράτους του, εκστρατεύει ο ίδιος εναντίον της νότιας Ελλάδας, καταπνίγει στη γέννησή της την αμφισβήτηση και αναγνωρίζεται από όλους ως Αρχηγός της Εκστρατείας όλων των Ελλήνων εναντίον των Περσών.Απερίσπαστος, κατόπιν, στρέφεται εναντίον των εξωτερικών εχθρών. Πρώτα αναγκάζει τους Τριβαλλούς και τους Γέτες να συνθηκολογήσουν και τους Κέλτες να ζητήσουν με σεβασμό τη φιλία του.

Μετά κατευθύνεται εναντίον της Ιλλυρίας και συντρίβει το στρατό της.Εν τω μεταξύ, αποστατούν πάλι οι νότιοι Έλληνες, εναντίον των οποίων επανέρχεται ορμητικός. Ο Αλέξανδρος τους υποτάσσει και καταστρέφει αυτή τη φορά από τα θεμέλια τη Θήβα- που ήταν το επίκεντρο της αποστασίας- εκτός από τα ιερά και το σπίτι του Πινδάρου.

3. Η πανελλήνια ιδέα και τα κίνητρα της εκστρατείας στην Ασία. Ως ένα βασικό αίτιο της εκστρατείας στην Ασία θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τον επεκτατισμό του Μακεδονικού κράτους όπως διαμορφώθηκε από τον Φίλιππο Β΄. Η συλλογιστική αυτή μπορεί να θεμελιωθεί στο γεγονός ότι η κυριαρχία στις ευρωπαϊκές ακτές του Ελλησπόντου δεν μπορούσε να έχει σταθερή υπόσταση και διάρκεια δίχως την κατοχή των ασιατικών ακτών του. ένα άλλο αίτιο, ευρύτερο μια και ξεπερνά τα όρια της – περιορισμένης φαινομενικά- επεκτατικής πολιτικής της Μακεδονίας, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει το δημογραφικό αδιέξοδο και την αδυναμία των ελληνικών πόλεων να διαθρέψουν τον πληθυσμό τους, μια και όπως παρατηρεί ο Ισοκράτης, μόνο η κατάληψη νέων εδαφών θα δημιουργούσε διέξοδο στο πλήθος των ‘πλανήτων παίδων και γυναικών» καθώς και στους άντρες που από ανάγκη υπηρετούσαν στις τάξεις των εχθρών εναντίον φίλων.

Τα δύο αυτά αίτια, οσοδήποτε πραγματικά δεν επαρκούν για να θεμελιώσουν την πορεία του Αλεξάνδρου και του ελληνισμού στην ανατολή. Και το πρώτο και το δεύτερο θα θεμελίωναν την αιτιολόγηση μιας περιορισμένης κυριαρχίας στη Μ.Ασία, όχι όμως και τις διαστάσεις μιας εκστρατείας που έφερε τον ελληνισμό στις παρυφές της Άπω Ανατολής και τον ανέδειξε σε βασική συνιστώσα της ιστορίας της ανατολικής Μεσογείου ακόμη και μετά το ψυχορράγημα του Βυζαντίου και την πτώση της Βασιλεύουσας. Ένα κλειστό περίγραμμα των αιτίων της εκστρατείας του Αλεξάνδρου θα αδικούσε, σε έσχατη ανάλυση, και την ιστορία και την προσωπικότητα που την ενσάρκωσε. Δίχως να παραγνωρίζουμε τη σημασία των άμεσων αντικειμενικών συνθηκών, οι οποίες συνετέλεσαν στην πραγμάτωσή της, θα πρέπει να αναφερθούμε σε δύο ακόμη παράγοντες που έμμεσα, αλλά όχι λιγότερο αποφασιστικά, έκαναν δυνατό το τολμηρό αυτό βήμα του ελληνισμού.

Ο πρώτος είναι η πανελλήνια ιδέα που θα πραγματευτούμε σε αυτήν την ενότητα, ο δεύτερος ο χαρακτήρας του Αλεξάνδρου που θα πραγματευτούμε στην επόμενη. Ήδη από την εποχή των σοφιστών ο ατομικισμός, που καλλιεργήθηκε από τον υποκειμενισμό, έκανε χαλαρότερο τον δεσμό του ανθρώπου προς την πόλη και ο κοσμοπολιτισμός, που ακολούθησε ως συνέπειά του, πλάτυνε τον πολιτικό και πολιτιστικό του ορίζοντα. Με το πέρας του Πελοποννησιακού πολέμου, την κατάλυση της περηφάνιας του πολίτη που υπηρετούσε το συμφέρον της πόλης του, ο κοσμοπολιτισμός, μέσω της κυνικής κυρίως, φιλοσοφίας, διαδόθηκε ευρύτερα. Ο σοφός δεν χωράει πια στα στενά όρια της πόλης. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοφών και ο Ισοκράτης, εάν και η καρδιά τους δεν παύει να γοητεύεται από το ιδεώδες της «πόλεως-κράτος», εν τούτοις αναγνωρίζουν το πρόσταγμα της εποχής, την ανάγκη μιας μοναρχικής πολιτείας που θα ξεπερνά τις παλιές προκαταλήψεις.

Οι νέες αντιλήψεις, που η ιστορική επιστήμη θα χαρακτηρίσει ως πανελλήνια ιδέα, βρήκαν την πρώτη συστηματική έκφρασή τους με τον Γοργία τον Λεοντίνο, που εκφωνώντας τον πανηγυρικό του στην Ολυμπία κάλεσε τους Έλληνες να ομονοήσουν και να εκστρατεύσουν όλοι μαζί εναντίον των βαρβάρων. Μετά τη μάχη στη Μαντίνεια η πανελλήνια ιδέα βρήκε τον κατ’ εξοχήν εκφραστή της σ’ έναν μαθητή του Γοργία, τον Ισοκράτη. Αφού για κάποιο διάστημα ο ρήτορας ελκύστηκε από την ιδέα της συμφιλίωσης ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες πόλεις της Ελλάδας, την Αθήνα και τη Σπάρτη μεταστράφηκε στις τότε συζητούμενες μοναρχικές ιδέες. Την πανελλήνια ωστόσο ένωση την βλέπει μόνο σαν μια εκστρατεία εναντίον του κοινού εχθρού, των Περσών, που θα κατέλυε το περσικό «πρόσταγμα», δηλαδή την Ειρήνη του Βασιλέως.

Μια τέτοια εκστρατεία θα σφυρηλατούσε τους δεσμούς των Ελλήνων και θα έθετε τέρμα στο καθεστώς της υποταγής των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας στον Πέρση βασιλιά. Ως ηγεμόνα αυτής της ένωσης αναζητεί κατ’ αρχήν τον Ιάσονα, δυνάστη των Φέρων, έπειτα τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο Α΄, τέλος τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β΄. Με τον Ισοκράτη η πανελλήνια ιδέα προσέλαβε το πληρέστερο νόημά της. Ως ιδεολογική υποδομή της εκστρατείας στην Ασία είχε- τουλάχιστον στο ξεκίνημα της εκστρατείας- πολύ μεγαλύτερη ευρύτητα από την στρατιωτική σκέψη.

4. Η εκστρατεία στην Ασία.Το φθινόπωρο του 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος, αφού τοποθέτησε μακεδονικές φρουρές στην Χαλκίδα, την Κόρινθο και την Θήβα, επέστρεψε στη Μακεδονία για να προπαρασκευάσει την εκστρατεία εναντίων των Περσών. Στο Δίον, τη μακεδονική Ολυμπία, τέλεσε θυσία προς τιμήν του Ολύμπιου Δία, που είχε καθιερώσει ο Αρχέλαος, όρισε αγώνες διαρκείας εννέα ημερών και ανέδειξε το νικητή κάθε μέρας επώνυμο των Μουσών. Όλο το χειμώνα τον Αλέξανδρο απασχόλησε η προετοιμασία της στρατιάς.Στο μεταξύ ο Παρμενίων ανακλήθηκε στη Μακεδονία από τη Μ.Ασία. Ο διάδοχος του Κάλας ηττήθηκε στην Τρωάδα από τον Μέμνονα και αναγκάστηκε να συμπτυχθεί στο Ροίτειον, στην ανατολική ακτή του Ελλησπόντου.

Στο εξής η προσπάθειά του αποσκοπούσε στη διατήρηση του σπουδαίου τούτου σημείου, που εξασφάλιζε τη διάβαση των Στενών. Ο Δαρείος δεν προχώρησε στις αναγκαίες προετοιμασίες για την άμεση αντιμετώπιση κάθε εισβολής του Μακεδόνα βασιλιά στην Ασία, γιατί θεώρησε ότι η ανάκληση του Παρμενιώνος σήμαινε την απομάκρυνση ή και την ανατροπή ενός τέτοιου κινδύνου. Φαίνεται ότι επαναπαύτηκε στις επιτυχίες του Μέμνονος και δεν κινητοποίησε τον στόλο του, ούτε διόρισε τον κατάλληλο άνδρα ως αρχηγό των παραλίων.Την άνοιξη του 334 π.Χ. είναι πανέτοιμος πια για την εκστρατεία της Ασίας. Το εκστρατευτικό του σώμα αποτελείται από 32.000 πεζούς και 5.000 ιππείς. Τα πιο επίλεκτα τμήματά του είναι οι Εταίροι του ιππικού, οι Πεζέταιροι και οι Υπασπιστές των εταίρων. Κυριότερο όπλο είναι η Σάρισα, το μακρύ μακεδονικό κοντάρι, που προκαλεί φόβο στον αντίπαλο.

Όλος αυτός ο στρατός αποτελείται όχι μόνο από Μακεδόνες, αλλά και από Παίονες, Θράκες, Αγριάνες (οι σημερινοί Πομάκοι), Τριβαλλούς, Θεσσαλούς ιππείς, Ακαρνάνες, Αιτωλούς, Κρήτες και Μικρασιάτες Έλληνες.Εκτός από το ιππικό και το πεζικό υπάρχουν επίσης οι πολιορκητικές μηχανές, το μηχανικό, ο ανεφοδιασμός, οι σκευοφόροι, το υγειονομικό, οι διαβιβάσεις.Στο πλευρό του βρίσκονται ακόμη, πανάξιοι Στρατηγοί, όπως ο Παρμενίων και οι γιοι του Φιλώτας, και Νικάνωρ, ο Κρατερός, ο Κοινός, ο Μελέαγρος, ο Κλείτος, ο Κάζας, ο Αντίγονος κ.ά.Τον περιβάλλουν τέλος αφοσιωμένοι Σωματοφύλακες και πιστοί σύμβουλοι, καθώς και οι Εταίροι, ανάμεσα στους οποίους διακρίνονται ιδιαίτερα οι Σέλευκος, Νέαρχος, Ευμένης, Δημάρατος, Πτολεμαίος, Ηφαιστίων, Περδίκκας.

5. Γρανικός.Ο Αλέξανδρος σαν έτοιμος από καιρό, διασχίζει τη Θράκη και φτάνει στον Ελλήσποντο. Εκεί συναντά το στόλο του, που τον αποτελούσαν 160 πολεμικά και πολλά μεταγωγικά πλοία. Με αυτά περνά απέναντι στην Τροία, όπου επισκέπτεται τον τάφο του πολυαγαπημένου του ήρωα Αχιλλέα. Άλλωστε με τα κατορθώματά του ποτίστηκε από το νηπιαγωγό του Λεωνίδα και την Ιλιάδα την είχε πάντα κάτω από το προσκεφάλι του.Η πρώτη αναμέτρηση με τους Πέρσες θα γίνει στις όχθες του Γρανικού ποταμού. Στη μάχη, που προσωπικά διεύθυνε ο ίδιος, κινδύνεψε να σκοτωθεί.

Οι Πέρσες αν και πολυάριθμοι, τελικά δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την ορμή των Μακεδονικών λιονταριών και υποχώρησαν άτακτα, προσφέροντας έτσι την πρώτη σπουδαία νίκη στον Αλέξανδρο.Από τα λάφυρα που άφησαν στο πεδίο της μάχης οι πανικόβλητοι βάρβαροι, έστειλε 300 πανοπλίες στην Αθήνα, για να κοσμήσουν με αυτές τον Παρθενώνα. Στην αφιερωματική επιγραφή έδωσε εντολή να γραφούν τα εξής: «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν οικούντων». (Εξαιρούσε τους Λακεδαιμόνιους και τους στιγμάτιζε μ’ αυτό τον τρόπο, διότι ήταν οι μόνοι Έλληνες που δεν πήραν μέρος στην εκστρατεία.)

6. Γόρδιος Δεσμός.Ήταν πια άνοιξη του 333 π.Χ. όταν έφτασε στην πόλη Γόρδιο. Εκεί υπήρχε ένα αμάξι με έναν πολύπλοκο κόμπο, ο γνωστός ως Γόρδιος δεσμός. Κατά την παράδοση, όποιος τον έλυνε θα γινόταν κύριος όλης της Ασίας. Ο Αλέξανδρος, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, σήκωσε το ξίφος του και το κατέβασε με δύναμη στο άλυτο αυτό πρόβλημα, δείχνοντας έτσι την αποφασιστικότητά του να κυριεύσει την Ασία. Ο Γόρδιος δεσμός, είχε- επιτέλους- λυθεί.Μπροστά του απλώνονταν πια τα πανύψηλα βουνά του Ταύρου, που τα σκαρφάλωσε σαν αγέρας. Αλλά φτάνοντας ιδρωμένος στον ποταμό Κύδνο, έπεσε στα νερά του για να δροσιστεί. Όμως, αρρώστησε πολύ βαριά και σώθηκε χάρη στην περιποίηση του προσωπικού του γιατρού.

7. Ισσός.Τη δεύτερη εμπλοκή του με τον ανήσυχο περσικό στρατό, την είχε κατόπιν κοντά στην πόλη Ισσό της Κιλικίας. Οι 600.000 Πέρσες διαλύθηκαν και πάλι και ο Δαρείος μόλις γλίτωσε με τη φυγή. Άφησε όμως στα χέρια του Αλέξανδρου τη μητέρα του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Και εκείνος, αληθινά πολιτισμένος βασιλιάς, φέρθηκε με μεγαλοψυχία και ήθος, προς τους υψηλούς αιχμαλώτους του.

8. Στην όαση Σίουα.Προχώρησε έπειτα νότια προς τη Συρία και έφτασε στη Φοινίκη, την οποία κυρίεψε και αιχμαλώτισε το στόλο της. Κατέλαβε κατόπιν την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο.Εκεί, άφησε το στρατό του και με λίγους πιστούς άνδρες προχώρησε στην έρημο, για να επισκεφτεί το Μαντείο του Άμμωνα Δία. Ύστερα από δύσκολη πορεία έφτασε στην όαση Σίουα, όπου τον υποδέχτηκαν οι ιερείς με μεγάλες τιμές και τον προσφώνησαν «παιδί του Δία», τίτλο που έδιναν στους Φαραώ.Από εκεί εφοδιασμένος με χρησμούς που έλεγαν ότι θα κυριαρχούσε στην Ασία, ξαναγύρισε με σιγουριά στη φιλική Αίγυπτο και άρχισε να ετοιμάζει το στρατό του για νέες μάχες. Και αφού κοντά στις εκβολές του Νείλου χάραξε τα τείχη και τους δρόμους της Αλεξάνδρειας, ξαναπέρασε στην Ασία.

9. Στην Αίγυπτο.Η Αίγυπτος υποδέχτηκε τον Αλέξανδρο χωρίς αντίσταση και οι πόλεις της τον χαιρέτησαν ως απελευθερωτή. Στη Μέμφιδα ο Αλέξανδρος προσέφερε θυσίες στις επιχώριες θεότητες και τέλεσε γυμνικούς μουσικούς αγώνες. Οι κάτοικοι της Αιγύπτου ανακήρυξαν τον ελευθερωτή βασιλιά διάδοχο των Φαραώ και απένειμαν σε αυτόν τις τιμές και τους τίτλους, με τους οποίους από παράδοση τιτλοφορούνταν οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες δυνάστες της χώρας του Νείλου.Από την Μέμφιδα ο βασιλιάς επανέπλευσε τον ποταμό Νείλο και έφτασε στην θάλασσα, όπου ανάμεσα στην νησίδα Φάρο και την λίμνη Μαρεώτιδα ίδρυσε πόλη, την οποία ονόμασε Αλεξάνδρεια (αρχές του 331 π.Χ.). Η νέα πόλη, που αποικίστηκε από Μακεδόνες και Έλληνες, πολύ γρήγορα έμελλε να αναδειχθεί στην πρώτη πόλη και στο σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της Μεσογείου ρόλο που διατήρησε σε όλη την ελληνιστική και ρωμαική περίοδο, ως την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης.

Ενώ ο Αλέξανδρος βρισκόταν ακόμη στην Αίγυπτο, έφτασε εκεί ο Ηγέλοχος, ο οποίος του ανήγγειλε ότι τα νησιά του Αιγαίου που βρίσκονταν ακόμη υπό περσικό ζυγό, όπως η Τένεδος, η Χίος, η Λέσβος και η Κως, αποστάτησαν. Σε όλες τις πόλεις την εξουσία ανέλαβαν οι δημοκρατικοί, που συνέλαβαν τους τυράννους και τους απέστειλαν στον Αλέξανδρο. Μόνο στην Πελοπόννησο εξακολουθούσαν να υποβόσκουν επαναστατικές διαθέσεις κατά της μακεδονικής κυριαρχίας. Με την κατάκτηση και της Αιγύπτου όλα τα περσικά παράλια, από τα στενά του Ελλησπόντου μέχρι την Αίγυπτο, βρίσκονταν στα χέρια του Αλεξάνδρου.

Ο ισχυρός περσικός στόλος είχε εξαφανιστεί. Μέρος επίσης των ποντιακών παραλίων είχε πάψει να αποτελεί τμήμα του περσικού κράτους.Το μέχρι τώρα πολιτικό και στρατιωτικό έργο του Αλεξάνδρου στις νεοκατακτημένες χώρες επιστρέφει η πορεία του στη Λιβύη, όπου στην όαση Σίβα υπήρχε μαντείο του Άμμωνος, το περίφημο Αμμώνειον. Η πορεία του Αλεξάνδρου στην όαση αυτή, στην οποία η παράδοση θέλει να δώσει ιδιαίτερη αίγλη και να την αποδώσει σε θεία έμπνευση, δεν έχει βέβαια στρατιωτική σημασία. Για τους Μακεδόνες, όμως, οι οποίοι για πρώτη φορά διήνυσαν από την Αλεξάνδρεια ως εκεί πάνω από 600km μέσα από περιοχή που στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν έρημος, αποτελεί σημαντικό κατόρθωμα. Η επιχείρηση αυτή θα πρέπει να αποδοθεί μάλλον στον ρομαντισμό του νεαρού βασιλιά και στη μυστικοπαθή φύση του: πριν αποδυθεί στην καταδίωξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου Βασιλέως στο εσωτερικό της Ασίας, ο Αλέξανδρος θέλησε να επισκεφθεί το ιερό, που τη συμβουλή του ζήτησαν παλαιότερα σπουδαίοι στρατηγοί, όπως ο Κίμων και ο Λύσανδρος.

Η επίσκεψή του, ωστόσο, στο Αμμώνειον προσέλαβε και πολιτικό χαρακτήρα, γιατί ενίσχυσε το κύρος του τόσο ανάμεσα στους νέους υπηκόους του όσο και ανάμεσα στους Έλληνες. Όταν μπήκε στο ιερό, ο προφήτης τον χαιρέτησε ως γιό του θεού Άμμωνος. Η ονομασία, συνηθισμένη για τους Φαραώ, προξένησε μεγάλη εντύπωση στους Έλληνες, που ταύτιζαν τον Άμμωνα με τον Δία.Από την όαση Σίβα ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Μέμφιδα (331 π.Χ.). εκεί τον συνάντησαν πρεσβείες από την Ελλάδα και τον περίμεναν νέες στρατιωτικές δυνάμεις που του έστειλε ο Αντίπατρος. Στη Μέμφιδα ο Αλέξανδρος ασχολήθηκε με την πολιτική αναδιοργάνωση της Αιγύπτου. Η φύση της χώρας επέβαλλε την εφαρμογή αποκεντρωτικού συστήματος.

Στο ίδιο πολιτικό και στρατιωτικό σύστημα βασίστηκαν αργότερα οι Πτολεμαίοι για τη διοίκηση της Αιγύπτου. Με ζητήματα οικονομικής αναδιοργάνωσης των κατακτημένων χωρών ασχολήθηκε ο Αλέξανδρος και την άνοιξη του επόμενου έτους, όταν επέστρεψε στη Συρία. Η περιοχή της Μ. Ασίας που βρισκόταν επάνω από τον Ταύρο αποτέλεσε ιδιαίτερη οικονομική περιοχή με υπεύθυνο τον Φιλόξενο, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της χώρας, στο οποίο υπήχθησαν η Κιλικία, η Συρία και η Φοινίκη, αποτέλεσε μια άλλη οικονομική περιοχή με υπεύθυνο τον Κοίρανο.

10. Το τέλος της Περσικής Αυτοκρατορίας.Με 40.000 πεζικό και 7.000 ιππείς διάβηκε τον Τίγρη και κινήθηκε προς τα Γαυγάμηλα, όπου είχε πληροφορίες ότι τον περίμενε ο Δαρείος με κοντά ένα εκατομμύριο συνολικά άνδρες και πολλά δρεπανηφόρα άρματα. Και πάλι όμως θριάμβευσε η ανδρεία των Μακεδόνων και η στρατηγική του αρχηγού τους. Ο τεράστιος περσικός στρατός διαλύεται και τρέπεται σε φυγή μαζί με τον τρομαγμένο Δαρείο, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πολλά και πλούσια λάφυρα.Προχωρώντας κυριεύει τη Βαβυλώνα, τα Σούσα με τους βασιλικούς θησαυρούς των Περσών και τέλος την αρχαία πρωτεύουσά τους, την Περσέπολη, όπου βρίσκονταν τα μυθικά ανάκτορα του Δαρείου και οι τάφοι των προγόνων του. Εκεί στέφθηκε ο Αλέξανδρος βασιλιάς της Περσίας.

11. Η ανατολή αρχίζει να υποτάσσει τον κατακτητή της.Η αλλαγή των τρόπων του βασιλιά και η προσαρμογή του στις περσικές βασιλικές συνήθειες είναι δηλωτικές της νέας περιόδου της ζωής του Αλεξάνδρου, η οποία διαμορφώνεται με κριτήρια κατά βάση πολιτικά για να ανταποκριθεί στις πατροπαράδοτες συνήθειες των λαών των νεοκατακτηθέντων εδαφών. Δείχνουν, όμως, και κάποια μεταβολή στον ίδιο τον χαρακτήρα του Αλεξάνδρου, ο οποίος γίνεται περισσότερο δεσποτικός και επιδεκτικός σε κολακείες. Το θλιβερό επεισόδιο στην πρωτεύουσα της Σογδιανής Μαρακάνδη, το 328 π.Χ. είναι ενδεικτικό αυτής της μεταλλαγής.

Εκεί ο Αλέξανδρος σκότωσε με το ίδιο του το χέρι τον Κλείτο, τον στρατηγό που τον είχε σώσει στη μάχη του Γρανικού. Αν και η βάραβαρη αυτή πράξη έγινε σε δείπνο, είναι εν τούτοις ικανή να δηλώσει, κατά τη φράση του Αρριανού, την «ες το βαρβαρικότερον μετακίνησιν του Αλεξάνδρου». Αλλά και η απαίτηση του βασιλιά να τον προσκυνούν οι υπήκοοί του ως διάδοχο του Δαρείου, αύξανε τη δυσαρέσκεια και έκανε τον Αλέξανδρο ολοένα λιγότερο αγαπητό και συμπαθή. Συνέπεια της ογκούμενης δυσαρέσκειας ήταν και η αποκάλυψη της συνωμοσίας των βασιλικών παιδιών, αυτών δηλαδή οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξή του την ώρα που κοιμόταν. Θύματα της νέας αντιπειθαρχικής κίνησης που αποκαλύφθηκε την άνοιξη του 327 π.Χ. ήταν ο Ερμόλαος, κύριος αρχηγός της συνωμοσίας, και ο Καλλισθένης. Ο Όλυνθιος ιστορικός είχε εναντιωθεί περισσότερο από κάθε άλλον στην προσκύνηση του Αλεξάνδρου.

Ο θάνατος του Καλλισθένη προκάλεσε ψυχρότητα στις σχέσεις Αλεξάνδρου-Αριστοτέλη, που, ωστόσο, σύντομα ξαναβρήκαν τον παλαιό ρυθμό τους. Το γεγονός λύπησε ακόμη τους Περιπατητικούς φιλοσόφους, που κατέκριναν την πράξη του Αλαξάνδρου με σφοδρότητα. Ένα, ωστόσο, είναι βέβαιο, ότι ανεξάρτητα από τις αντιρρήσεις των Ελλήνων η Ανατολή είχε αρχίσει να υποτάσσει τον κατακτητή της.

12. Στην Ινδία.Με σκοπό την εξασφάλιση των ανατολικών συνόρων του, ο νέος κύριος της Περσίας, αποφάσισε να εκστρατεύσει πιο ανατολικά. Πέρασε έτσι πολεμώντας τη Σογδιανή και τη Βακτριανή, νίκησε τις ντόπιες φυλές και το 327 π.Χ. μπήκε στην Ινδία.Οι πόλεις της έπεσαν η μία ύστερα από την άλλη, ώσπου φτάνοντας στον Υδάσπη ποταμό συνάντησε το βασιλιά Πώρο να τον περιμένει στην απέναντι όχθη, με πολυάριθμο στρατό, ιππικό και 200 πολεμικούς ελέφαντες.Ο Αλέξανδρος κατάφερε όμως να περάσει νύχτα το μισό στρατό του απέναντι, να νικήσει τους Ινδούς και να συλλάβει αιχμάλωτο τον Πώρο, τον οποίο, επειδή θαύμασε για την ανδρεία του, του ανέθεσε πάλι τη διακυβέρνηση της χώρας του.Στη μάχη όμως αυτή, σκοτώθηκε και ο πολύτιμος και γενναίος σύντροφός του Βουκεφάλας. Ο Αλέξανδρος έθαψε με τιμές το αγαπημένο του άλογο και στον τόπο εκείνο έχτισε μία πόλη, στην οποία έδωσε ακριβώς το όνομα Βουκεφάλα.

13. Εξερευνητική επιστροφή.Οι γενναίοι στρατιώτες του είχαν κουραστεί τόσα χρόνια πια, να πηγαίνουν όλο και μακρύτερα, όλο και πιο βαθιά στην άγνωστη Ανατολή και αρνήθηκαν να συνεχίσουν τις κατακτήσεις. Τότε ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να επιστρέψει (326 π.Χ.), τουλάχιστον για λίγο.Κατεβαίνοντας προς τον Ινδικό Ωκεανό, ακολουθώντας τον Ινδό ποταμό, σε μια δύσκολη πολιορκία στη χώρα των Μαλλών, πληγώθηκε πολύ βαριά από βέλος στο στήθος και κινδύνεψε να πεθάνει, γεμίζοντας δάκρυα ολόκληρο το στρατό του. Τα κατάφερε όμως χάρη σε έναν σπουδαίο χειρούργο από την Κω και προχώρησε αργότερα στα Πάταλλα.

Έπειτα, ένα μέρος του στρατού το έστειλε με το στόλο προς την Περσία με αρχηγό τον περίφημο ναύαρχο Νέαρχο (325-324 π.Χ.), ο οποίος με 150 πλοία θα προχωρήσει από τις εκβολές του Ινδού, ως τις εκβολές του Τίγρη και του Ευφράτη, πραγματοποιώντας ένα μοναδικό εξερευνητικό ναυτικό κατόρθωμα. Μετά από 20 ολόκληρους αιώνες, το 1774 μ.Χ., τρία αγγλικά ιστιοφόρα θα ξεκινούσαν από τη Βομβάη της Ινδίας και με μόνο βοήθημα τα περισωθέντα αποσπάσματα του ημερολογίου του Νέαρχου, θα κατάφερναν την αναγνώριση της ακτής του Ινδού και του Περσικού Κόλπου, διαπιστώνοντας την εκπληκτική ακρίβεια των ελληνικών πληροφοριών, που είχαν συλλεχθεί 2.100 χρόνια νωρίτερα.Εν τω μεταξύ ο Αλέξανδρος, με τον υπόλοιπο στρατό από την ξηρά, διέσχισε την εφιαλτική έρημο Γεδρωσία, όπου έχασε πάνω από τους μισούς άνδρες του και τελικά έφτασε στην πρωτεύουσά της Πούρα.

14. Στα Σούσα.Ο βασιλιάς μας, με τα υπολείμματα του στρατού του και ύστερα από πολλές περιπέτειες φτάνει μετέπειτα στα Σούσα, όπου καταλήγει οριστικά στο συμπέρασμα πως μόνο η συμφιλίωση με τους Πέρσες ευγενείς θα μπορούσε να διατηρήσει την απέραντη αυτοκρατορία που είχε δημιουργήσει.Έβαλε λοιπόν σε ενέργεια το σχέδιό του και άρχισε να χρησιμοποιεί την ενδυμασία και τον τρόπο ζωής των Περσών και υποχρέωσε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Μάλιστα παντρεύτηκε ο ίδιος την κόρη του Δαρείου και έβαλε και τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του να παντρευτούν Περσίδες.

Για να τους δελεάσει μάλιστα υποσχέθηκε σε όσους ακολουθούσαν τη συμβουλή του, να χαριστούν τα χρέη, με αποτέλεσμα να δοθούν είκοσι χιλιάδες τάλαντα, για να καλυφθούν τα χρέη των νεόνυμφων αξιωματικών και στρατιωτών του. Και για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την ελληνοπερσική αυτή γέφυρα, έδωσε την εντολή να εκγυμναστούν τριάντα χιλιάδες Πέρσες κατά το μακεδονικό σύστημα εκπαίδευσης και να ενταχθούν στο στρατό του. Πράγμα που, όπως ήταν φυσικό, δεν άρεσε στους Μακεδόνες του.

15. Προσπάθεια συγχώνευσης δύο κόσμων.Τον Μάρτιο ο Αλέξανδρος, αφού διευθέτησε τα σχετικά με τη διοίκηση των σατραπειών και διόρισε αρμόδιο για τα οικονομικά τον Ρόδιο Αντιμένη, έφθασε στα Σούσα, όπου ενώθηκε με τις ναυτικές δυνάμεις του Νεάρχου. Στον μυχό του Περσικού κόλπου ίδρυσε νέα πόλη Αλεξάνδρεια. Στα Σούσα ο βασιλιάς παρότρυνε αξιωματικούς και στρατιώτες να νυμφευθούν Περσίδες. Ο ίδιος έδωσε πρώτος το παράδειγμα και πήρε εκτός από την Ρωξάνη, την οποία είχε νυμφευθεί στη Βακτριανή, τη μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου Στάτειρα (κατά τον Κλείταρχο ο Αριστόβουλος αναφέρει άλλο όνομα: Βαρσίνη) και τη νεώτερη από τις κόρες του Ώχου Παρύσατι. Η πολυγαμία, συνηθισμένη στους βασιλείς των Περσών, ήταν επιτρεπτή και στον Αλέξανδρο, ο οποίος ήθελε πάντα να θεωρείται ως διάδοχος του Μ. Βασιλέως.

Τη δεύτερη κόρη του Δαρείου Δρύπετι έδωσε ο Αλέξανδρος στον φίλο του Ηφαιστίωνα, ογδόντα δε από τους εταίρους πήραν συζύγους από την αριστοκρατική τάξη των Περσών. Οι γάμοι γιορτάστηκαν με πολυτέλεια την ίδια μέρα, σύμφωνα με τα περσικά έθιμα, και ο βασιλιάς προίκισε τους εταίρους νυμφίους, καθώς και 10.000 στρατιώτες που είχαν πάρει Ασιάτισσες συζύγους. Με τους γάμους αυτούς ο βασιλιάς επιδίωκε τη συγχώνευση των δύο λαών, των Μακεδόνων με τους βάρβαρους πληθυσμούς που είχαν κατακτηθεί και τους οποίους δεν θεώρησε φυλή κατώτερη από τους Έλληνες, κυρίως, νόμιζε ότι θα αφομοιώσει την περσική αριστοκρατία, η οποία μόνο επιφανειακά ήταν προσαρμοσμένη στη νέα τάξη. Αλλά και στο στρατό του ο Αλέξανδρος προσλάμβανε ολοένα και περισσότερους Ασιάτες στρατιώτες. Φαίνεται δε ότι ήδη ο Αλέξανδρος, κατά πάσα πιθανότητα μετά την απειθαρχία στον Ύφαση, είχε δώσει διαταγή να καταρτιστεί σώμα από ντόπιους νέους. Το σώμα αυτό από 30.000 επίλεκτους εφήβους, που ήταν καλά εξασκημένοι και έφεραν πολυτελείς μακεδονικές πανοπλίες, παρέλασε στα Σούσα όταν ακόμη ο Αλέξανδρος βρισκόταν εκεί. Αυτούς ονόμασε ο βασιλιάς επιγόνους. Τα μέτρα αυτά, που φανέρωναν το φιλοπερσικό του πνεύμα, δυσαρέστησαν πολύ τους Μακεδόνες.

Η αγανάκτησή τους προς τον βασιλιά εκδηλώθηκε με αντιπειθαρχικό κίνημα, όταν ο Αλέξανδρος αποφάσισε στην Ώπη, που ήταν χτισμένη στον Τίγρη, την απόλυση όλων όσων λόγω ηλικίας ή σωματικής αναπηρίας δεν ήταν πια ικανοί να υπηρετούν στον στρατό. Η απόφαση αυτή του Αλεξάνδρου, που θεωρήθηκε περιφρονητική προς τους παλαίμαχους συντρόφους του, ήταν μια επί πλέον αφορμή να εκδηλωθεί η οργή των Μακεδόνων, που νόμιζαν ότι είχαν προδοθεί από τον βασιλιά τους. Γι’ αυτό και ξεσηκώθηκαν όλοι σαν ένας άνθρωπος και αξίωσαν να τους απαλλάξει όλους από το στράτευμα. Στο αντιπειθαρχικό αυτό κίνημα ο Αλέξανδρος δεν έδειξε τη συνηθισμένη του επιείκεια προς τους Μακεδόνες, αντίθετα, διέταξε να θανατωθούν οι πρωταίτιοι.

Στη συνέχεια με μακρό λόγο, τον οποίο διέσωσε ο Αρριανός, θύμισε στους Μακεδόνες όλα όσα χρώσταγαν σ’ αυτόν και τον πατέρα του, που τους έκαναν από «πλάνητας και άπορους εν διφθέραις τους πολλούς νέμοντας ανά τα όρη πρόβατα ολίγα, οικήτορας πόλεων και αξιομάχους εις τους γείτονας βαρβάρους, ήδη δε κυρίους του πλούτου των Ληδών, των θησαυρών των Περσών και των αγαθών των Ινδών». Καταλήγοντας είπε: «...τους απόμαχους από σας ήθελα να στείλω ζηλευτούς στην πατρίδα, αλλά αφού θέλετε να φύγετε, φύγετε όλοι (άπιτε πάντες) και πείτε στην πατρίδα ότι τον βασιλιά που σας οδήγησε νικητές μέσα από χώρες όπου έφθανε η περσική αρχή ως τον Ινδό ποταμό, και περιπλεύσατε μαζί του τη μεγάλη θάλασσα ως τον Περσικό κόλπο, τον αφήσατε στα Σούσα και φύγετε...(άπιτε)».

Η μετάνοια μεταξύ των αξιωματικών και των στρατιωτικών του Αλεξάνδρου, που για τρεις ημέρες εξαφανίστηκε από τους στρατιώτες του, δεν άργησε να εκδηλωθεί. Ο βασιλιάς συγχώρεσε τους συντρόφους του που μετάνιωσαν ειλικρινά και οι οποίοι μάλιστα είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στη σκηνή του ικετεύοντας μέρα και νύχτα να φανεί ο βασιλιάς έξω. Η συμφιλίωση του βασιλιά με τους συναγωνιστές του, τους οποίους ονόμασε συγγενείς, γιορτάστηκε με θυσίες στους θεούς και συμπόσιο, στο οποίο πήραν μέρος Έλληνες και Πέρσες.

16. Σχέδια για νέες εκστρατείες.Από την Ώπη ο Αλέξανδρος προχώρησε στη Μηδία, όπου στην πρωτεύουσά της Εκβάτανα τέλεσε θυσίες και αγώνες γυμνικούς και μουσικούς. Ο θάνατος του φίλου του Ηφαιστίωνος στη διάρκεια των αγώνων υπήρξε βαρύτατο πλήγμα για τον Αλέξανδρο, που θρήνησε τον νεκρό, όπως άλλοτε ο Αχιλλέας τον Πάτροκλο. Στα Εκβάτανα ο βασιλιάς ασχολήθηκε με τις προετοιμασίες του για τον περίπλου της Αραβίας από τον Περσικό κόλπο μέχρι την Ηρώων πόλιν (σήμερα Σουέζ).

Στον περίπλου αυτό ήθελε και ο ίδιος να πάρει μέρος, σκεπτόταν μάλιστα να κάνει στην Αλεξάνδρεια τις απαραίτητες προετοιμασίες για μια νέα εκστρατεία εναντίον της Καρχηδόνας και των άλλων πόλεων της Δύσης και να χαράξει παραθαλάσσια οδό που θα έφτανε μέχρι το Γιβραλτάρ, όπως μας πληροφορούν το Υπομνήματα του βασιλιά που είχαν παραδοθεί στον Περδίκκα για να εκτελεστούν (Διοδ. 18,4,4). Ήδη από τα Εκβάτανα, αν όχι προηγουμένως, είχε αναθέσει διάφορες αποστολές με σκοπό την εξερεύνηση της αραβικής παραλίας μέχρι την Ερυθρά θάλασσα.

Η αποστολή του Ανδροσθένη, ο οποίος περιέπλευσε τη δυτική παραλία του Περσικού κόλπου και εξερεύνησε το νησί Τύλος, υπήρξε καρποφόρα, κυρίως για τις αξιόλογες παρατηρήσεις του σχετικά με τη χλωρίδα, τις οποίες είχε υπ’ όψη του ο Θεόφραστος στην Περί Φυτών Ιστορία του. Τον ίδιο περίπου χρόνο έγινε και η αποστολή του Αλεξικράτη, ο οποίος έπλευσε από το Σουέζ στον Περσικό κόλπο. Τόσο αυτός ο πλους όσο και του Ηρακλείδη στην άγνωστη θάλασσα της Κασπίας είχαν αξιόλογη επιστημονική σημασία.

17. Η αποθέωση και ο θάνατος.Από τα Εκβάτανα ο Αλέξανδρος, αφού υπέταξε το ληστρικό και πολεμικό έθνος των Κοσσαίων στην ορεινή περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στα Σούσα και τα Εκβάτανα, επέστρεψε στη Βαβυλώνα (άνοιξη του 323 π.Χ.). Εκεί παρουσιάστηκαν στο βασιλιά πρεσβείες από όλη σχεδόν την οικουμένη, άλλες για να τον συγχαρούν ως βασιλιά της Ασίας και να τον στεφανώσουν, κι άλλες για να συνάψουν μαζί του φιλία και συμμαχία. Οι ελληνικές πόλεις, παρά τη ζωηρή συζήτηση και την αντίδραση στην αθηναϊκή εκκλησία, έστειλαν στεφανωμένους θεωρούς για να στεφανώσουν τον βασιλιά με χρυσούς στεφάνους σαν να επρόκειτο για Θεό, τον οποίο έπρεπε να τιμήσουν. Η αποθέωση αυτή του ισχυρού, της ελληνικής συνήθειας που τείνει να συμφιλιώσει θρησκεία και πολιτική, ήταν άγνωστη στους Πέρσες μονάρχες. Το γεγονός αυτό είναι συνδεδεμένο με το διάγραμμα του βασιλιά που ανακοίνωσε στην Ολυμπία κατά τη διάρκεια των αγώνων ο Νικάνωρ, θετός γιος του Αριστοτέλη, εξ ονόματος του βασιλιά. Σύμφωνα με αυτό, όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι έπρεπε να επιστρέψουν στις πατρίδες τους και να επανακτήσουν τις περιουσίες τους που είχαν δημευτεί.

Αυτό βέβαια αποτελούσε παραβίαση του καταστατικού της Κορινθιακής συμμαχίας και φανέρωσε την απόλυτη εξουσία του μονάρχη με την οποία περιβλήθηκε ο Αλέξανδρος, ο οποίος πριν δρούσε ως ηγεμόνας της συμμαχίας. Όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι θεώρησαν τότε τον βασιλιά ευεργέτη τους.Η συρροή των πρέσβεων από τα πέρατα της οικουμένης στη Βαβυλώνα για να τιμήσουν τον παντοδύναμο βασιλιά έδινε την εντύπωση και στον ίδιο τον Αλέξανδρο και σους γύρω του ότι η ιδέα της κοσμοκρατορίας, όπως την φαντάστηκε, δεν ήταν απλό όνειρο. Η επίφθονη, όμως, μοίρα έκοψε το νήμα της ζωής του τη στιγμή που η δόξα του άγγιξε τα όρια της αποθέωσης. Μέσα στους επαίνους, τις τιμές και τις πυρετώδεις προετοιμασίες για τη μεγάλη επιχείρηση, ο Αλέξανδρος αρρώστησε βαριά.

Οι βασιλικές εφημερίδες (Αρρ. 7,25) μας δίνουν λεπτομερείς πληροφορίες για την οξύτητα της νόσου τις τελευταίες ημέρες της ζωής του βασιλιά, του οποίου ο θάνατος συμπίπτει με την 28η του μακεδονικού μήνα Δαισίου (=13 Ιουνίου του 323 π.Χ.). Ο Αλέξανδρος, που συμπλήρωνε 13 χρόνια βασιλείας, δεν ήταν ακόμη 33 χρονών.

18. Ο Μέγας Αλέξανδρος και η κληρονομιά του.Λίγες προσωπικότητες άλλαξαν την ιστορία όσο αυτός και λίγες έχουν εγείρει τόσες διαφωνίες σχετικά με τις συνέπειες των πράξεών τους. Συνήθως αποτιμάται θετικά με την έννοια ότι εξάπλωσε τον ελληνικό πολιτισμό παντού στον τότε γνωστό κόσμο και δημιούργησε ελληνικές εστίες σε όλη την γνωστή οικουμένη. Επίσης η συμβολή του στην στρατιωτική τέχνη είναι άφθαστη και δικαίως θεωρείται ο μέγιστος των στρατηγών. Ωστόσο εδώ θα προσπαθήσω να εντοπίσω μερικές, κατά τη γνώμη μου, αρνητικές συνέπειες της δράσης του:
1) Η δημιουργία πλήθους πόλεων στην Ασία κυρίως και στη Βόρεια Αφρική (Αίγυπτος) προκάλεσε κύμα ελληνικών μεταναστεύσεων σε όλο τον κόσμο, με αποτέλεσμα το άδειασμα πολλών περιοχών στην Ελλάδα από πληθυσμό.

Έτσι όταν οι Ρωμαίοι ήρθαν να κατακτήσουν την Ελλάδα το έκαναν ευκολότερα.
2) Δημιουργήθηκαν γιγάντια κράτη, τα ελληνιστικά βασίλεια, τα οποία μάχονταν διαρκώς μεταξύ τους και δεν διείδαν έγκαιρα τον κίνδυνο από τους Ρωμαίους. Τα βασίλεια αυτά έκαναν μεγάλη σπατάλη δυνάμεων προσπαθώντας να διατηρήσουν υπό έλεγχο μακρινές περιοχές ουσιαστικά άδειες από Έλληνες.
3) εξαφανίστηκε οριστικά η πόλη-κράτος που δημιούργησε το ελληνικό θαύμα της κλασικής εποχής. Η δημοκρατία εξαφανίστηκε και στη θέση της επιβλήθηκαν ανατολικού τύπου μοναρχίες.
4) Ο ελληνικός πολιτισμός δέχτηκε μεγάλες ανατολικές επιδράσεις, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ψυχολογίας έτοιμης να δεχτεί ανατολικές δοξασίες και δεισιδαιμονίες. Η φιλοσοφία επηρεάστηκε τόσο πολύ, ώστε πολλοί από τους τελευταίους φιλοσόφους να είναι παράλληλα και μάγοι. Τέλος θέλω να θέσω το ερώτημα τι θα γινόταν αν ο Αλέξανδρος είχε στραφεί προς τη Δύση και όχι την Ανατολή. Αν και τέτοια ερωτήματα απαγορεύονται στην ιστορία, για λόγους παιγνίου θέτω το ερώτημα.  
Η δική μου απάντηση είναι ότι θα ήταν προτιμότερο από πολλές απόψεις να είχε στραφεί προς τη Δύση. Γιατί θα είχε διαμορφώσει σε αφάνταστο βαθμό όλο το δυτικό πολιτισμό μέχρι σήμερα.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία1) Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα.
2) Εγκυκλοπαίδεια Δομή.
3) Internet explorer.
4) «Αλέξανδρος ο Μέγας και ο Παγκόσμιος Ελληνισμός μέχρι της ελεύσεως του Χριστού», Theodor Birt. Εκδόσεις Δημ. Δαρέμα, Αθήναι.
5) «Ελληνιστικός Πολιτισμός», Αγησιλάου Ντόκα. Εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι. Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα.
6) «Ιστορία του μακεδονικού Ελληνισμού», J.G.Droysen. Τόμ. 2: 1897-1903 (μετ. Ι. Πανταζίδου).
7) «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Κ. Παπαρρηγοπούλου. Β΄ έκδοση 1932.
8) J.Karst, Geschichte des hellenistischen Zeitalters. II. 9. 1909.
9) Π. Μαξίμου, «Ο Μέγας Αλέξανδρος», 1964.
10) Theodor Birt, Das Kulturleben der Griechen und Romer. 2 Aufl. 1928.
11) H. Bengtson, Universalhistorische Aspekte der Geschichte des Hellenismus. Welt als Geschichte 18 (1958).
12) H. Bengtson, Einführung in die altte Geschichte. 6., überarbeitete Aufl. 1969.13) Α. Δασκαλάκη, «Ο Μέγας Αλέξανδρος», 1964.


Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
 
Ρητορική
Με τον όρο Ρητορική, (από την ελληνική λέξη ῥήτωρ), στο σύγχρονο εννοιολογικό του πλαίσιο εννοείται εκείνος ο τομέας μελέτης και τεχνικής που ασχολείται με τη σύνθεση του προφορικού και του γραπτού λόγου στις σύγχρονες μορφές εκφοράς του, προκειμένου να καταστεί μέσον πειστικότητας και αποτελεσματικότητας επί κάποιου αιτίου. Η ρητορική είναι μια πολυσύνθετη τεχνική σπουδή.
Ιστορία
Ιστορικά η κλασική ρητορική ανάγεται στη σχολή των προσωκρατικών φιλοσόφων και τους Σοφιστές. Στους μεταγενέστερους μεσαιωνικούς χρόνους έγινε μαζί με τη Γραμματική και τηΔιαλεκτική τμήμα του λεγόμενου trivium, (τριπλής φιλολογικής μελέτης), στον δυτικό πολιτισμό. Στους αρχαίους και μεσαιωνικούς χρόνους η γραμματική σχετιζόταν με την ακριβή και αποτελεσματική χρήση της γλώσσας μέσω της μελέτης και της κριτικής συγκεκριμένων φιλολογικών μοντέλων. Η διαλεκτική με τη σειρά της σχετιζόταν με τη δοκιμασία και επινόηση νέας γνώσης μέσω μιας διαδικασίας ερωταποκρίσεων και τέλος η ρητορική με την πειθώ του δημόσιου προφορικού λόγου, πιθανώς σε πολιτικές συγκεντρώσεις ή σε δικανικές διαδικασίες. Υπό αυτή την έννοια η ρητορική σχετίσθηκε στη σύγχρονη εποχή με τις αποκαλούμενες δημοκρατικές κοινωνίες με δικαιώματα ελευθερίας του λόγου και ελεύθερης συγκέντρωσης, ενώ αυτή η συσχέτιση υπήρχε στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα.
Σύγχρονη ρητορική
Οι σύγχρονες σπουδές στη ρητορική θεμελιώνονται σε διαφορετικό φάσμα πρακτικών και νοημάτων απ’ ότι στην αρχαιότητα. Οι μελετητές της ρητορικής θεωρούν ότι η κλασική κατανόηση της ρητορικής είναι περιορισμένη, καθώς η πειθώ εξαρτάται από την επικοινωνία, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με την παραγωγή νοήματος. Έτσι η έννοια της ρητορικής σήμερα περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από την απλή δημόσια επικοινωνία και αλληλεπίδραση. Τούτη η έμφαση στο νόημα και την παραγωγή του έλκει την προσοχή των μελετητών σε ένα μεγάλο σώμα κριτικής και κοινωνικής θεωρίας (βλ. κυρίως Μετα-δομισμός και Ερμηνευτική), καθώς επίσης και στα προβλήματα που εγείρονται εξαιτίας της μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών. Παρόλο που παραδοσιακά η ρητορική σχετιζόταν με την πολιτική, το δίκαιο, τις δημόσιες σχέσεις, την αγορά και τη διαφήμιση η μελέτη της εισήλθε πλέον σε διαφορετικούς τομείς που σχετίζονται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες τη θρησκεία και τις κοινωνικές επιστήμες[1], τη δημοσιογραφία, την ιστορία, τη λογοτεχνία, ακόμα και τη χαρτογραφία ή τηναρχιτεκτονική, ως οπτικές γλώσσες που μεταφέρουν νόημα. Υπό αυτή την έννοια κάθε όψη της ανθρώπινης ζωής που εξαρτάται από τη δημιουργία και και μεταφορά νοήματος εμπλέκει στοιχεία ρητορικής. “Κατά τα τελευταία δέκα έτη, πολλοί μελετητές διερεύνησαν τον ακριβή τρόπο με τον οποίο εμπλέκεται η ρητορική σε ιδιαίτερους τομείς μελέτης

Με τον όρο ιστοριογραφία εννοείται το γραπτό αρχείο όσων είναι γνωστά για τον άνθρωπο και τις κοινωνίες του παρελθόντος και αφορά στον τρόπο με τον οποίο προσπάθησαν να κατανοήσουν και τα δύο οι ιστορικοί[1]. Σε έναν εναλλακτικό ορισμό η ιστοριογραφία είναι η συγγραφή της ιστορίας, ιδιαίτερα εκείνη που θεμελιώνεται στην κριτική εξέταση των πηγών και τη σύνθεση επιλεγμένων τμημάτων από αυτές τις πηγές σε μία αφηγηματική συνέχεια που αντέχει στην ακαδημαϊκή δοκιμασία κριτικών μεθόδων[2]. Οι θεματικές ακόμη και οι ιδεολογικές αναλύσεις αυτών των γραπτών αρχείων παράγουν εξειδικευμένες ιστοριογραφίες, όπως είναι για παράδειγμα η μαρξιστική ιστοριογραφία, η αρχαιοελληνική ιστοριογραφία, η ρωμαϊκή ιστοριογραφία κ.ο.κ.

 

 

Ιστοριογραφικές πηγές

Εκτός από την ειδική περίπτωση της προσωπικής μαρτυρίας, τα ιστορικά γεγονότα γίνονται γενικώς γνωστά από πρωτογενείς ή δευτερογενείς πηγές, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ζωντανές μαρτυρίες, σώματα κειμένων προηγούμενων ιστοριών, τα απομνημονεύματα, οι βιογραφίες, οι αυτοβιογραφίες[3], οι επιστολές, νομικά και οικονομικά αρχεία δικαστηρίων, νομοθετικών σωμάτων, θρησκευτικών οργάνων, ή των επιχειρήσεων και οι μη γραπτές μαρτυρίες που αντλούνται από τα υπολείμματα προηγούμενων πολιτισμών, όπως η αρχιτεκτονική, ητέχνη και οι τέχνες κ.ά.
Το σύνολο αυτών των πηγών διαμορφώνει το υπόβαθρο, πάνω στο οποίο ο ιστορικός προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τα ιστορικά γεγονότα. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ της πληροφορίας και του γεγονότος, είναι τις περισσότερες φορές έμμεση, καθώς φιλτράρεται από πολλαπλές ιδεολογίες και πλαίσια, καθώς επίσης και γλωσσικές εννοιολογικές διαφορές

Ιστοριογραφικά προβλήματα

Ακριβώς όπως συμβαίνει με την ιστορία, η ιστοριογραφία διαμορφώνεται σε μια διακριτή χωροχρονική τιμή, παραδοσιακά εκείνη ενός ιδιαίτερου έθνους-κράτους. Κατά συνέπεια, η ιστοριογραφία παράγει συχνά ερμηνείες των ιστοριογραφικών εξελίξεων σε εθνικά πλαίσια, παραμελώντας τις διεθνείς διαστάσεις των γεγονότων[4]. Στον αντίποδα η υλιστική φιλοσοφία προσπάθησε να καθορίσει την ιστοριογραφία με όρους ιστορικής συνείδησης. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (1848) από τον Καρλ Μαρξ και τον Φρίντριχ Ένγκελς, για παράδειγμα, ξεκινά με όρους παγκόσμιας ιστοριογραφίας («Η ιστορία όλων των κοινωνιών είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων») κάτι που εξετάζουν οι συγγραφείς μέσω της αποκαλούμενης μαρξιστικής ιδεολογίας και περνά κατόπιν σε μια εξειδικευμένη ιστοριογραφική κριτική του καπιταλισμού και άλλων μορφών πολιτικής αλλαγής, στην τελική υπεράσπιση του κομμουνισμού και της ιδιαίτερης φιλοσοφικής του αντίληψής του για την ιστορική πράξη[5]
Ιδιαίτερη σημασία στην επίλυση, αλλά κυρίως στη συνειδητοποίηση των προβλημάτων της ιστοριογραφίας είχε η ανάπτυξη της φιλοσοφίας της ιστοριογραφίας στον 19ο και 20ό αιώνα. Εξετάζοντας την ιστορία της ταξινόμησης των φιλοσοφιών ο Νίκολας Ρέστσερ (Nicholas Rescher) παρατήρησε ότι η φιλοσοφία της ιστορίας/ιστοριογραφίας εμφανίστηκε ως ανεξάρτητο φιλοσοφικό πεδίο εξαιτίας τη ώθησης που έδωσαν στην ιδέα της φιλοσοφίας οι Φίχτε, Σέλινγκ και Χέγκελ. Από το 1890 έως το 1920 τουλάχιστον στη Βρετανία (σύμφωνα με τηνEncyclopedia Britannica του 1910) η φιλοσοφία της ιστοριογραφίας/ιστορίας, μαζί με την κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία, θεωρείτο υποπεδίο της ηθικής[6]. Ακόμη και στη δεκαετία του 1980 η φιλοσοφία της ιστοριογραφίας φαίνεται πως ανήκε στο φιλοσοφικό υποπεδίο των παράγωγων φιλοσοφιών μαζί με άλλες μεταεπιστήμες όπως η φιλοσοφία των φυσικών και κοινωνικών επιστημών, η φιλοσοφία των μαθηματικών και της λογικής κ.ο.κ.[7]. τούτη η αντίληψη υποβάθμισε οποιαδήποτε προσπάθεια ανάγνωσης των φιλοσοφικών εννοιών που συνδέονταν στενά με την ανάπτυξη της ιστοριογραφίας

Σύντομη ιστορική επισκόπηση

Αρχαιότητα

Η καταγραφή και η ερμηνεία παρελθόντων γεγονότων ξεκίνησε τόσο για τη Δύση όσο και για την Ανατολή μέσω της επανάληψης των μύθων που παραδόθηκαν από προφορικές παραδόσεις. Η επική ποίηση του Ομήρου (περ. 800 ΠΚΕ) ήταν ενα παράδειγμα τέτοιας προφορικής ιστορίας.
Στην κλασική εποχή της αρχαίας Ελλάδας ο Ηρόδοτος ο «πατέρας» της ελληνικής ιστορίας και ο Θουκυδίδης έγραψαν αφηγήσεις σχετικές με γεγονότα της εποχής τους. Ο Ηρόδοτος με την αφήγηση των περσικών πολέμων και ο Θουκυδίδης με την κλασική μελέτη του πελοποννησιακού πολέμου μεταξύ της πόλης των Αθηνών και της Σπάρτης. Και οι δύο κατέγραψαν σύγχρονα ή κοντινά σε χρονική απόσταση γεγονότα στηριγμένοι σε αυτόπτες μάρτυρες ή άλλες αξιόπιστες μαρτυρίες. Επικεντρώθηκαν στον πόλεμο, την ιστορία των θεσμών και τον χαρακτήρα των πολιτικών ηγετών για να δημιουργήσουν την εικόνα της αρχαιοελληνικής κοινωνίας σε περιόδους της κρίσης ή μετάβασης.
Κατά τον 4ο αιώνα ΠΚΕ την ελληνική ιστοριογραφική παράδοση στην ελληνιστική περίοδο συνέχισε ο Ξενοφών, ο Θεόπομπος ο Χίος[8] και ο Έφορος. Στον 2ο ΠΚΕ αιώνα ο ιστορικόςΠολύβιος κατέγραψε τη ρωμαϊκή ιστορία, θέμα που επανέλαβε επίσης ο Στράβων ο Γεωγράφος και ο Διονύσιος Αλικαρνασσέας στον επόμενο αιώνα. Στην ίδια περίοδο ο Πλούταρχοςβιογράφησε επιφανείς Έλληνες και Ρωμαίους, χρησιμοποιώντας ενίοτε δραματικά στοιχεία και ανέκδοτα υλικά για την απεικόνιση χαρακτήρων και την επίδρασή τους στη δημόσια ζωή[9].
Στην Ανατολή και συγκεκριμένα στην Κίνα ο Σίμα Κιάν (περ. 145 – περ. 85 ΠΚΕ) είναι γνωστός ως πατέρας της κινεζικής ιστορίας με το έργο του Σιτζί δηλαδή Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού. Οι ρωμαίοι ιστορικοί όπως ο Πούμπλιος Κορνήλιος Τάκιτος, ο Τίτος Λίβιος και ο Γάιος Σουητόνιος Τρανκουίλος έγραψαν έργα που χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα απο τους μεταγενέστερους ιστοριογράφους του μεσαίωνα και της αναγέννησης. Στον αραβικό κόσμο ο αλ-Ταμπαρίκ (838 – 923) έγραψε τα Χρονικά, ιστορία του κόσμου από κτίσεώς του έως το 915, ενώ αργότερα ο Ιμπν-Χαλντούν (1332 – 1406) έγραψε το Κιτάμπ αλ-’λμπαρ, δηλαδή το Βιβλίο των Παραδειγμάτων, παράγοντας αφενός μια μείζονα αφήγηση της μουσουλμανικήςιστορίας στη βόρειο Αφρική, αναπτύσσοντας αφετέρου σημαντικές θεωρίες για το ζήτημα της ιστορικής ανάλυσης
Αρχαία μακεδονική γλώσσα
Τα ευρήματα των τελευταίων 10ετιών δίνουν σαφή και κατηγορηματική απάντηση για την απάντηση για την ελληνικότητα της γλώσσας
Κατά την αρχαιότητα ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ελληνικότητα της Μακεδονίας. Οι αρχαίοι συγγραφείς συνδέουν γενεαλογικά τους Μακεδόνες με τους Δωριείς ή τους Αιολείς, δηλαδή άλλες ελληνικές φυλές νοτιότερα. Η ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων προκύπτει από τις ιστορικές πηγές, τα γλωσσολογικά δεδομένα και επιβεβαιώνεται με τα πιο πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα. Ολα αποδεικνύουν τη σύνδεση του μακεδονικού χώρου με τον ελλαδικό ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή. Οι εγκυρότεροι Ελληνες και ξένοι μελετητές τεκμηριώνουν το γεγονός και δεν αφήνουν περιθώρια για σοβαρές αμφισβητήσεις.
Κατά την αρχαιότητα, όπως δεν αμφισβητούνταν η ελληνικότητα των Μακεδόνων, έτσι δεν υπήρχε αμφισβήτηση και για το ελληνόφωνο των κατοίκων της.
Διαφωνίες για το θέμα διατυπώθηκαν για πολλούς λόγους, επιστημονικούς και μη, σε πολύ νεότερες εποχές. Από τον 19ο αιώνα ορισμένοι ερευνητές, υπερτονίζοντας υπαρκτά ζητήματα και παραβλέποντας την πληθώρα των στοιχείων περί ελληνικότητας του φύλου και της γλώσσας των Μακεδόνων, ανέπτυξαν διάφορες υποθέσεις. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται:
  • § Για μια γλώσσα μεικτή με βάση την ελληνική και επιδράσεις θρακο-ιλλυρικές. Είτε και αντιστρόφως, δηλαδή, για θρακο-ιλλυρική με ελληνικές επιδράσεις,
  • § Για ιδιαίτερη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ήταν διαφορετική, όμως, από τις σύγχρονες ελληνικές διαλέκτους.
Τη επιστημονική διαφωνία συντηρούσε, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, η απουσία γραπτών μακεδονικών πηγών. Οι γνωστές μακεδονικές επιγραφές, χρονολογημένες από τις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα, ήταν γραμμένες στην Αττική Κοινή, η οποία είχε εξαπλωθεί.
Μέχρι τότε οι σχετικές συζητήσεις-επιστημονικές ή πολιτικο-ιστορικές- στηρίζονταν στις 150 περίπου «γλώσσες» (διαλεκτικές λέξεις), που παρέδωσαν αρχαίοι συγγραφείς και λεξικογράφοι ως μακεδονικές. Οπως, επίσης, στον μεγάλο αριθμό μακεδονικών ονομάτων.
Η ανασκαφική, όμως, έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες, με την αποκάλυψη κειμένων στη Μακεδονική, δεν αφήνει περιθώρια για επιστημονικές διαφωνίες περί της ελληνικότητας ή όχι της γλώσσας των Μακεδόνων.
Η απάντηση, λοιπόν, σήμερα στο ερώτημα ποια γλώσσα μιλούσαν οι αρχαίοι Μακεδόνες είναι κατηγορηματική. Μιλούσαν μια ελληνική διάλεκτο.
Αιολική με δωρικά στοιχεία
Η γλώσσα τους, όπως δέχονται σήμερα οι περισσότεροι ειδικοί, ήταν αιολική, ανάμεικτη με δωρικά στοιχεία και προφανώς με άλλες επιδράσεις. Για τη Μακεδονική, εκτός από ορισμένους αρχαϊκούς τύπους, γνωρίζουμε ότι μετέτρεπε συχνά το «φ» σε «β» και μερικές άλλες τέτοιες μεταβολές. Ετσι έλεγαν κεβαλή αντί κεφαλή, Βίλιππος αντί Φίλιππος, Βαλλήνη αντί Παλλήνη κ.λπ.
Γενικώς, η φωνητική διαφορά που διακρίνει την αρχαία Μακεδονική από τις άλλες σύγχρονες ελληνικές διαλέκτους («β» αντί «φ», «δ» αντί «θ» και «γ» αντί «χ» ) είναι ένα γλωσσικό φαινόμενο απολύτως εξηγήσιμο στο πλαίσιο της ελληνικής διαλεκτολογίας.
Αυτό το εξηγήσιμο εξακολουθούν ν αρνούνται ερευνητές και φορείς στην ΠΓΔΜ, υπό το πρίσμα των γνωστών σκοπιμοτήτων. Ανήκε, λένε, η μακεδονική σε άλλη γλωσσική οικογένεια, αφού τα ινδοευρωπαϊκά «μέσα δασέα» bh, dh, gh στην ελληνική αντιπροσωπεύονται με τα φ, χ, θ και στη μακεδονική με τα β, δ, γ.
Τα άλλα επιχειρήματα περί βαρβάρων αλλόγλωσσων Μακεδόνων, που στηρίζονται σε παραποιήσεις αρχαίων αποσπασματικών κειμένων, δεν αντέχουν σε κριτική…
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα, ερμηνεύουν και εξηγούν τις διαφορές ως εξής:
-Ο μακεδονικός κορμός διαχωρίστηκε από τον ιωνικό, αιολικό-αχαϊκό και δωρικό πριν η πρωτοελληνική γλώσσα διαμορφώσει από τους αντίστοιχους ινδοευρωπαϊκούς φθόγγους τα φ, θ, χ και ακολούθησε δική του εξέλιξη.
-Οι αρχαίοι Μακεδόνες, αφομοιώνοντας Θρακο-Ιλλυριούς πληθυσμούς, δέχτηκαν την επίδρασή τους ως προς τα συγκεκριμένα φθογγικά στοιχεία.
Αλλες ερμηνείες, όπως η «σκοπιανή», έχουν το φολκλορικό στοιχείο τους, αλλά όχι το επιστημονικό.
Το ομηρικό μακεδνός
Η ονομασία της Μακεδονίας σχετίζεται άμεσα με το ομηρικό μακεδνός, που σημαίνει ψηλός, μεγαλόσωμος. Ο όρος «Μακεδονίς γη» χρησιμοποιήθηκε μια φορά από τον Ηρόδοτο για να ορίσει τη γεωγραφική κοιτίδα των αρχαίων Μακεδόνων. Ολες οι αρχαίες πηγές, μηδέ εξαιρουμένου του Ηροδότου, χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία για να δηλώσουν το συγκροτημένο μακεδονικό βασίλειο, που ιδρύθηκε γύρω στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα στις βόρειες παρυφές των Πιερίων. Με ορμητήριο την πρωτεύουσα Αιγές τα περιορισμένα όρια του βασιλείου στην Κ. Μακεδονία θα επεκταθούν δυτικά και ανατολικά…
Η Ταύτιση με Δωριείς
Οι αρχαίοι συγγραφείς σπάνια αναφέρονται στη γλώσσα των Μακεδόνων. Οι ιστορικοί Τίτος Λίβιος και Στράβων, όπως περιγράφουν τη γλώσσα τους (ίδια με Αιτωλών, Ακαρνάνων και Ηπειρωτών), την κατατάσσουν στη δωρική. Ετσι, συνεχίζουν την παράδοση του Ηροδότου, που ταυτίζει Μακεδόνες και Δωριείς, όπως άλλωστε ο Θουκυδίδης κι άλλες μεταγενέστερες πηγές. Τα επιγραφικά ευρήματα έως τώρα επιβεβαιώνουν τη σύνδεση. Αντίθετα, η άλλη μυθολογική παράδοση, που κρατά από τον ιστορικό Ελλάνικο και θέλει τους Μακεδόνες (επομένως και τη γλώσσα τους) να είναι συγγενείς με τους Αιολείς, δεν ενισχύεται…
«Διαλεκτικά» προβλήματα
Σήμερα οι ερευνητές που τεκμηριώνουν ή δέχονται την ελληνικότητα της μακεδονικής διαλέκτου, δεν συμφωνούν σε πολλά ζητήματα. Δίνοντας ο καθένας έμφαση σε άλλα σημεία άλλοτε υποστηρίζεται ότι ανήκει στον αιολικό κλάδο κι άλλοτε στον δωρικό. Οτι έχει ανάμεικτα στοιχεία από τις δύο ή και από άλλες διαλέκτους. Ακόμη ότι υπήρχαν δύο «εσωμακεδονικοί » διάλεκτοι. Μια συγγενική με την αιολική και άλλη με τη δωρική, που μιλούνταν στην Ανω Μακεδονία. Η μελέτη και η ανάλυση της μακεδονικής διαλέκτου έχουν δρόμο ακόμη να διανύσουν…
«Αρωμα» από το αρχαίο μακεδονικό λεξιλόγιο
ΟΙ ΜΗΝΕΣ
Περίτιος (Ιανουάριος), Δύστρος (Φεβρουάριος), Ξανδικός (Μάρτιος), Αρτεμίσιος (Απρίλιος), Δαίσιος (Μάιος), Πάναμος (Ιούνιος), Λώος (Ιούλιος), Γορπιαίος (Αύγουστος), Υπερβερεταίος (Σεπτέμβριος ), Δίος (Οκτώβριος), Απελαίος (Νοέμβριος), Αυδυναίος είτε Αυδναίος (Δεκέμβριος).
ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ
Αδυμος (από το ηδύς), Αδίστα (Ηδίστη), Αρχέλαος, Δρύκαλος (δρυς +κάλλον =ξύλο), Θετίμας (Θεοτίμης), Κατάνικος, Κοπρία, Λανίκα, Λαοδίκα, Νικάνωρ, Περδίκκας (από το πέρδιξ=πέρδικα), Πτολεμαίος, Σέλευκος, Φίλιππος ( Βίλιππος), Φιλώτας…
«ΓΛΩΣΣΕΣ»
Αγημα, αγκαλίς (δρεπάνι), αργίπους (αετός), δράμις (είδος ψωμιού), ζέρεθρον (βάραθρο), ινδέα (μεσημέρι), καρπαία (είδος χορού), καυσία (καπέλο), κοράσιον, πέλλα (λιθάρι), ταγόναγα (ταγός, αρχή), τελεσιάς (είδος χορού), χάρων (λιοντάρι), κεβαλή (κεφαλή)…
Η επιβεβαίωση ήρθε από τις επιγραφές
Η μακεδονική διάλεκτος για πολλούς και διάφορους λόγους δεν φαίνεται να έγινε ποτέ φιλολογικό και λογοτεχνικό όργανο. Γνωρίζουμε μόλις δύο στίχους από την κωμωδία «Μακεδόνες» του Στράτιδος. Στο απόσπασμα γίνεται κάποιος διάλογος:
Α. Η σφύραινα δ’ έστι τις;
Β. Κέστραν μεν ύμμες ωττικοί κικλήσκετε
(Α. Και ποια είναι η σφύραινα;
Β. Το ψάρι που εσείς οι Αττικοί κέστρα ονομάζετε)
Οι αρχαίοι συγγραφείς όταν έγραφαν για τους Μακεδόνες ότι μιλούσαν «μακεδονιστί» αναφέρονταν σε μια διάλεκτο της Ελληνικής κι όχι σε μια μη Ελληνική γλώσσα. Η διάλεκτος ήταν, βεβαίως, αρκετά διαφοροποιημένη από την καθιερωμένη και τη γενικευμένη κοινή ελληνική, που απλώθηκε από τα τέλη του 5ου – αρχές 4ου π.Χ. αιώνα σε όλες τις ελληνόφωνες περιοχές (συμπεριλαμβανόμενης και της Μακεδονίας).
Προφανώς η μακεδονική διάλεκτος θα εξακολουθούσε να μιλιέται παράλληλα με την κοινή ελληνική.
Μέχρι το 1986 αυτό ήταν μια υπόθεση. Τότε αποκαλύφτηκε και απόσπασμα επιγραφής στην Πέλλα σε μακεδονική διάλεκτο (χρονολογείται γύρω στο 380 π.Χ.). Πρόκειται για κατάδεσμο (μαγικό κείμενο), χαραγμένο σε μολύβδινο έλασμα για να αποτραπεί ο γάμος του αγαπημένου της γυναίκας, που έκανε τα «μάγια» με άλλη γυναίκα.
Η επιγραφή, όπως κι άλλες που έχουν στο μεταξύ αποκαλυφθεί, επιβεβαιώνουν πανηγυρικά την ελληνικότητα της μακεδονικής διαλέκτου.
Πρώτος παραλογισμός
Θέλουν να γεφυρώσουν χάσμα 13-14 αιώνων
Εχουμε συνηθίσει, με την εμφάνιση του «Σκοπιανού» στο βαλκανικό προσκήνιο, να επισημαίνουμε τον παραλογισμό των γειτόνων μας να αναζητούν ρίζες εκεί όπου δεν υπάρχουν. Η κατασκευή, βεβαίως, εθνικού παρελθόντος από τότε που εμφανίστηκαν τα κράτη-έθνη, είναι μια πολύ γνωστή και συνηθισμένη διαδικασία.
Αυτό που είναι μάλλον πρωτοφανές στην κατασκευή μιας ενιαίας «μακεδονικής εθνότητα», η οποία έλκει δήθεν την καταγωγή της από την αρχαία Μακεδονία, είναι ανοησία. Τα στοιχεία, που προσκομίζονται για την ύπαρξη μακεδονικού λαού και έθνους, καλούνται να γεφυρώσουν ένα ιστορικό χάσμα 13-14 αιώνων.
Τόσοι μεσολαβούν μεταξύ των πρώτων εγκαταστάσεων σλαβικών φύλων στα Βαλκάνια (6ος- 7ος μ.Χ. αιώνα) και της εμφάνισης του πρώτου συγκροτημένου αρχαίου μακεδονικού κράτους (7ος π.Χ. αιώνας). Αυτός ο προσδιορισμός των αντίστοιχων χρονολογικών περιόδων, με κάποιες μικρές παραλλαγές που δεν αλλάζουν την ουσία, είναι αποδεκτός απ όλους. Είναι δυνατόν, ανεξαρτήτως των όσων ακολούθησανστην περιοχή από τότε μέχρι τη σύγχρονη εποχή, να γεφυρωθεί αυτό το… χάος;
Είναι και ιδού πώς: -Οι παλιότεροι κάτοικοι της αρχαίας Μακεδονίας ήταν αυτόχθονες, αρχαία φύλα (ιλλυρικά και θρακικά). Δεν ήταν Ελληνες… -Τα ελληνικά στοιχεία στην περιοχή ήταν εισαγόμενα από τις νοτιότερες ελληνικές πόλεις – κράτη, από τις αποικίες τους στη Χαλκιδική και τα μακεδονικά παράλια, όπου κυριαρχούσαν Ελληνες. -Οταν οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν από τις περιοχές βορείως του ποταμού Δνείπερου στα Βαλκάνια αναμείχτηκαν με τους παλιότερους κατοίκους -Από την πρόσμειξη προέκυψε στη διαδρομή των βυζαντινών πρώτα και των οθωμανικών ύστερα αιώνων ένα νέο έθνος, το σλαβο-μακεδονικό. Με δική του γλώσσα, πολιτισμό, συνείδηση και ούτω καθεξής…
Μέσα σ’ αυτό το μυθικο-ιστορικό πλαίσιο οι αρχαίοι Μακεδόνες «ανήκουν» στην ΠΓΔΜ! Το προαπαιτούμενο για την οικοδόμηση αυτής της σλαβομακεδονικής εκδοχής της ιστορίας είναι ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Ελληνες. Για την εδραίωση του ισχυρισμού αυτού επικαλούνται επιλεκτικά και αποσπασματικές κάποιες αρχαίες πηγές με τις οποίες «αποδεικνύεται» ότι οι Μακεδόνες ήταν βάρβαροι και όχι Ελληνες… Παρά την αντι-ιστορική αυτή εξήγηση πάλι, όμως, το σλαβομακεδονικό σχήμα δεν έχει κάποια ορθολογική βάση. Διότι, έστω και αν γίνουν δεκτοί οι αναπόδεικτοι ισχυρισμοί ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ανήκαν στα ελληνικά φύλα της εποχής, ούτε μιλούσαν μια ελληνική διάλεκτο, πώς γίνεται να είναι πρόγονοι των σλαβικών φύλων; Αλλά αυτός δεν είναι ο μοναδικός κύκλος του παράλογου…
Δεύτερος παραλογισμός
Περί τριχοτόμησης και… κληρονομιάς
Μετά τον πρώτο παραλογικό κύκλο ανοίγει αναπόφευκτα και δεύτερος. Επειδή αν δεχτεί κάποιος, κάνοντας άλμα 13-14 αιώνων, ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες είναι με ορισμένους τρόπους «πρόγονοι» των Σλάβων στην περιοχή, πώς γίνεται η κληρονομιά αυτή να ανήκει αποκλειστικά στους Σλαβομακεδόνες της ΠΓΔΜ και όχι στους «ομοεθνείς» τους που βρέθηκαν στη Βουλγαρία; Είτε ακόμη και σε κείνους της Ελλάδας, που είναι και οι περισσότεροι;
Το «κενό» έρχεται να καλύψει ένα άλλο σχήμα περί ,νεότερης τριχοτόμησης του χώρου της αρχαίας Μακεδονίας ,(σε Σερβία, Ελλάδα, Βουλγαρία) μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Κρατική οντότητα και ανεξάρτητη, όμως, είναι ,μόνο η πρώην γιουγκοσλαβική Μακεδονία, επομένως αυτή είναι ο συνεχιστής και κληρονόμος. Αναλόγως των εποχών και των διαφορετικών εθνικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων, η «άλλη» Μακεδονία, πέραν της πρώην γιουγκοσλαβικής, είτε είναι υπόδουλη (σε Ελληνες και Βούλγαρους) είτε ανήκει μεν σε αυτές τις χώρες, όπου όμως υπάρχουν «μακεδονικές μειονότητες»…
Αλλά υπάρχουν κι άλλες παραλλαγές της θεωρίας, που έρχονται επικουρικά να καλύψουν τις συναφείς ανακολουθίες που προκύπτουν. Ετσι, για παράδειγμα, ένας από τους βασικούς Σλαβομακεδόνες θεωρητικούς εξηγεί πως από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Σλάβοι της Μακεδονίας άρχισαν να συγκρούονται με τους Ελληνες στη διεκδίκηση του ιστορικού δικαιώματος να εμφανίζονται ως απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων. Επειδή, όμως, αντιλαμβάνεται όπως κάθε κοινός νους ότι είναι αστείο να ονομαστούν οι Μακεδόνες ως Σλάβοι και οι Σλάβοι της ΠΓΔΜ ως Μακεδόνες, ο γόρδιος δεσμός λύνεται ως εξής: «Δεν ήταν δυνατόν (οι Σλαβομακεδόνες) να παραμείνουν αδιάφοροι και να μην αισθάνονται αγάπη για την πατρίδα τους και την ιστορία τους…
Το ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δεν ήταν Σλάβοι, αλλά θεωρούνταν ως Σλάβοι, από έναν σλαβικό λαό που αποζητούσε όνομα και εθνική ταυτότητα, δεν είναι ουσιώδες. Οπως κάθε εθνικός ρομαντισμός, έτσι και ο μακεδονικός επέμεινε να τηρήσει μια συνέχεια με την προηγούμενη εθνότητα…» (Ντράγκαν Τασκόφσκι «Σχετικά με την εθνογένεση του Μακεδονικού Λαού»). Το απόσπασμα είναι το κλειδί για κάθε «κατανόηση» των ιστορικών παραδοξολογιών των περισσότερων εθνικών ιστορικών της FYROM και της επίσημης «εθνογένεσης»…
Δωρική διάλεκτος
Δωρική διάλεκτος είναι διάλεκτος της αρχαίας ελληνικής. Η διάλεκτος ομιλούνταν κατά τους κλασικούς χρόνους σε μεγάλο μέρος τηςΠελοποννήσου, στην Κρήτη, στη Ρόδο και σε περιοχές της Μικράς Ασίας.

Μορφές

Η Δωρική διάλεκτος είχε τοπικές παραλλαγές, όπως Λακωνική, Κορινθιακή, Κρητική κλπ. Αυτές οι παραλλαγές μάς είναι γνωστές κυρίως μέσω επιγραφών. Είναι συγγενής με τιςΒορειοδυτικές διαλέκτους που ομιλούνταν στους Δελφούς, στη Λοκρίδα και στην Ακαρνανία και σήμερα πλέον θεωρούνται οι Βορειοδυτικές διάλεκτοι τμήμα της. Ανάλογα με το αν περιέχει λιγότερους ή περισσότερους αρχαϊσμούς διακρίνεται από ορισμένους σε ήπια (Doris mitior, ανειμένη Δωρίς), η οποία ομιλούνταν στη Δυτική Στερεά και στην Ήπειρο, μέση (Doris media), η οποία ομιλούνταν σε περιοχές της Αργολίδας και στα νησιά του Αιγαίου και αυστηρή (Doris severior, αυστηρά Δωρίς), η οποία ομιλούνταν στη νότια Πελοπόννησο και στην Κρήτη. Οι διαφορά των Βορειοδυτικών διαλέκτων από τις “κλασικές” Δωρικές διαλέκτους εντοπίζεται κυρίως σε δύο σημεία: η δοτική πληθυντικού των τριτόκλιτων ονομάτων σχηματίζεται με την κατάληξη -οις αντί για την κατάληξη -σι, ενώ χρησιμοποιείται ο αρχαιότερος τύπος της πρόθεσης ἐν με αιτιατική αντί του εξελιγμένου τύπου εἰς (<ἐνς<ἐν).

Χαρακτηριστικά

Κύριο χαρακτηριστικό της Δωρικής είναι οι αρχαϊσμοί, η διατήρηση δηλαδή τύπων, οι οποίοι στην Αττική διάλεκτο είχαν ήδη μετεξελιχθεί. Οι πληροφορίες που αντλούμε για τη μυκηναϊκή ελληνική από τις πινακίδες της Γραμμικής Β μάς δείχνουν ότι ορισμένες γλωσσικές μεταβολές, οι οποίες δε συνέβησαν στη Δωρική, είχαν ήδη επέλθει στη μυκηναϊκή, κάτι που σημαίνει ότι η Δωρική συνυπήρχε χρονικά παράλληλα με τη μυκηναϊκή (14ο-13ο αι. π.Χ.).

Γραμματεία

Σε Δωρική διάλεκτο έγραφαν οι χορικοί ποιητές Πίνδαρος, Βακχυλίδης και Αλκμάν. Σε αυτήν επίσης γράφονταν τα χορικά των αρχαίων τραγωδιών. Απλοποιημένη μορφή της Δωρικής με λιγότερους αρχαϊσμούς ήταν και η διάλεκτος των Συρακουσίων κωμωδιογράφων Επίχαρμου και Σώφρονος. Οι αλεξανδρινοί ποιητές Καλλίμαχος και Θεόκριτος έγραφαν επίσης σε (τεχνητή) Δωρική.

Εξέλιξη

Η Τσακωνική διάλεκτος, η οποία έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας, θεωρείται ότι ανάγεται στη δωρίζουσα ζώνη τής Κοινής. Ομιλείται στα νότια χωριά της επαρχίας Kυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Τα χωριά αυτά είναι: Τυρός, Αγιος Ανδρέας, Λεωνίδιο, Πραστός, Μέλανα,Βασκίνα. Η ονομασία της περιοχής είναι Τσακωνιά.

 

Χρονολόγηση

Κατά την στο παρελθόν κρατούσα θεωρία πιστευόταν ότι η Δωρική διάλεκτος εισήχθη στην ηπειρωτική Ελλάδα με την Κάθοδο των Δωριέων περί το 1150 π.Χ.. Η άποψη όμως αυτή τείνει να εγκαταλειφθεί λόγω δύο παραγόντων. Ο πρώτος είναι η έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων που να μαρτυρούν χωριστές εισόδους των ελληνικών φύλων (Ιώνων, Αιολέων, Δωριέων) στον σημερινό ελλαδικό χώρο. Ο δεύτερος είναι η ομοιότητα της Δωρικής διαλέκτου με τη μυκηναϊκή ελληνική, που επιτρέπει την υπόθεση ότι οι δύο γλώσσες συνυπήρχαν ήδη την εποχή εκείνη (14ο-13ο αι. π.Χ.) στον ελλαδικό χώρο. Έτσι, η επικρατέστερη σήμερα άποψη δέχεται είσοδο όλων των ελληνικών φύλων στον ελλαδικό χώρο ταυτόχρονα περί το 2000 π.Χ., αποκαλείται δε είσοδος in toto αντί της παραδοσιακής εισόδου in parte. Αυτό σημαίνει ότι οι Δωριείς ήταν ήδη στον ελλαδικό χώρο την εποχή της “καθόδου” τους, αλλά σε απομακρυσμένες περιοχές. Μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων προωθήθηκαν νοτιότερα προς τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Ακόμη, κατά την άποψη αυτή, πιθανότερο είναι ότι η μετεξέλιξη της πρωτοελληνικής γλώσσας σε διαφορετικές διαλέκτους έλαβε χώρα εντός του ελλαδικού χώρου μετά την έλευση των ελληνικών φύλων και όχι, όπως μέχρι πρό τινος πιστευόταν, εκτός και πριν.

Διαφορές της Δωρικής με την Αττική διάλεκτο

Φωνήεντα

  1. Διατήρηση του ινδοευρωπαϊκού μακρού ᾱ όπου στην Αττική διάλεκτο τρέπεται σε μακρό ανοικτό ē (η), όπως στο γᾶ μάτηρ αντί του αττικούγῆ μήτηρ.
  2. Συναίρεση του ae>η (ē) αντί του αττικού ᾱ.
  3. Τροπή των eo, ea > ιο, ια.
  4. Ορισμένες Δωρικές διάλεκτοι (οι “αυστηρές Δωρικές”) έχουν η, ω (ē, ō) για τις “ψευδοδιφθόγγους” της Αττικής ει, ου. Από συναίρεση και αντέκταση με πρώτο σύμφωνο βραχύ ĕ ή ŏ προκύπτει δευτερεύον μακρό ē, ō (η, ω) αντί των αττικών ει, ου. Γνωστά παραδείγματα είναι η γενική ενικού σε -ω αντί του αττικού -ου, αιτιατική πληθυντικού σε -ως αντί αττικού -ους και απαρέμφατο σε -ην αντί αττικού -ειν.
  5. Βραχύ ᾰ αντί αττικού ε σε ορισμένες λέξεις: ἱαρός (αντί ἱερός), Ἄρταμις (αντί Ἄρτεμις), γα (αντί γε).

Σύμφωνα

  1. Διατήρηση του -τι όπου στην Αττική έχει τραπεί σε -σι (συριστικοποιηθεί). Η συριστικοποίηση του –τ έχει ήδη συμβεί στη μυκηναϊκή ελληνική. Τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι:Διατήρηση του διπλού –σσ μπροστά από φωνήεν εκεί που η Αττική το έχει απλοποιήσει σε μονό –σ, μέσσος αντί μέσος.
  1. το τρίτο ενικό πρόσωπο των ρημάτων της δεύτερης συζυγίας (σε –μι), φατί αντί του Αττικού φησί(ν)
  2. τρίτο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα και υποτακτικής λέγoντι αντί λέγουσι(ν)
  3. Fίκατι αντί εἴκοσι(ν) και τα αριθμητικά σε –κάτιοι, τριακάτιοι αντί τριακόσιοι.
  1.  
  2. Διατήρηση του αρχικού δίγαμμα (F), το οποίο έχει χαθεί στην Αττική, Fοῖκος αντί οἶκος. Τα λογοτεχνικά κείμενα σε Δωρική και οι επιγραφές από την ελληνιστική εποχή δεν έχουν δίγαμμα.
  3. Προσθήκη –κ στον αόριστο και στον μέλλοντα ρημάτων που τελειώνουν σε –ίζω και –άζω, ενώ η Αττική έχει μόνο –σ, ἀγωνίξατο αντί ἀγωνίσατο. Ομοίως προσθήκη –κ μπροστά από επιθήματα που αρχίζουν με –τ.

Μορφολογία

  1. Το αριθμητικό τέτορες αντί του Αττικού τέτταρες (τέσσαρες).
  2. Το αριθμητικό πρᾶτοςαντί του Αττικού πρῶτος.
  3. Η δεικτική αντωνυμία τῆνος αντί του Αττικού (ἐ)κεῖνος.
  4. Διατήρηση του αρχικού τ- στην ονομαστική πληθυντικού του άρθρου και της δεικτικής αντωνυμίας, τοί, ταί, τοῦτοι, ταῦται αντί των Αττικών οἱ, αἱ, οὗτοι, αὗται.
  5. Κατάληξη του τρίτου πληθυντικού αορίστου των ρημάτων της δεύτερης συζυγίας σε –ν αντί του Αττικού –σαν, ἔδον αντί του Αττικού ἔδοσαν.
  6. Πρώτο πληθυντικό πρόσωπο σε -μες αντί του Αττικού -μεν.
  7. Σχηματισμός μέλλοντα σε -σ-έω, -σ-ίω ή –σ-ῶ αντί του Αττικού -σ-ω, π.χ. πραξῆται (πραγ-σ-έ-εται) αντί πράξεται (πράγ-σ-εται). Ο σχηματισμός αυτός του μέλλοντα ονομάζεται“Δωρικός μέλλοντας” (“futurum doricum”).
  8. Υποθετικό μόριο κα αντί του Αττικού ἄν, αἴ κα, αἰ δέ κα, αἰ τίς κα αντί τν Αττικών ἐάν (ἄν), ἐὰν δέ (ἂν δέ), ἐάν τις (ἄν τις).
  9. Χρονικά επιρρήματα σε -κα αντί του Αττικού -τε: ὄκα, τόκα αντί ὄτε, τότε.
  10. Τοπικά επιρρήματα σε -ει αντί του Αττικού -ου: τεῖδε, πεῖ αντί τοῦδε, ποῦ
  11. Διατήρηση παλαιότερων μορφών τονισμού φώτες αντί Αττικού φῶτες, γυναίκες αντί Αττικού γυναῖκες.
  12. Κλίση των ονομάτων σε -ις χωρίς μεταπτωτική ποικιλία (χρήση περισσοτέρων βαθμίδων του θέματος), π.χ. πόλις, πόλιος, πόλι αντί Αττικού πόλις, πόλεως, πόλει.
Ειδικές λέξεις λέω (λείω) = θέλω, δράω = κάνω, πάομαι = κτάομαι = αποκτώ.
Αττική διάλεκτος
Η αττική διάλεκτος είναι σήμερα η πιο γνωστή από τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Μιλήθηκε στην Αττική, και πιο συγκεκριμένα στην Αθήνα. Από τις αρχαίες διαλέκτους είναι η πιο όμοια με τα μετέπειτα ελληνικά και είναι η τυποποιημένη μορφή της γλώσσας που μελετάται στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών

Λογοτεχνία στην Αττική Διάλεκτο

Η πιο πρόωρη καταγραμμένη ελληνική λογοτεχνία, που αποδόθηκε στον Όμηρο και χρονολογείται στον 7ο ή 8ο αιώνα π.Χ., δεν γράφτηκε στην αττική διάλεκτο, αλλά σε “παλαιά ιονική”. Η Αθήνα και η διάλεκτός της παρέμειναν σχετικά σκοτεινές έως ότου οδήγησαν οι αλλαγές του πολιτεύματός της στη δημοκρατία το 594 π.Χ., την έναρξη της κλασσικής περιόδου και την άνοδο της αθηναϊκής επιρροής.
Τα πρώτα εκτενή έργα της λογοτεχνίας σε αττικό επίπεδο είναι τα έργα των δραματουργών Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη,Αριστοφάνη και Μενάνδρου τον 5ο αιώνα π.Χ. Τα κείμενα του Αθηναίου φιλοσόφου Πλάτωνα χρονολογούνται επίσης από εκείνον τον αξιοπρόσεκτο αιώνα της λογοτεχνίας. Οι στρατιωτικοί άθλοι των Αθηναίων οδήγησαν μερικούς που τους μελέτησαν παγκοσμίως να θαυμάσουν την ιστορία της γλώσσας αυτής, στην οποία είναι γραμμένα τα έργα του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Ελαφρώς λιγότερο γνωστοί επειδή είναι πιο τεχνικοί και νομικοί είναι οι λόγοι των ρητόρων όπως του Αντιφώντα, τουΔημοσθένους, του Λυσία, του Ισοκράτη και πολλών άλλων.
Ο αττικιστής Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης (384-322 π.χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Πλάτωνα, χρονολογείται από την περίοδο στην οποία η κλασσική αττική εξελίσσεται στην κοινή Ελληνιστική.
Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Η Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος, αποκαλούμενη και νότια Αχαϊκή, είναι μία από τις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής, η οποία ομιλούνταν στην κεντρική Πελοπόννησο και στην Κύπρο. Οι ομοιότητές της με τη Μυκηναϊκή ελληνική, όπως την ξέρουμε από τις πινακίδες τηςΓραμμικής Β, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι απόγονός της. Η πρώιμη μορφή της, η Πρωτοαρκαδοκυπριακή, ήταν μάλλον η γλώσσα που ομιλούνταν από τους Αχαιούς στην Πελοπόννησο πριν την έλευση των Δωριέων, γι’ αυτό και η Αρκαδοκυπριακή ονομάζεται και νότια Αχαϊκή. Η Πρωτοαρκαδοκυπριακή τοποθετείται περί το 1200 π.Χ. (υποθετικά) και εικάζεται ότι ήταν μια μορφή της μυκηναϊκής. Η εκδοχή αυτή στηρίζεται στην (καθ’ όλα ρεαλιστική) υπόθεση, ότι η γλώσσα της Γραμμικής Β ήταν μια “τεχνητή” ή επίσημη γλώσσα των ανακτόρων, η οποία διέφερε από τη γλώσσα που μιλούσε ο λαός στις διάφορες περιοχές, όπου έχουν βρεθεί πινακίδες με Γραμμική Β.
Οι ομοιότητες Κυπριακής και Αρκαδικής διαλέκτου (ισόγλωσσα) μαρτυρούν ότι οι Αχαιοί είχαν αποικήσει και την Κύπρο. Στοιχεία για την αποίκηση αυτήν μας δίνει και ο Παυσανίας (Ἑλλάδος περιήγησις VIII 2), ο οποίος αναφέρει ότι μετά την καταστροφή της Τροίας οι Αρκάδες έπλευσαν στην Κύπρο και ίδρυσαν την Πάφο.
ἈγαπήνωρδὲἈγκαίουτοῦΛυκούργουμετὰἜχεμονβασιλεύσαςἐςΤροίανἡγήσατοἈρκάσιν. ἸλίουδὲἁλούσηςτοῖςἝλλησικατὰτὸνπλοῦντὸνοἴκαδεἐπιγενόμενοςχειμὼνἈγαπήνορακαὶτὸἈρκάδωνναυτικὸνκατήνεγκενἐςΚύπρον, καὶΠάφουτεἈγαπήνωρἐγένετοοἰκιστὴςκαὶτῆςἈφροδίτηςκατεσκευάσατοἐνΠαλαιπάφῳτὸἱερόν·
Η αποίκηση πρέπει να συνέβη πριν το 1100 π.Χ.. Με την έλευση των Δωριέων στην Πελοπόννησο ένα τμήμα του πληθυσμού μετοίκησε στην Κύπρο και οι υπόλοιποι κατέφυγαν στα βουνά της Αρκαδίας. Στη συνέχεια λόγω της κατάρρευσης του Μυκηναϊκού κόσμου επικοινωνία δεν υπήρχε και η Κυπριακή διαφοροποιήθηκε από την Αρκαδική. Η Κυπριακή γραφόταν ως και τον 3ο αι. π.Χ. με το Κυπριακό συλλαβάριο, μιασυλλαβική γραφή όμοια με τη Γραμμική Β. Οι δύο διάλεκτοι, που συγκροτούν την Αρκαδοκυπριακή (ή νότια Αχαϊκή) μάς είναι γνωστές μόνο από επιγραφές.
Χαρακτηριστικά
Τα κύρια χαρακτηριστικά της Αρκαδοκυπριακής και οι ιδιαιτερότητές της σε σχέση με τις άλλες διαλέκτους και κυρίως με την Αττική διάλεκτο είναι οι εξής:
  • § Τροπή του –ο > -υ (κώφωση): καταλήξεις ρημάτων σε –τυ/-ντυ αντί Αττικού –το/-ντο, ἀπυ αντί ἀπό, ὑμοιοις αντί ὁμοίοις
  • § Τροπή του -α > -ο (κώφωση): Πρόθεση ὀν αντί της Αττικής ἀνά, όνεθυσε αντί Αττικού ἀνέθυσε
  • § Τροπή του εν > ιν: ἰν αντί Αττικού ἐν, μινονσαι αντί μένουσαι, κατάληξη μετοχής –μινος αντί Αττικού -μενος
  • § Διατήρηση του δίγαμμα: Ϝεκαστον αντί Αττικού ἕκαστον
  • § Τροπή του –τι > -σι: εἰκοσι, κατάληξη γ΄ πληθυντικού ρημάτων (όπως και στην Αττική)
  • § Καταλήξεις μέσης φωνής γ΄ενικού και γ΄ πληθυντικού σε –τοι και –ντοι αντίστοιχα αντί Αττικών –ται και –νται: τετακτοι αντί τέτακται
  • § Αποκοπή των προθέσεων ἀνά, κατά, παρά προ φωνήεντος: κακειμεναυ αντί Αττικού κατακειμένης
  • § Πρόθεση πος αντί Αττικού πρός
  • § Στην Αρκαδική διατήρηση του –νσ-: δοτική πλυθυντικού σε –ονσι αντί Αττικού –ουσι, πανσας αντί Αττικού πᾶσας
  • § Στην Αρκαδική χρήση ιδιαίτερου γράμματος ϰ για την απόδοση χειλοϋπερωικών φθόγγων της πρωτοελληνικής (*kw, *gw, *gwh): ὁϰεοι = ὅτεῳ
  • Η Αιολική ήταν μια διάλεκτος την οποία μιλούσαν στη Αρχαία Ελλάδα, στις περιοχές της Θεσσαλίας, στη Βοιωτία, στη Λέσβο και στη μικρασιατική ακτή κατά την περίοδο 800 π.Χ.-300 π.Χ..
  • Σε αυτή τη διάλεκτο έγραψαν τα ποιήματά τους η Σαπφώ και ο Αλκαίος.
  • Ο Δημήτριος Τομπαΐδης στο βιβλίο του “Επιτομή της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας” (ΟΕΔΒ) αναφέρει ότι η αιολική διάλεκτος: Κοντά στα υγρά και έρρινα σύμφωνα παρουσιάζει συχνά ο αντί α , π.χ. στροτός αντί στρατός, ένοτος αντί ένατος· τρέπει το ο σε υ, π.χ. άλλυ αντί άλλο, απύ αντί από· παρουσιάζει πολλά ρήματα στη συζυγία των εις -μι ρημάτων: κάλημι αντί καλέω-ω, φίλημι, αδίκημι· ο τόνος στην αιολική της Λέσβου συχνά ανεβαίνει προς την αρχή της λέξης: βασίλευς, πόταμος· στην αιολική της Θεσσαλίας το ω γίνεται ου, π.χ. τουν άλλουν Ελλάνουν (=των άλλων Ελλήνων). Στην Αιολική συναντιούνται επίσης και γράμματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται στα σύγχρονα Ελληνικά, αλλά εντοπίζονται στο Λατινικό αλφάβητο.
  • Η αρχαϊκή Αιολική διάλεκτος θεωρείται ως η γλώσσα των Αρχαίων Τρωαδιτών ενώ από πολλούς ρομαντικούς θεωρείται και ως η γλώσσα που μιλούσε ο πρόδρομος της Ρώμης, Αινείας.
Αιολική διάλεκτος
Η Αιολική ήταν μια διάλεκτος την οποία μιλούσαν στη Αρχαία Ελλάδα, στις περιοχές της Θεσσαλίας, στη Βοιωτία, στη Λέσβο και στη μικρασιατική ακτή κατά την περίοδο 800 π.Χ.-300 π.Χ..
Σε αυτή τη διάλεκτο έγραψαν τα ποιήματά τους η Σαπφώ και ο Αλκαίος.
Ο Δημήτριος Τομπαΐδης στο βιβλίο του “Επιτομή της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας” (ΟΕΔΒ) αναφέρει ότι η αιολική διάλεκτος: Κοντά στα υγρά και έρρινα σύμφωνα παρουσιάζει συχνά ο αντί α , π.χ. στροτός αντί στρατός, ένοτος αντί ένατος· τρέπει το ο σε υ, π.χ. άλλυ αντί άλλο, απύ αντί από· παρουσιάζει πολλά ρήματα στη συζυγία των εις -μι ρημάτων: κάλημι αντί καλέω-ω, φίλημι, αδίκημι· ο τόνος στην αιολική της Λέσβου συχνά ανεβαίνει προς την αρχή της λέξης: βασίλευς, πόταμος· στην αιολική της Θεσσαλίας το ω γίνεται ου, π.χ. τουν άλλουν Ελλάνουν (=των άλλων Ελλήνων). Στην Αιολική συναντιούνται επίσης και γράμματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται στα σύγχρονα Ελληνικά, αλλά εντοπίζονται στο Λατινικό αλφάβητο.
Η αρχαϊκή Αιολική διάλεκτος θεωρείται ως η γλώσσα των Αρχαίων Τρωαδιτών ενώ από πολλούς ρομαντικούς θεωρείται και ως η γλώσσα που μιλούσε ο πρόδρομος της Ρώμης, Αινείας.
Ελληνικό αλφάβητο
Το Ελληνικό αλφάβητο είναι το αλφαβητικό σύστημα γραφής που χρησιμοποιείται για τη γραφή της ελληνικής γλώσσας, αλλά και ως πηγή συμβόλων για χρήση σε διάφορες επιστήμες.

Βασικά σημεία

Η αρχαία γραφή ήταν μεγαλογράμματη. Η μικρογράμματη γραφή (στουδιτική) είναι βυζαντινή ανάπτυξη.
Η αρχαϊκή προφορά παρατίθεται σε παρένθεση.
Γράμμα
Όνομα
Προφορά σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο
Ανάλογο
φοινικικό
γράμμα
αρχαίο
νέο
αρχαία
νέα
Α α
ἄλφα
άλφα
[a] [aː]
[a]
Άλεφ
Β β
βῆτα
βήτα
[b]
[v]
Μπετ
Γ γ
γάμμα
γάμμα
[g]
[ʝ] πριν από [e̞], [i], αλλιώς [ɣ]
Γκιμέλ
Δ δ
δέλτα
δέλτα
[d]
[ð]
Ντάλετ
Ε ε
ἒ ψιλόν
έψιλον
[e]
[e̞]
Χε
Ζ ζ
ζῆτα
ζήτα
[zd] ή [dz], αργότερα [zː]
[z]
Ζαΐν
Η η
ἦτα
ήτα
[ɛː] ([h])
[i]
Χετ
Θ θ
θῆτα
θήτα
[tʰ]
[θ]
Τετ
Ι ι
ἰῶτα
ιώτα
[i] [iː]
[i], [j]
Γιοντ
Κ κ
κάππα
κάππα
[k]
[c] πριν από [e̞], [i], αλλιώς [k]
Καφ
Λ λ
λάμβδα
λάμδα
[l]
[l]
Λαμέντ
Μ μ
μῦ
μι
[m]
[m]
Μεμ
Ν ν
νῦ
νι
[n]
[n]
Νούν
Ξ ξ
ξῖ
ξι
[ks]
[ks]
Σαμέκ
Ο ο
ὄ μικρόν
όμικρον
[o]
[o̞]
Αγίν
Π π
πῖ
πι
[p]
[p]
Πε
Ρ ρ
ῥῶ
ρω
[r], [r̥]
[ɾ]
Ρες
Σ σ ς
σῖγμα
σίγμα
[s]
[s]
Σιν
Τ τ
ταῦ
ταυ
[t]
[t]
Τάου ή Ταῦ
Υ υ
ὒ ψιλόν
ύψιλον
([u]) [y] [yː]
[i]
Βάου ή Βαῦ
Φ φ
φῖ
φι
[pʰ]
[f]
 
Χ χ
χῖ
χι
[kʰ] ([ks])
[ç] πριν από [e̞], [i], αλλιώς [x]
 
Ψ ψ
ψῖ
ψι
[ps]
[ps]
 
Ω ω
ὦ μέγα
ωμέγα
[ɔː]
[o̞]
 

Απαρχαιωμένα σημεία

Οι χαρακτήρες αυτοί καταργήθηκαν σε πρώιμη περίοδο, πριν την κλασική εποχή, ή χρησιμοποιούνταν μόνο σε μη κλασσικές τοπικές εκδοχές του αλφάβητου.
Γράμμα
Όνομα
Προφορά[1]
Ανάλογο
φοινικικό
γράμμα
Ϝ[2](Ͷ)[3]
βαυ, δίγαμμα
[w]
Βάου ή Βαῦ
Ͱ[4]
ήτα (δασυνόμενο)
[h]
Χετ
Ϻ[5]
σαν
[s]
Τσάντε
Ͷ[6]
τσαν
[ts]
 
Ϙ[7](ϟ)[8]
κόππα
[k]
Κοφ
Ͳ
(ϡ)[9]
σαμπί
[ss] ([ts])
 

Άλλα σημεία

Γράμμα
Όνομα
Προφορά[1]
ϛ[10]
στίγμα
[st]
ȣ[11]
ου
[u]
Το Ϛ (στίγμα) δεν είναι εν γένει γράμμα του αλφαβήτου, αλλά αντικαταστάτης του Ϝ (βαυ ή δίγαμμα) στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης.

 

Ιστορία

Αρχαίες παραδόσεις για την προέλευση του αλφαβήτου

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν διάφορους μύθους για το ποιος δημιούργησε το πρώτο αλφάβητο: Η Αθηνά, ο Προμηθέας, ο Ορφέας, οι Μούσες, οΚέκροπας, ο Σίσυφος, ο Φοίνιξ και η κόρη του Ακταίωνα.[12] Πηγαίνοντας πίσω στη γραπτή παράδοση, βρίσκουμε διάφορες αναφορές περί του πως πίστευαν οι αρχαίοι ότι εξελίχθηκε το αλφάβητο. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο Πλίνιο, ο Επιγένης υποστήριζε ότι η γραφή ήταν γνωστή στουςΑσσύριους 720.000 χρόνια πριν από την εποχή του.[12] Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι Αιγύπτιοι δέχτηκαν τη γραφή ως δώρο του θεού Θωθ(αντίστοιχος του ελληνικού Ερμή), ο οποίος δημιούργησε τα γράμματα του αλφαβήτου.[12] Ο Αντικλείδης ισχυριζόταν επίσης την ανακάλυψη του αλφάβητου από τους Αιγύπτιους, και συγκεκριμένα από κάποιον ονόματι Μένων που έδρασε δεκαπέντε χρόνια πριν του Φορωνέα, γιου τουΊναχου.[12] Ο Θεόκριτος λέει ότι τα γράμματα τα δίδαξε στους γεροντότερους ο Λίνος, ενώ ο Διόδωρος και ο Ηρόδοτος λένε ότι τα γράμματα τα έφερε από την Φοινίκη ο Κάδμος.[12] Άλλοι πάλι λένε ότι, σύμφωνα με τον Πυθόδωρο, ο Δαναός έφερε τα γράμματα, πριν από τον Κάδμο, από τη Φοινίκη. Άλλοι λένε ότι ο Κάδμος από τη Μίλητο επινόησε το ελληνικό αλφάβητο, ενώ κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι αυτός επινόησε μόνον τα γράμματα Θ, Φ και Χ.[12] Οι τρεις Μοίρες δημιούργησαν τα γράμματα Α, Β, Η, Τ, Ι και Υ.[12] Ο Σιμωνίδης λένε ότι πρόσθεσε τα γράμματα Ζ, Ξ, Θ, Φ, Χ, Ε, Ο, Υ, Η και Ω στο ελληνικό αλφάβητο.[12] Ο Επίχαρμος λένε ανακάλυψε τα γράμματα Π, Ζ, Ξ, Ψ, Θ, Φ και Χ.[12] Άλλοι μύθοι λένε ότι τα γράμματα «έπεσαν» από τον ουρανό στην «πόλη του Φοίνικα» κοντά στην Έφεσο,[12] ενώ ο Δοσιάδης ισχυρίζεται ότι τα ανακάλυψαν οι κάτοικοι της αρχαίας Κρήτης.[12] Μερικοί αρχαίοι σχολιαστές λένε ότι η γραφή ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες από την εποχή του Βελλεροφόντη, ίσως και ενωρίτερα, αφού αυτός μετέφερε μια επιστολή του Πρωτέα στον βασιλιά της Λυδίας.[12] Σύμφωνα με άλλους ισχυρισμούς, την εποχή του Ομήρου η γραφή στην αρχαία Ελλάδα ήταν ακόμη άγνωστη.[12]

Σύγχρονες θεωρίες

Για το πότε ακριβώς, σε ποιο μέρος και με ποιον τρόπο δημιουργήθηκε το ελληνικό αλφάβητο υπήρξαν, κατά συνέπεια, πολλές απόψεις. Θεωρείται όμως αναμφισβήτητο πως πρότυπό του ήταν κάποια πρώιμη σημιτική γραφή, ενώ την ακριβή προέλευσή του άλλοι την αποδίδουν στο φοινικικό αλφάβητο και άλλοι βλέπουν και επίδραση της πρωτο-χανανιτικής γραφής.[13] Η επικρατέστερη πάντως ερμηνεία θεωρεί πως πρότυπο υπήρξε το φοινικικό αλφάβητο, το οποίο πρέπει να γνώρισαν οι Έλληνες καθώς ταξίδευαν στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα στην ανατολική Μεσόγειο.[14] [15] [16] [17] [18] [19] [20] [21] [22] [23] [24] [25]
Κυριότερα επιβεβαιωτικά στοιχεία αυτής της άποψης είναι ότι τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου διατήρησαν τα φοινικικά τους ονόματα, αν και τα ονόματα αυτά δεν σήμαιναν τίποτα στα ελληνικά. Αντιθέτως, στα φοινικικά κάθε γράμμα ήταν ονομασμένο κατά μια λέξη που ξεκινούσε με αυτό (aleph=βόδι, beth=σπίτι, gimel=καμήλα κ.λπ.). Γι’ αυτό το λόγο και τα ονόματα των γραμμάτων παρέμειναν άκλιτα στα ελληνικά.[26] [27]
Το 1952, ο ιστορικός Ignace Gelb[28] υποστήριξε ότι το αρχαιοελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιεί μεν φοινικικούς χαρακτήρες αλλά είναι το πρώτο πραγματικό αλφάβητο (δηλ. γράμμα=φθόγγος) ενώ το φοινικικό και τα άλλα σημιτικά αλφάβητα που προηγήθηκαν είναι συλλαβάρια (στα συλλαβάρια, κάθε χαρακτήρας αντιπροσωπεύει συγκεκριμένο συνδυασμό συμφώνου-φωνήεντος, δηλαδή συλλαβή). Η θέση αυτή στηρίχτηκε στην απουσία φωνηέντων, πλην ειδικών περιπτώσεων, στα σημιτικά αλφάβητα. Η άποψη αυτή έχει δεχτεί έντονη κριτική τα τελευταία χρόνια, ως μη λαμβάνουσα υπόψη την ιδιαιτερότητα των συμφώνων στις σημιτικές γλώσσες, μαζί με άλλα επιχειρήματα.[29][30][31][13] Εκτός αυτού, πέντε αιώνες πριν το ελληνικό αλφάβητο, τρία μακρά και βραχέα φωνήεντα, τα /a, /i, /u υπήρχαν ήδη στο σημιτικό αλφάβητο της Ουγκαρίτ, πράγμα που δείχνει ότι οι Έλληνες απλά βελτίωσαν σημαντικά μια ήδη υπάρχουσα ιδέα. [32]
Μέσα στον 7ο π.Χ. αι. όλες οι ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν ήδη διαμορφώσει και χρησιμοποιούσαν η καθεμιά το δικό της αλφάβητο με κατά τόπους ιδιομορφίες.
Το ελληνικό αλφάβητο έγινε η βάση για τη δημιουργία του λατινικού αλφαβήτου. Πράγματι, το λατινικό αλφάβητο προέρχεται κυρίως από το ετρουσκικό αλφάβητο το οποίο με τη σειρά του, και σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, βασίστηκε στο ελληνικό

Η εξέλιξη του αλφαβήτου

Τοπικές αρχαϊκές μορφές

Το αρχαϊκό ελληνικό αλφάβητο είχε μεγάλη ποικιλία από τοπικές παραλλαγές. Όλα τα επιχώρια αλφάβητα ήταν βασισμένα αρχικά στα 22 γράμματα του φοινικικού αλφαβήτου, με εξαίρεση το γράμμα “σαμέχ”, που το αντίστοιχο ελληνικό γράμμα Ξ έλειπε από πολλά. Όλα τα αλφάβητα επίσης περιείχαν το επιπλέον γράμμα Υ, που δήλωνε τα φονήεντα /u, uː/
Μια βασική διαίρεση σε τέσσερις τύπους επιχώριων αλφαβήτων γίνεται στη σημερινή φιλολογία με το κριτήριο του πώς γράφονταν τα άηχα δασέα /pʰ, tʰ, kʰ/ καθώς και τα συμπλέγματα /ps, ks/ (δηλαδή οι φθόγγοι που στη κλασσική ορθογραφία συναντώνται σαν “Φ, Θ, Χ, Ψ, Ξ”).[34] Κατά παράδοση, οι τέσσερις τύποι αυτοί αναφέρονται και ως “πράσινα”, “κόκκινα”, “ανοιχτό μπλε” και “σκούρο μπλε” αλφάβητα, ορολογία που προέρχεται από το χρωμάτισμα ενός χάρτη που συμπεριέλαβε ο Adolf Kirchhoff σε βιβλίο του το 1867, και με το οποίο πρώτα εισήγαγε την διαίρεση αυτή.[35]
Κατά τον Kirchhoff, τα “πράσινα” ή νότια αλφάβητα είναι αυτά που συναντώνται στη Κρήτη και σε μερικά νησιά του νότιου Αιγαίου, όπως η Θήρα, η Μήλος και η Ανάφη. Είναι τα πιο συντηρητικά αλφάβητα, εφόσον δεν έχουν κανένα επιπλέον γράμμα πέρα από αυτά της φοινικικής για να δηλώνουν τα εν λόγω σύμφωνα. Επομένως, τα δασέα /pʰ, kʰ/ γράφονται απλός “Π, Κ”, ή και “ΠΗ, ΚΗ” (κατά την παλιά αξία του “Η”, που δήλωνε την δάσυνση /h/). Επίσης, τα /ps, ks/ γραφόταν “ΠϺ, KϺ” (με το Ϻ, δηλαδή το γράμμα “σαν“, που έμοιαζε μεν με το Μ αλλά δήλωνε το /s/).
Τα λεγόμενα “κόκκινα” ή δυτικά αλφάβητα είναι αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στη δυτική Πελοπόννησο καθώς και σε περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, στην Εύβοια και στη Θεσσαλία. Αυτά τα αλφάβητα έχουν ιδιαίτερη ιστορική σημασία γιατί Έλληνες από την Αχαΐα και την Εύβοια τα μετέφεραν στις αποικίες τους στην Ιταλία, όπου στη συνέχεια υιοθετήθηκαν ως βάση για τα αλφάβητα των τοπικών ιταλικών γλωσσών και ιδιαίτερα και για το Λατινικό αλφάβητο. Επομένως, τα “κόκκινα” αλφάβητα, και ιδιαίτερα αυτό της Εύβοιας, έχουν ήδη κάποιες ομοιότητες με το λατινικό. Αυτά τα αλφάβητα περιέχουν τα καινούρια γράμματα “Χ, Φ, Ψ”. Όμως το “Χ” δε δηλώνει το /kʰ/ όπως στο κλασσικό αλφάβητο, αλλά το /ks/, ακριβώς σαν το λατινικό X που προέρχεται από αυτό. Από την άλλη πλευρά, το “Ψ” δε δηλώνει το /ps/, αλλά το /kʰ/. Το αλφάβητο της Εύβοιας έχει επίσης ιδιαίτερο τύπο του “Γ” που μοιάζει με λατινικό “C”, “Λ” που μοιάζει με λατινικό “L”, και “Ρ” που μοιάζει με λατινικό “R”
Τα λεγόμενα “μπλε” ή ανατολικά αλφάβητα είναι αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στην Αττική, στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, και στην Ιωνία. Αυτά τα αλφάβητα περιέχουν τα “Φ, Χ” με την ίδια αξία που έχουν και στο κλασσικό αλφάβητο, δηλαδή τα /pʰ, kʰ/. Η διαφορά μεταξύ του “ανοιχτού” και του “σκούρου” τύπο είναι στη γραφή των συμπλεγμάτων /ps, ks/. Στο “σκούρο μπλε” αλφάβητο υπάρχουν ήδη και τα γράμματα “Ψ, Ξ”, ενώ στο “ανοιχτό μπλε” αλφάβητο λείπουν, και γράφονται “ΠΣ”, “ΚΣ” στη θέση τους.[34] Το “ανοιχτό μπλε” αλφάβητο είναι αυτό της Αθήνας πριν το 403 π.Χ.
Ένας ιδιαίτερα σημαντικός τύπος “σκούρο μπλε” αλφαβήτου ήταν αυτό που εξελίχθηκε στις πόλεις της Ιωνίας, όπως η Μίλητος και η Έφεσος. Εδώ έγιναν δυο περαιτέρω αλλαγές: το “Η” έχασε την πρωταρχική του λειτουργία να δηλώνει το σύμφωνο /h/, και αντί γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε για το μακρύ φωνήεν /ɛː/. Επίσης, προστέθηκε το καινούριο γράμμα Ω για να δηλώνει το μακρύ φωνήεν /ɔː/.[37] Έτσι ήταν ολοκληρωμένο το κλασσικό ελληνικό αλφάβητο, όπως στη συνέχεια υιοθετήθηκε και στην Αθήνα και απλώθηκε σε όλο τον ελληνόφωνο κόσμο.
Το ελληνικό αλφάβητο είναι πηγή συμβόλων για τα μαθηματικά.

Φοινικικό
                                           
Νότιο
“πράσινο”
               
           
               




Δυτικό
“κόκκινο”
     
Ανατολικό
“ανοιχτό μπλε”

   
“σκούρο μπλε”
   
Κλασσικό Ιωνικό


 

 
Φωνητική αξία
a
b
g
d
e
w
dz
h
ē

i
k
l
m
n
ks
o
p
s
k
r
s
t
u
ks


ps
ō
Συγχρονο αλφάβητο
Α
Β
Γ
Δ
Ε

Ζ

Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π


Ρ
Σ
Τ
Υ

Φ
Χ
Ψ
Ω

Άλλες χρήσεις

Τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου χρησιμοποιούνται και στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης. Το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιείται ευρέως ως δεξαμενή συμβόλων για χρήση στις επιστήμες είτε ως διεθνώς καθιερωμένα σύμβολα (π.χ. π=3,14) είτε για κάθε πρόσφορη χρήση.
Όπως και το λατινικό αλφάβητο, το ελληνικό χρησιμοποιείται για την αρίθμηση (κυρίως όταν μας ενδιαφέρει η σειρά), π.χ. οι 24 ραψωδίες τηςΟδύσσειας αριθμούνται με τα μικρά γράμματα του αλφαβήτου, ενώ της Ιλιάδας με τα κεφαλαία. Ιδιαίτερα στην Αστρονομία το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιείται για την αρίθμηση των αστέρων, π.χ. ο άλφα Κενταύρου είναι ο φωτεινότερος αστέρας του αστερισμού του Κενταύρου, ενώ το ωμέγα είναι ο 24ος σε φωτεινότητα. Μετά το τέλος των ελληνικών γραμμάτων ακολουθούν τα λατινικά και κατόπιν ακολουθούν οι αραβικοί αριθμοί
Ελληνιστική Κοινή
Η Ελληνιστική Κοινή (κοινή εννοείται διάλεκτος) είναι η λαϊκή μορφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που εμφανίστηκε στη μετακλασσική αρχαιότητα (περ. 300 π.Χ. -300 μ.Χ.) και αποτελεί την τρίτη περίοδο στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Άλλες ονομασίες της είναι Αλεξανδρινή, Ελληνιστική, Κοινή ή Ελληνική της Καινής Διαθήκης. Η Κοινή είναι σημαντική όχι μόνο για τους Έλληνες, καθώς αποτέλεσε την πρώτη τους κοινή διάλεκτο και προπομπό της δημοτικής, αλλά και για τον Δυτικό πολιτισμό, για τον οποίο αποτέλεσε την lingua franca στην περιοχή της Μεσογείου. Η Κοινή ήταν επίσης η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα Ευαγγέλια καθώς και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για την διδασκαλία και εξάπλωση του Χριστιανισμού στα πρώτα χρόνια μετά Χριστόν. Η Κοινή ήταν επίσης ανεπίσημα πρώτη ή δεύτερη γλώσσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ενώ στη Δύση σταδιακά εκτοπίστηκε από τα μεσαιωνικά λατινικά (τη Λαϊκή Λατινική γλώσσα), στην Ανατολή παρέμεινε για αιώνες η καθομιλουμένη.
Η Ονομασία
Κάποιοι λόγιοι όπως ο Απολλώνιος ο Δύσκολος χρησιμοποιήσαν τον όρο Κοινή αναφερόμενοι στην Πρωτοελληνική γλώσσα, ενώ άλλοι αναφερόμενοι σε οποιαδήποτε καθομιλουμένη μορφή της ελληνικής -δηλαδή για τη γλώσσα που κατά περιόδους διέφερε από την λόγια γλώσσα. Οταν όμως η Ελληνιστική Κοινή έγινε και γλώσσα της λογοτεχνίας της εποχής της (δηλαδή γύρω στον 1ο π.Χ. αιώνα), τότε ο διαχωρισμός άλλαξε. Κάποιοι άρχισαν λοιπόν τότε να διαχωρίζουν τη γλώσσα ανάμεσα στην Ελληνική (σαν καθαρό απόγονο της κλασικής γλώσσας, ως μετακλασική γλώσσα των λογίων) και στην καθομιλουμένη από διάφορους λαούς, του ελληνικού συμπεριλαμβανομένου. Άλλοι επέλεξαν διαφορετικό διαχωρισμό και ανέφεραν ως Κοινή την Αλεξανδρινή (την περὶ τῆς Ἀλεξανδρέων διαλέκτου) ή τη διάλεκτο της Αλεξάνδρειαςενώ άλλη την σχεδόν παγκόσμια γλώσσα της εποχής.
Ιστορία
Η Κοινή Ελληνιστική ξεπήδησε ως κοινή διάλεκτος μέσα στα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Υπό την ηγεσία των Μακεδόνων που κατέκτησαν τον γνωστό τότε κόσμο, η νεοσχηματισθείσα κοινή διάλεκτος ομιλούνταν τότε από την Αίγυπτο εως την λεκάνη της Ινδίας. Αν και τα επιμέρους στοιχεία της Κοινής διαμορφώθηκαν κατά την ύστερη Κλασική εποχή, στην μετά-Κλασική περίοδο μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.χ., όταν οι ασιατικοί πολιτιμοί υπό την επιρροή της Ελληνιστικής περιόδου άρχισαν με την σειρά τους να επηρεάζουν την γλώσσα.
Για την προέλευση της Κοινής Ελληνικής οι μελετητές διαφωνούν. Οι μεν πιστεύουν ότι πράγματι προερχόταν από τον συγκερασμό των τεσσάρων βασικών διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (ή εκ των τεσσάρων συνεστώσα), άλλοι ότι αποτελεί ουσιαστικά μια μετεξέλιξη της Ιωνικής ή της Αττικής διαλέκτου. Οι μεν[1] υποστηρίζουν ότι στην Ελληνιστική ήταν πολύέντονα τα ιωνικά στοιχεία, όπως το σσ αντί του ττ και το σύμπεγλμα ρσ αντί του ρρ (θάλασσα αντί θάλαττα και ἀρσενικός αντί ἀρρενικός) ενώ οι δε[2] θεωρούν ότι παρά τα πολλά στοιχεία από την ιωνική και άλλες διαλέκτους, ο βασικός πυρήνας της Ελληνιστικής ήταν η Αττική διάλεκτος.
Η Ελληνιστικη Κοινή είχε σε γενικές γραμμές περισσότερα ιωνικά στοιχείς στις περιοχές που κατοικούνταν κυρίως από Ίωνες ενώ αντίθετα στη Λακωνία και στην Κύπρο είχε περισσότερα λακωνικά και αρκαδικά-κυπριακά στοιχεία αντίστοιχα. Επιπλέον η λόγια γλώσσα της περιόδου εκείνης προσομοιάζει τόσο πολύ στην Αττική ώστε συχνά αναφέρεται ως Κοινή Αττική και οι περισσότεροι πλέον αποδέχονται την άποψη ότι η Ελληνιστική Κοινή είναι παιδί της Αττικής, με αρκετές βέβαια επιρροές από άλλες διαλέκτους ή και από τη μητρική γλώσσα άλλων λαών που την μιλούσαν και που σε μικρό βαθμό επίσης τη διαμόρφωναν.
Το πέρασμα στην επόμενη περίοδο, που είναι γνωστή και ως Μεσαιωνική ελληνική, χρονολογείται από την ίδρυση της Πόλης από τον Κωνσταντίνο Α’ το 330. Η μετά-Κλασική περίοδος της Ελληνικής αναφέρεται έτσι στην δημιουργία και την εξέλιξη της Κοινής διαμέσου της όλης Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου της ιστορίας έως τις αρχές του Μεσαίωνα.
Πηγές
Οι πρώτοι που μελέτησαν την Ελληνιστική Κοινή ήταν κλασσικιστές (δηλαδή λάτρεις της Αττικής διαλέκτου) και ήταν λογικό να μην αποδέχονται τις παρεκτροπές της Ελληνιστικής από το πρότυπό τους. Την απαξίωσαν ως “παρηκμασμένη μορφή” της λόγιας Αττικής γλώσσας και δεν της έδωσαν ιδιαίτερη σημασία όσο ήταν ακόμα καιρός και διασώζονταν περισσότερα στοιχεία της. Η μεγάλη σημασία της αναγνωρίστηκε μόλις κατά τον 19ο αιώνα και οι πηγές ήταν όσα πρωτότυπα σε επιγραφές και πάπυροι είχαν διασωθεί. Πηγή της επίσης υπήρξε η “Μετάφραση των Εβδομήκοντα“, δηλαδή η σχεδόν κατά λέξη μετάφραση στα ελληνικά της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς και η Καινή Διαθήκη που συντάχθηκε περίπου 4 αιώνες αργότερα. Αυτά τα κείμενα στόχευαν λογικά στο να γίνουν κατανοητά από το πλατύ κοινό και κατά συνέπεια πρέπει να είχαν συνταχθεί στην καθομιλουμένη της εποχής τους.
Πληροφορίες μπορούν να αντληθούν και από Αττικιστές λόγιους της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, οι οποίοι προκειμένου να πολεμήσουν ουσιαστικά την εδραίωση τηςΕλληνιστικής Κοινής, εξέδιδαν έργα στα οποία συνέκριναν την “ορθή Αττική” με την “λανθασμένη Κοινή”. Παρέθεταν μάλιστα και παραδείγματα και νουθετούσαν τον κόσμο για την κατά την αντίληψή τους σωστή χρήση της γλώσσας. Ενας από αυτούς ήταν και ο Φρύνιχος Αρράβιος ο οποίος κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα έγραφε[3] χαρακτηριστικά τα εξής:
  • Βασίλισσα οὐδείς τῶν Ἀρχαίων εἶπεν, ἀλλὰ βασίλεια ἢ βασιλίς. (Κανείς εκ των Αρχαίων δεν έλεγε (τη λέξη) βασίλισσα αλλά (έλεγε) βασίλεια ή βασιλίς)
  • Διωρία ἑσχάτως ἀδόκιμον, ἀντ’ αυτοῦ δὲ προθεσμίαν ἐρεῖς. (Η (λέξη) διωρία είναι αισχρά αδόκιμη και αντ’ αυτής να χρησιμοποιείς την προθεσμία)
  • “Πάντοτε” μὴ λέγε, ἀλλὰ “ἑκάστοτε” καὶ “διὰ παντός”.
Αλλες πηγές αποτελούν οι ίδιοι οι Αττικιστές με τα γλωσσικά τους “σφάλματα”, γιατί καθώς δεν μπορούσαν να είχαν τέλεια γνώση της Αττικής διαλέκτου έβαζαν στο λόγο τους κατά λάθος και στοιχεία της τότε καθομιλουμένης Ελληνιστικής Κοινής. Επίσης πηγή αποτελούν τα τυχαία ευρήματα σε επιγραφές αγγείων -που τις έγραφαν λαϊκοί καλλιτέχνες ή οι έμποροι μόνοι τους- καθώς και μερικά μεταφραστικά λεξικά ή γλωσσάρια ελληνο-λατινικών της ρωμαϊκής περιόδου. Στα τελευταία αναφέρονται[4] ελληνικές φράσεις με τη μετάφρασή τους στα λατινικά:
  • Καλήμερον, ἦλθες; Bono die, venisti?
  • Ποῦ; Ubi?
  • Τί γὰρ ἔχει; Quid enim habet?
Σπουδαία πηγή τέλος αποτελεί αυτή καθαυτή η νεοελληνική και οι διάλεκτοί της, όπως η Ποντιακή διάλεκτος και η Καππαδοκική, που έχουν κρατήσει κάποια γλωσσολογικά στοιχεία τα οποία έχουν χαθεί από τη νεοελληνική. Αυτές έχουν π.χ. κρατήσει την αρχαία προφορά του η ως ε (γράφουν νύφε, τίμεσον) ενώ στην Τσακωνική έχουν κρατήσει το παρτεταμένο α αντί του η (αμέρα, αστραπά, λίμνα). Στις νότιες νησιωτικές περιοχές (στα Δωδεκάνησα) και στην Κύπροέχει διατηρηθεί η έντονη, διπλή προφορά των διπλών όμοιων συμφώνων σε λεξεις όπως Ελλάδα, θάλασσα κ.α. Φαινόμενα σαν αυτά υποδηλώνουν ότι η προφορές και άλλα χαρακτηριστικά επιβίωσαν μέσα από την Ελληνιστική Κοινή παρά την ποικιλότητα της τελευταίας στον αχανή τότε ελληνόφωνο κόσμο.

Τύποι
Η Ελληνιστική Κοινή παρουσίαζε ποικιλία κατά τόπους, αλλά και ανάλογα με τη χρήση της. Ενας τύπος Ελληνιστικης Κοινής είναι η γλωσσα της Βίβλου. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα της Παλαιάς Διαθήκης που έγινε γύρω στο 280 π.Χ. από λόγιους Ιουδαίους οι οποίοι μιλούσαν τα ελληνικά, δείχνει την Ελληνιστική Κοινή της εποχής και της περιοχής τους. Η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης έχει πολλά στοιχεία της ελληνιστικής της περιοχής και είναι επηρεασμένη από τα αραμαϊκά και τα εβραϊκά, οπότε δεν είναι βέβαιο ότι αντικατοπτρίζει την καθομιλουμένη Ελληνιστική Κοινή και λείπουν για παράδειγμα τα “μεν” και “δε” ενώ αφονεί ο ρηματικός τύπος “ἐγένετο” (με τη σημερινή έννοια του “έγινε”). Εντούτοις η μετάφραση αυτή εισήγαγε στοιχεία στην Ελληνιστικη Κοινή και ακόμα κι αν εξαρχής δεν ταυτιζόταν με την καθομιλουμένη, κατέληξε να επηρεάσει την τελευταία πολύ βαθιά.
Τα κείμενα της Νέας ή Καινής Διαθήκης που συντάχθηκαν τα περισσότερα εξαρχής στα ελληνικά, δίνουν στοιχεία για την Ελληνιστικη Κοινή της δικής τους εποχής (1ος αιώνας μ.Χ.) Η γλώσσα είναι αρκετά διαφορετική από της Παλαιάς Διαθήκης γιατί τα ελληνικά της Καινής Διαθήκης είναι πιο καθαρά ελληνιστικά -δεν αποτελούσαν έργο μετάφρασης αλλά συντάχθηκαν εξαρχής στην ελληνική.
Τα ελληνικά των Πατέρων της Εκκλησίας αποτελούν ένα τρίτο τύπο της Ελληνιστικής Κοινής που είναι και πιο κοντά στην καθομιλουμένη της εποχής τους.
Διαφορές με την Αττική διάλεκτο
Οι έξη αιώνες που καλύπτει ουσιαστικά η Ελληνιστική Κοινή δεν μπορεί να μην επηρέασαν τη γλώσσα τόσο στην απαρχή της όσο και στην εξέλιξή της. Οι διαφορές αφορούν στην γραμματική και στη σύνταξη, στη μορφολογία, στο λεξιλόγιο αλλά ασφαλώς και στη φωνολογία -την προφορά που πλέον είχε αλλάξει δραματικά. Αναμφίβολα όμως η Ελληνιστική Κοινή είναι πολύ πιο κατανοητή σε έναν γνώστη της νεοελληνικής σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά
Οι διαφορές της από την Αττική διάλεκτο είναι αρκετές, αλλά οι ομοιότητές της πολύ περισσότερες. Οι περισσότερες διαφορές αφορούν σε απλοποιήσεις[5]. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν λιγότερα επίθετα με ανώμαλα παραθετικά,αποφεύγουν επίθετα της τρίτης κλίσης όπως και μονοσύλλαβα ουσιαστικά που έχουν ανώμαλη κλίση. Αποφεύγουν επίσης τα ρήματα εις -μι και πλάθουν ή βρίσκουν και χρησιμοποιούν ρημαντικούς τύπους με την κατάληξη -ω. Επίσης αντικαθίστανται οι καταλήξεις του β΄ αορίστου με τις καταλήξεις του α΄ αορίστου
Στη σύνταξη το “ἴνα” αντικαθιστά μια σειρά από συνδέσμους και απαρέμφατα. Γίνεται ευρύτερη χρήση των υποκοριστικών χωρίς όμως αυτά να έχουν την αρχική υποκοριστική τους έννοια (π.χ. το παιδίον δεν είναι όπως στα αρχαία ελληνικά το μικρό παιδί, αλλά γενικά το παιδί). Επίσης, επηρεασμένη από την αραμαϊκή γλώσσα, η ελληνιστική κοινή χρησιμοποιεί συχνά το “τότε” και τη φράση-κλισέ “καί το δέ”.
Το απαρέμφατο στην Κύπρο και στον Πόντο είχε μακροβιότερη ιστορία, αλλά στην Ελλάδα η χρήση του περιορίζεται δραματικά από την Ελληνιστική Κοινή. Χρησιμοποιείται πλατιά μόνον όταν μαρτυρεί σκοπό και συχνά βρίσκεται εμπρόθετο με γενική. Επίσης περιορίζεται η χρήση της παθητικής φωνής και ο κόσμος προτιμά να χρησιμοποιεί το ενεργητικό ρήμα μαζί με κάποιαν αυτοπαθή αντωνυμία.
Στην Ελληνιστική (τουλάχιστον όπως μαρτυρούν τα εκκλησιαστικά κείμενα) επέδρασαν και οι σημητικοί τύποι σύνταξης ή σχημάτων λόγου ή και λέξεις, όπως π.χ. η λέξη σατανάς. Η λέξη άγγελος αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα επίδρασης, αφού παύει να χρησιμοποιείται τόσο συχνά με την έννοια του αγγελιοφόρου όσο του άγγελου, που είναι μεν αγγελιοφόρος του Θεού, αλλά η λέξη πλέον εννοεί το συγκεκριμένο όν, τον άγγελο, ο δε “διάβολος” παύει να σημαίνει εκείνον που ενσπείρει διαβολές, αλλά τον διάβολο του Ιώβ.

Αρχαία ελληνική γλώσσα
Με τον όρο αρχαία ελληνική γλώσσα εννοείται η ελληνική γλώσσα των αρχαϊκών χρόνων και της κλασικής αρχαιότητας. Στο όρο περιλαμβάνεται συνήθως και η μετακλασική εποχή της ελληνιστικής περιόδου. Ωστόσο, οι μεταλλάξεις της γλώσσας κατά την ελληνιστική περίοδο δικαιολογούν μεθοδολογικά την διακριτή θεώρηση της αρχαίας Ελληνικής με τον όρο Ελληνιστική κοινή.
Η μελέτη της ελληνικής γλώσσας μέσα από τις πηγές που επιβιώνουν στην προφορική εκφορά της γλώσσας και τα γραπτά τεκμήρια, μας επιτρέπει να διατρέξουμε την εξελικτική πορεία της γλώσσας, να εντοπίσουμε την ινδοευρωπαϊκή της καταγωγή, τους αρχαϊσμούς, τα προελληνικά δάνεια και να επισημάνουμε την εμφάνισή της κατά τη μυκηναϊκή εποχή. Οι κύριες φάσεις της εξελικτικής πορείας που περιγράφουν την πορεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι πέντε:
  • § Aρχαϊκή γλώσσα των μυκηναϊκών χρόνων, έτσι όπως καταγράφεται στη συλλαβογράμματη γραφή που οι αρχαιολόγοι ονομάζουν Γραμμική Β΄.
  • § Aρχαία ελληνική γλώσσα με την αλφαβητική γραφή και τις διαλέκτους της
  • § Ελληνιστική κοινή των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων
  • § Μεσαιωνική γλώσσα του βυζαντινού ελληνισμού, κομβικό σημείο μετουσίωσης της ελληνικής κατά τον 15ο αιώνα.
Προϊστορία
Κατά την προϊστορική περίοδο, στα μέσα της εποχής του Χαλκού, χρησιμοποιείται στην Κρήτη η πρώτη γραφή που εντοπίζεται στον ελλαδικό χώρο: η μινωική ιερογλυφική γραφή (20oς -17ος π.Χ. αι.).
Ακολουθεί η Γραμμική Α, η οποία θεωρείται εξέλιξη της ιερογλυφικής, καθώς φαίνεται να χρησιμοποιεί συλλαβογράμματα. Και οι δύο αυτές γραφές δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί, κατά πασα πιθανότητα ομως δεν ειναι Ελληνικές παρα γηγενείς γλώσσες που μιλούσαν οι κάτοικοι της Κρήτης πριν έρθουν οι Έλληνες.
Η Γραμμική Β είναι ένα συλλαβικό σύστημα, που αποδίδει την πρωιμότερη και πιο αρχαϊκή φάση της ελληνικής γλώσσας (15ος – 13ος π.Χ. αι.). Βρίσκεται σε επιγραφές πήλινων πινακίδων, οι οποίες προέρχονται από τα οικονομικά και διοικητικά αρχεία τον μυκηναϊκού κόσμου.
Το ελληνικό αλφάβητο
Από την εποχή που εξαφανίζεται η μυκηναϊκή συλλαβική γραφή (1200 π.Χ.), η αρχαιότερη αποδεδειγμένη ελληνική γραφή, ως τα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα, οπότε εμφανίζονται οι πρώτες επιγραφές σε αλφάβητο, μεσολαβούν πέντε αιώνες χωρίς σχετικά αρχαιολογικά τεκμήρια.
To ελληνικό αλφάβητο καινοτομεί ως σύστημα γραφής, καθώς εισάγει την πλήρη φωνολογική αντιστοιχία των σημείων του: κάθε γράμμα αντιπροσωπεύει έναν και μόνο φθόγγο, φωνήεν ή σύμφωνο. Έτσι, με 24 γράμματα και με τους δυνατούς συνδυασμούς τους κωδικοποιούνται οι βασικοί φθόγγοι της γλώσσας, που παράγουν συλλαβές και σχηματίζουν λέξεις.
Για το πότε ακριβώς, σε ποιο μέρος και με ποιον τρόπο δημιουργείται το ελληνικό αλφάβητο υπάρχουν πολλές απόψεις. Κατά την απόλυτα κρατούσα γνώμη πρότυπο υπήρξε το φοινικικό, στο οποίο πρόσθεσαν τα φωνήεντα και το οποίο πρέπει να γνώρισαν οι Έλληνες, καθώς ταξίδευαν στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα στην ανατολική Μεσόγειο. Μέσα στον 7ο π.Χ. αι. όλες οι ελληνικές πόλεις-κράτη έχουν ήδη διαμορφώσει και χρησιμοποιούν η καθεμιά το δικό της αλφάβητο με κατά τόπους ιδιομορφίες.
Οι επιγραφές είναι πάντοτε με κεφαλαία, χωρίς κενά διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, χωρίς σημεία στίξης και χωρίς τόνους. Τα αλφάβητα χωρίζονται σε τρεις κύριες ομάδες: τη Νότια (Κρήτη, Θήρα, Μήλο), την Ανατολική (ακτές Μ. Ασίας, νησιά Ανατολικού Αιγαίου, Μέγαρα, Σικυών, Κόρινθος και αποικίες τους) και τη Δυτική ομάδα (Θεσσαλία, Λοκρίδα, Εύβοια, Αρκαδία,Λακωνία και οι αποικίες τους).
Από τις αρχαϊκές επιγραφές ήδη διαπιστώνεται ο διαλεκτικός κατακερματισμός της αρχαιοελληνικής γλώσσας, ο οποίος οφείλεται στη διαμόρφωση του γεωγραφικού χώρου με τους ορεινούς όγκους και τους περίκλειστους τόπους εγκατάστασης, στη διαδοχική εμφάνιση και διασπορά των ελληνικών φύλων, στην αρχική απομόνωση και στην πολιτική αυτοτέλεια των πρώτων οικιστικών κέντρων.
Οι αρχαίες διάλεκτοι
Οι αρχαίες διάλεκτοι είναι δυνατόν να ταξινομηθούν σε τρείς ενιαίες ομάδες που προσδιορίζονται με γεωγραφικά κριτήρια ως εξής:
Λογοτεχνικά είδη
Οι διάλεκτοι επηρεάζουν καθοριστικά τον αρχαίο ποιητικό και πεζό λόγο, καθώς τα διάφορα λογοτεχνικά είδη καλλιεργούνται στη διάλεκτο εκείνου του ελληνικού φύλου που, λόγω ιδιοσυγκρασίας και κάποιων κοινωνικοοικονομικών παραγόντων, τα δημιούργησε για πρώτη φορά.
Στην Ιωνική καλλιεργείται το έπος, μερικά είδη λυρικής ποίησης (ελεγεία, επίγραμμα, ίαμβος) και ιστοριογραφία) στη Δωρική η χορική ποίηση και αργότερα το ειδύλλιο, στην Αιολική η μελική ποίηση. Στην Αττική το δράμα (τραγωδία και κωμωδία), η ρητορική και η φιλοσοφία.
Ίσως χρειάζεται να εντοπιστεί εδώ το γεγονός ότι οι αρχαίοι ποιητές, ιστορικοί, ρήτορες ή φιλόσοφοι δεν έγραφαν στη μητρική τους γλώσσα, αλλά στη διάλεκτο που χρησιμοποιείτο κατά παράδοση για το λογοτεχνικό είδος που έγραφαν.
Η διάλεκτος που χρησιμοποιείτο στις επιγραφές, είναι επίσημη, επιμελημένη και προσεκτικά διατυπωμένη γλώσσα με κοινά στοιχεία από το προφορικό ιδίωμα όλων των πόλεων-κρατών μιας ευρύτερης περιοχής (Ιωνίας, Πελοποννήσου κ.ά.).
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η διάλεκτος των λογοτεχνικών κειμένων δεν αποδίδει τον πραγματικό λόγο. Ήταν μια τεχνητή γλώσσα, κατασκευασμένη με κάποια γενικά χαρακτηριστικά των φυσικών, ομιλούμενων διαλέκτων. Ο ποιητής χρησιμοποιούσε συμβατικά βασικά γνωρίσματα, παρμένα από τον κοινό, γραπτό ή προφορικό, διαλεκτικό τύπο της Ιωνικής, της Αιολικής, της Δωρικής, προκειμένου να προσδώσει στη γλώσσα του το αντίστοιχο χρώμα, έτσι όπως του επέβαλλε η παράδοση του λογοτεχνικού είδους που υπηρετούσε.
Από τον 4ο π.Χ. αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο της εξάπλωσης της χρήσης της αττικής διαλέκτου, παράλληλα με την αυξανόμενη πολιτική επιρροή της Αθήνας. Η αττική διάλεκτος εντέλει κατόρθωσε να συνδυάσει σε σχετικά υψηλό βαθμό τη φυσικότητα και το δυναμισμό του προφορικού λόγου με την εκφραστικότητα της ποιητικής καλλιέργειας. Το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε ως επίσημη γλώσσα των Μακεδόνων βασιλέων, συνετέλεσε αποφασιστικά στην καθιέρωσή της ως βάσης της ελληνιστικής Κοινής.

Ελληνιστική κοινή
Με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου ο ελληνικός κόσμος και ο πολιτισμός του επεκτάθηκαν ως τις Ινδίες. Η Αττική διάλεκτος, που είχε μετατραπεί σε μια κοινή γλώσσα για τις διοικητικές, διπλωματικές, εμπορικές ανάγκες όλων των Ελλήνων επεκτάθηκε, προκειμένου να καλύψει τις ίδιες ανάγκες ενός πολυφυλετικού κράτους με ποικιλία ομιλούμενων γλωσσών. Γενόμενη η ελληνική γλώσσα κοινό κτήμα ενός τεράστιου και πολυποίκιλου πληθυσμού, ήταν φυσικό να αλλοιωθεί η φωνητική της, να απλοποιηθεί η γραμματοσυντακτική μορφή της, να εμπλουτιστεί με νέες λέξεις και νέες σημασίες, δάνειες ή μεταπλασμένες από δικές της αρχαϊκότερες.
Αυτή τη νέα γλωσσική μορφή της ελληνικής, την οποία βλέπουμε εμείς σήμερα να σχηματίζεται και να χρησιμοποιείται μέσα σε ένα διάστημα έξι αιώνων, κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους (3ος π.Χ. αι.- 4ος αι. π.Χ.), την ονομάζουμε ελληνιστική (ή αλεξανδρινή) Κοινή ή απλώς Κοινή.
Η Κοινή χρησιμοποιήθηκε τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Αρχικά υιοθετήθηκε και από τον Χριστιανισμό για τη διάδοση της διδασκαλίας του στις λαϊκές μάζες ως τον 4ο αιώνα. Από τον 1ο π.Χ. αιώνα, ωστόσο, αλεξανδρινοί λόγιοι, γραμματικοί και ρητοροδιδάσκαλοι είχαν αρχίσει να διδάσκουν τη χρήση της αρχαίας αττικής διαλέκτου, που γνώριζαν από τα κείμενα της κλασικής εποχής, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα οδηγηθούν σε μια νέα λογοτεχνική άνθηση.
Οι αττικιστές, όπως ονομάστηκαν αυτοί οι συγγραφείς, με την αδιάλλακτη εναντίωσή τους στη ζωντανή, προφορική γλώσσα και την προσκόλλησή τους στη μίμηση της γραφής του 5ου π.Χ. αιώνα, επηρέασαν τους λόγιους όχι μόνο των πρώτων χριστιανικών αιώνων, αλλά και τον Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να
Γραμμική Α
Η Γραμμική Α είναι μια μινωική γραφή που ανακαλύφθηκε στην Κρήτη από τον Άρθουρ Έβανς το 1900. Η γραφή αυτή θεωρείται πρόγονος τηςΓραμμικής Β, η οποία είναι μυκηναϊκή.

Προέλευση

Όπως και η Γραμμική Β, έτσι και η Γραμμική Α είναι αποτυπωμένη κυρίως σε πήλινες πινακίδες. Τέτοιες πινακίδες έχουν βρεθεί στην Κνωσό, στηΦαιστό, στην Αγία Τριάδα, στα Μάλλια, στα Χανιά, στις Αρχάνες κ.α. αλλά και εκτός Κρήτης στη Μήλο, στην Κέα, στα Κύθηρα, στη Θήρα, στη Μίλητο και στην Τροία.
Χρονολογείται πριν την έλευση των Μυκηναίων στην Κρήτη, από το 1800 ως το 1450 π.Χ. περίπου.

Μορφή

Η Γραμμική Α αποτελείται όπως και η Γραμμική Β από συλλαβογράμματα (χαρακτήρες με συγκεκριμένη συλλαβική φωνητική αξία) και ιδεογράμματα (ή λογογράμματα, χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν αντικείμενα). Έχουν βρεθεί περί τα 60-70 συλλαβογράμματα και 60 ιδεογράμματα. Περίπου τα μισά από αυτά είναι κοινά με τους χαρακτήρες της Γραμμικής Β, κάτι που οδήγησε στην εικασία ότι η Α είναι πρόγονός της.

Γλώσσα

Η Γραμμική Α δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της σύγχρονης αρχαιολογίας. Η αποκρυπτογράφησή της θα αποκαλύψει τη γλώσσα και ενδεχομένως και την καταγωγή των Μινωιτών.
Τα ιδεογράμματα μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε με αρκετή ασφάλεια το περιεχόμενο των πινακίδων. Πρόκειται για καταλόγους ανθρώπων και αγαθών.
Η ύπαρξη κοινών χαρακτήρων και κοινών συνδυασμών χαρακτήρων στις δύο Γραμμικές γραφές επιτρέπει την ευρέως αποδεκτή εικασία ότι οι κοινοί χαρακτήρες έχουν την ίδια φωνητική αξία και στις δύο γραφές. Με βάση την αποκρυπτογραφημένη Γραμμική Β έχουν μεταγραφεί τα κείμενα της Γραμμικής Α, αλλά η φωνητική τους απόδοση δεν ανήκει σε καμιά ως τώρα γνωστή γλώσσα. Από την άλλη λείπουν από τη Γραμμική Β χαρακτήρες, οι οποίοι στη Γραμμική Α φαίνεται να είναι σημαντικοί, ενώ η Γραμμική Β χρησιμοποιεί χαρακτήρες από τη μινωική ιερογλυφική γραφή, οι οποίοι δεν υπάρχουν στη Γραμμική Α..
Στο τέλος των απαριθμήσεων εμφανίζεται πάντα η ίδια λέξη, η οποία με βάση τη Γραμμική Β αποδίδεται ως ku-ro ή ku-lo. Εικάζεται ότι σημαίνει “σύνολο”, “άθροισμα”. Ως λέξη όμως δεν μπορεί να ενταχθεί με ασφάλεια σε καμία από τις γνωστές γλώσσες. Έχουν προβληθεί οι διαφορετικές μεταξύ τους εικασίες ότι συγγενεύει με τη σημιτική ρίζα *kul, με την ινδοευρωπαϊκήρίζα *kwol ή με την ετρουσκική λέξη churu, οι οποίες έχουν συγγενή σημασία.
Εικάζεται ότι η γλώσσα των κειμένων της Γραμμικής Α μπορεί να είναι η ετεοκρητική, η οποία επιβίωσε και μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Μυκηναίους και δείγματα της οποίας σώζονται σε μεταγενέστερες επιγραφές γραμμένες με το ελληνικό αλφάβητο. Το συμπέρασμα αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από όλους, επειδή υποστηρίζεται ότι στην Κρήτη την εποχή εκέινη μπορεί να υπήρχαν πάνω από μία μη ελληνικές γλώσσες. Η μη ελληνικότητα της γλώσσας της Γραμμικής Α ενισχύεται πάντως από το γεγονός ότι η εξέλιξή της, η Γραμμική Β, δεν αποδίδει την ελληνική γλώσσα με ακρίβεια. Με βάση αυτό το γεγονός θεωρούν αρκετοί ότι η Γραμμική Α ταίριαζε καλύτερα στη γλώσσα, για την οποία ήταν προορισμένη, ενώ η Γραμμική Β, παίρνοντας τις φωνητικές αξίες της, μόνο μερικώς μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ελληνική γραφή, γι’ αυτό και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε.
Γραμμική Β
Η Γραμμική Β είναι η πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας, μεταγενέστερη μορφή της Γραμμικής Α, και χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή Περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αι. π.Χ., κυρίως για την τήρηση λογιστικών αρχείων στα ανάκτορα.

Εύρεση

Ανακαλύφθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα στην Κνωσό από τον Άρθουρ Έβανς, που την ονόμασε έτσι επειδή χρησιμοποιούσε γραμμικούς χαρακτήρες (και όχι εικονιστικούς, όπως ημινωική ιερογλυφική γραφή) χαραγμένους σε πήλινες πινακίδες. Διέφερε όμως από μια πρωϊμότερη παρόμοια γραφή, τη Γραμμική Α, που βρέθηκε επίσης στην Κνωσό και στη νότια Κρήτη. Πήλινες πινακίδες με Γραμμική Β γραφή βρέθηκαν αργότερα στο μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου στη Μεσσηνία και σε άλλες θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Συνολικά έχουν βρεθεί περί τα 5.000 κείμενα σε Γραμμική Β (κυρίως πινακίδες και δευτερευόντως αγγεία). Από αυτά γύρω στα 3.000 προέρχονται από την Κνωσό, γύρω στα 1.400 από την Πύλο, γύρω στα 300 από τη Θήβα, 90 από τις Μυκήνες ενώ μικρότερος αριθμός προέρχεται από τα Χανιά, τα Μάλια, την Τίρυνθα, την Ελευσίνα, τον Ορχομενό και αλλού.
Αμφισβητούμενη είναι η χρονολόγηση των κειμένων. Τα αρχαιότερα κείμενα προέρχονται από την Κνωσό και ανήκουν στην Υστερομινωική ΙΙ περίοδο (περί τα 1400 π.Χ.). Τα υπόλοιπα κείμενα από την Κνωσό είναι κατά την κρατούσα γνώμη από το 1370 π.Χ. πριν την καταστροφή του μυκηναϊκού ανακτόρου. Υποστηρίζεται όμως και η άποψη ότι είναι κατά έναν αιώνα νεώτερα. Τα υπόλοιπα κείμενα χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα π.Χ.
Με βάση τον γραφικό χαρακτήρα των γραφέων οι αρχαιολόγοι υποθέτουν ότι τις πινακίδες της Κνωσού τις έγραψαν τουλάχιστον 60 διαφορετικοί γραφείς, ενώ αυτές της Πύλου τουλάχιστον 30.

Αποκρυπτογράφηση

Η Γραμμική Β αρχικά δεν ταυτίστηκε με καμία γλώσσα, θεωρούμενη από τον Έβανς ότι αναπαριστούσε μια ξεχωριστή γλώσσα που ονόμαζε “Μινωϊκή“, ενώ ήταν σχεδόν απόλυτα πεπεισμένος ότι ήταν αδύνατο να ήταν ελληνική.
Πολύ αργότερα από την ανακάλυψη των πινακίδων και μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες αρχαιολόγων και γλωσσολόγων, αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από το νεαρό αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις (M. Ventris). Ο Βέντρις ζήτησε τη βοήθεια του κλασικού φιλολόγου Τζων Τσάντγουικ (J. Chadwick) και μαζί δημοσίευσαν ένα ιστορικό άρθρο στο Journal of Hellenic Studies [1]. Εκεί ερμήνευαν με σιγουριά 65 από τα 88 τότε γνωστά σύμβολά της, διατύπωναν τους βασικούς κανόνες ορθογραφίας της και έφερναν στο φως μια αρχαϊκή ελληνική διάλεκτο πέντε αιώνες παλαιότερη από τα Ελληνικά του Ομήρου.
Η Γραμμική Β περιλαμβάνει 89 συλλαβογράμματα, που αναπαριστούν συλλαβές με φωνητική αξία και περί τα 260 ιδεογράμματα (ή λογογράμματα), που αποδίδουν έννοιες όπως άνδρας, γυναίκα, αγελάδα, λάδι, κρασί κλπ. και σύμβολα για την απόδοση αριθμών. Αν και τα κείμενά της είναι στην πλειοψηφία τους λίστες εφοδίων που μπαίνουν, βγαίνουν ή είναι αποθηκευμένα στα ανάκτορα και τηλεγραφικές επιγραφές εμπορευμάτων, η αξία τους ως πρωτογενείς πηγές για την οικονομία, το εμπόριο, τη θρησκεία, την κοινωνική διαστρωμάτωση και τη διοικητική οργάνωση της μυκηναϊκής Ελλάδας είναι τεράστια. Ως σήμερα έχει αποκρυπτογραφηθεί το 87% των κειμένων.
Αρκετές προσπάθειες έχουν γίνει μέχρι σήμερα, για να ερμηνευθούν και τα υπόλοιπα 17 περίπου σύμβολα των οποίων δεν είναι γνωστή η συλλαβική τους αξία. Ένας νεώτερος έλληνας ερευνητής, ο Δημήτριος Μακρυγιάννης, προτείνει μία νέα θεωρία, βάσει της οποίας επιτυγχάνεται η ολοκλήρωση της αποκρυπτογράφησης της Γραμμικής Β. [1] Η θεωρία αυτή βασίζεται στην παρατήρηση ότι τα σχήματα των συμβόλων (συλλαβικών σημείων και ιδεογραμμάτων) δεν είναι τυχαία, αλλά παριστάνουν με στοιχειώδη τρόπο διάφορα αντικείμενα ή έννοιες. Καταλήγει δε στο συμπέρασμα, το οποίο αποτελεί και τη βασική αρχή της, ότι:
Η συλλαβική αξία του κάθε συμβόλου ισοδυναμεί με την αρχική συλλαβή του ονόματος του αντικειμένου ή της εννοίας που παριστάνει.
Το όνομα αυτό αποκαλείται βασική λέξη για την ερμηνεία του συμβόλου αυτού. Στον κατωτέρω πίνακα εκτίθενται μερικά παραδείγματα με τις ερμηνείες γνωστών συμβόλων της Γραμμικής Β.
Εφαρμόζοντας, λοιπόν, την παραπάνω βασική αρχή και για τα ανερμήνευτα σύμβολα, σε συνδυασμό με τις κενές θέσεις στο Συλλαβάριο, κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί η ολοκλήρωση της αποκρυπτογραφήσεως. Στον κατωτέρω πίνακα εκτίθενται μερικά παραδείγματα από την ερμηνεία αγνώστων μέχρι τώρα συμβόλων:
Με τη θεωρία αυτή, αφ’ ενός συμπληρώθηκαν όλες οι κενές θέσεις του Συλλαβαρίου της Γραμμικής γραφής Β, και αφ’ ετέρου ανεκαλύφθησαν σ’ αυτό δύο νέες σειρές (πεντάδες) συλλαβογραμμάτων, με αρχικά σύμφωνα τα b- και g-. (Τα σύμβολα αυτά τοποθετούνται σε εντονώτερο πλαίσιο). Έτσι η ολοκληρωμένη μορφή του είναι η ακόλουθη:
Με τη θεωρία αυτή προέκυψαν και αρκετά συμπεράσματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σημείο 62 , το οποίο παριστάνει το δεύτερο σε σημασία θρησκευτικό σύμβολο των Μινωιτών (μετά τον διπλό πέλεκυ). Όταν ο A. Evans ανακάλυψε τα αντικείμενα αυτά στο ανάκτορο της Κνωσού, τα ονόμασε «ιερά κέρατα» και η ονομασία αυτή έχει επικρατήσει γενικά, έστω και αν δεν μοιάζουν πολύ με κέρατα. Για το σημείο αυτό ο M. Ventris διαπίστωσε ότι έχει την συλλαβική αξία pte. Βάσει της νέας θεωρίας, όμως, πρέπει και το όνομα αυτών των αντικειμένων να αρχίζει από την συλλαβή πτε–. Έτσι οδηγούμαστε στη λέξη πτερά ή πτέρυγες (=wings). Άρα δεν παριστάνουν κέρατα, αλλά τις δύο υψωμένες πτέρυγες ενός πτηνού. Συνεπώς βάσει αυτής της θεωρίας, δεν πρέπει να αποκαλούνται «ιερά κέρατα», αλλά «ιερές πτέρυγες». Ο συμβολισμός τους δε, αναφέρεται στην πνευματική ανύψωση του ανθρώπου προς τον Ουράνιο κόσμο.

Γλώσσα

Μυκηναϊκή Ελληνική

Οι πινακίδες της Γραμμικής Β μας δίνουν πληροφορίες για τη γλώσσα της εποχής. Είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία ελληνικής γλώσσας. Πάντως η έλλειψη διαφοροποιήσεων στη γλώσσα μεταξύ των πινακίδων διαφορετικών εποχών και περιοχών (Κρήτης, Πύλου, Μυκηνών, Θήβας) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα των πινακίδων δεν είναι απαραίτητα και η ομιλούμενη γλώσσα του λαού, η οποία λογικά θα παρουσίαζε τοπικές ιδιαιτερότητες. Μάλλον πρόκειται για μια “ανακτορική” γλώσσα, γλώσσα των γραφέων των μυκηναϊκών ανακτόρων, η οποία κατά πάσα πιθανότητα έχει αποκλίσεις από την καθημερινή γλώσσα. Παρ’ όλα αυτά παραμένει πολύτιμος μάρτυρας της ιστορίας της Ελληνικής γλώσσας.
Έτσι βλέπουμε αρχαϊσμούς όπως[2]:
  1. διατήρηση των χειλοϋπερωικών φθόγγων (kw, gw), οι οποίοι αποδίδονται με q: qa-si-re-u = βασιλεύς, qo-u = βους, qe = τε
  2. διατήρηση του δίγαμμα (F): wa-na-ka = Fάναξ
  3. διατήρηση της οργανικής πτώσης -pi (-φι): te-u-ke-pi = τεύχεσφι
  4. διατήρηση γενικής ενικού σε –οιο: te-o-jo = θεοιο
  5. διατήρηση της τοπικής πτώσης (-ει) ως δοτικής: po-de = ποδεί
Από την άλλη βλέπουμε νεωτερισμούς, οι οποίοι δεν έχουν λάβει χώρα σε μεταγενέστερες διαλέκτους από τις οποίες έχουμε δείγματα γραφής, όπως η συριστικοποίηση του -τ-: e-ko-si = *έχοντι>*έχονσι>έχουσι. Η εξέλιξη αυτή δεν υπάρχει σε μεταγενέστερα κείμενα άλλων διαλέκτων όπως της δωρικής, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι την εποχή της Γραμμικής Β υπήρχε τουλάχιστον και άλλη μία ελληνική διάλεκτος πλην της μυκηναϊκής
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΤΟΥ ΜΟΡΦΗ