ΑΕΙΝ ΕΛΛΗΝ

Οὐ καταισχυνῶ τά ὅπλα τά ἱερά, οὐδ' ἐγκαταλείψω τόν παραστάτην ὄτῳ άν στοιχήσω· ἀμυνῶ δέ καί υπέρ ἰερῶν καί ὁσίων καί μόνος καί μετά πολλῶν. τήν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δέ καί άρείω ὅσης άν παραδέξωμαι. καί εὐηκοήσω τῶν ἀεί κραινόντων εμφρόνως, καί τοῖς θεσμοίς τοῖς ἰδρυμένοις πείσομαι καί κρινόντων, καί τοῖς θεσμοίς τοῖς ἰδρυμένοις πείσομαι καί ούστινας άν άλλους τό πλῆθος ἰδρύσηται ὁμοφρόνως·καί ἀν τις ἀναιρῇ τούς θεσμούς ή μή πείθηται οὐκ επιτρέψω, ἀμυνῶ δέ καί μόνος καί μετά πολλῶν. καί ἰερά τά πάτρια τιμήσω. ἰστορες τούτων Άγλαυρος, Ενυάλιος, Άρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Κυνόσαργες – Cynosarges ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΣ



Το Κυνόσαργες ήταν περιοχή της αρχαίας Αθήνας και διέθετε μάλιστα ένα από τα τρία μεγαλύτερα και σημαντικότερα γυμνάσια της Αθήνας στην αρχαιότητα (μαζί με την Ακαδημία Πλάτωνος και το Λύκειο): Το Κυνόσαργες βρισκόταν εκτός των τειχών της πόλης προς νότο του Ναού του Ολυμπίου Διός, στην αριστερή όχθη του Ιλισού ποταμού όπου και η σημερινή συνοικία του Κυνοσάργους. Στην περιοχή αυτή γίνονταν τα Ηράκλεια εν Κυνοσάργει.
Cynosarges (Greek: Κυνόσαργες Kynosarges) was a public gymnasium located just outside the walls of Ancient Athens on the southern bank of the Ilissos river. Its exact location is unknown but it is now generally located in the southern suburbs of Athens.
Its name was a mystery to the ancients that was explained by a story about a whit or swift dog, etymologising the name as Kynos argos, from genitive of kyon (dog) and argos (white, shining or swift). The legend goes that on one occasion when Didymos, an Athenian, was performing a lavish sacrifice, a white (or swift) dog appeared and snatched the offering; Didymos was alarmed, but received an oracular message saying that he should establish a temple to Heracles in the place where the dog dropped the offering.
Herodotus mentions a shrine there in 490/89 BC, and it became a famous sanctuary of Heracles which was also associated with his mother Alcmena, his wife Hebe and his helper Iolaus. A renowned gymnasium was built there; it was meant especially for nothoi, illegitimate children. The Cynosarges was also where the Cynic Antisthenes was said to have lectured, a fact which was offered as one explanation as to how the sect got the name of Cynics.


Ονομάσθηκε έτσι διότι κάποια φορά που οι Αθηναίοι πρόσφεραν θυσία στον Ηρακλή, ένας σκύλος πήγε και άρπαξε τους μηρούς του θυσίου ζώου και καταδιωκόμενος στη συνέχεια φτάνοντας στο σημείο αυτό (στο «κυνός άργος», δηλαδή «εκεί που σταμάτησε, στάθμευσε, βράδυνε ο σκύλος») τα εγκατέλειψε.
Οι Αθηναίοι μπροστά σ΄ αυτό το απρόσμενο συμβάν έσπευσαν να συμβουλευτούν το Μαντείο των Δελφών με ποιον τρόπο έπρεπε να «εξιλεώσουν» τον ήρωα Ηρακλή. Τότε έλαβαν το χρησμό να ιδρύσουν «ιερό» εκεί που ο σκύλος μετέφερε τους μηρούς από το θυσίασμα. Έτσι οι Αθηναίοι ίδρυσαν πράγματι «ιερό» και το ονόμασαν εκ του κυνός αργού Κυνόσαργες.

Ήταν λοιπόν «ιερό» και γυμνάσιο για τους μη γνησίους (από πατέρα και μητέρα) Αθηναίων παίδες γι αυτό και ήταν «καθ-ιερωμένο» στον νόθο και αυτόν Ηρακλή. Εκεί γυμναζόταν και ο Θεμιστοκλής, νόθος ων, Αθηναίος, (λόγω μητέρας του αλλοδαπής). Λέγεται ότι ο Θεμιστοκλής κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να πείσει τους γνήσιους παίδες Αθηναίους να τον ακολουθήσουν στο Κυνόσαργες για να εξαλειφθεί αυτή η διάκριση. Τούτο όμως δεν φαίνεται να το κατόρθωσε αφού στα χρόνια του Πλουτάρχου υπήρχε ακόμη η διάκριση αυτή.
Φημισμένο ήταν και το άλσος που περιέβαλλε το Γυμνάσιο αυτό. Το γυμνάσιο του Κυνοσάργους χρησίμευε και ως κτήριο διδασκαλίας του μαθητή του Σωκράτη, Αντισθένη που υπήρξε ιδρυτής της φιλοσοφικής σχολής των κυνικών.
Ευρήματα που ενισχύουν την ύπαρξη του Κυνοσάργους στο σημερινό Νέο Κόσμο, βρέθηκαν κατά τη διάρκεια εργασιών σε οικόπεδο πίσω από τον Άγιο Παντελεήμονα Ιλισού,στην διανοιξη των δρόμων Ηλία Ηλιού,Χαμοστέρνας,κτλ.γενικοτερα ολοκληρη η περιοχή βριθει αρχαιολογικων συλλημένων και οχι ευρημάτων.
Στό Κυνόσαργες ό Παυσανίας άναφέρει μόνο ίερό τοϋ `Ηρακλή.Eίναι όμως γνωστό πώς ήδη στόν 5o παχχ αι. βρίσκονταν εκεί ένα άπό τά μεγαλύτερα γυμνάσια καί πώς ήταν ύποχρεωμένοι νά φοιτούν σ’ αύτό οί νέοι πού δεν είχαν καί τούς δυό γονείς τους γνήσιους Αθηναίους. Εκεί γυμναζόταν ό Θεμιστοκλής, γιατί ή μητέρα του ήταν Θρακικής ή Καρικής καταγωγής (Πλουτ. Θεμιστ. 1).
Στό γυμνάσιο τοϋ Κυνοσάργους δίδασκε ό φιλόσοφος ‘Αντισθένης, τοϋ όποίου ή σχολή έγινε γνωστή ώς «κυνική» άπό τό όνομα τοϋ γυμνασίου (Διογ. Λαέρτ. 6.13).
‘Ο Θεμιστόκλειος περίβολος τών τειχών άφησε τό γυμνάσιο έξω από το άστυ, μιά πύλη του όμως ήταν κοντά σ’αύτό.Η πύλη είχε τό όνομα Διομηίς ή πύλη τών Διομέων (‘Αθήν. 14, 614), άπό τήν παριλίσια συνοικία Διόμεια, στά νότια ή στά νοτιοανατολικά τοϋ
Ολυμπιείου. Στή Διόμεια είχαν εγκατασταθεί (πρό τών μηδικών) Αθηναίοι άπό τή συνοικία της Μελίτης,πού τιμοϋσαν ϊδιαίτερα τόν `Ηρακλή καί ίσως αυτοί έγιναν άφορμή νά δημιουργηθεί τό Ηράκλειο τοϋ Κυνοσάργους.Κατά την παράδοση, χρήσιμη εδώ γιά τή διαφώτιση πολλών τοπογραφικών προβλημάτων, ό επώνυμος ήρωας της Διόμειας ήταν ο Δίομος,γιός τοϋ Κολλυτού, επώνυμου άλλου δήμου πού βρίσκονταν κοντά στην άγορά της ‘Αθήνας. Στό σπίτι τοϋ Κολλυτού είχε φιλοξενηθεί ό ‘Ηρακλής, ό όποίος συνδέθηκε μέ στενή φιλία πρός τόν Δίομο. Όταν ό ‘Ηρακλής κατατάχτηκε μεταξύ τών Θεών, ό Δίομος ετοίμασε γι’ αύτόν θυσία, άλλά μιά άσπρη σκύλα,άρπαξε τό ίερόθυτο άπό τό βωμό.Ο Δίομος κυνήγησε την σκύλα κι αυτή,μετά από κάποια απόσταση,άφησε τρομαγμένη το «λάφυρό» της και τράπηκε σε φυγή.
Σύμφωνα μέ χρησμό,έπρεπε ό Δίομος νά ίδρύσει νέο ίερό καί βωμό τού `Ηρακλή στό σημείο όπου ή άσπρη σκύλα άπέθεσε τό άρπαγμένο σφάγιο. `Η θέση αύτή όνομάστηκε Κυνόσαργες άπό τό ούσιαστικό κύων καί τό έπίθετο άργός (λευκός).Εδώ υπήρχαν και βωμός της Ήβης (γυναίκα του Ηρακλή και κόρη του Διός),καθώς και της Αλκμήνης και του Ιόλαου.
Ο δήμος τής Διομείας μεγάλωσε μέ τήν έγκατάσταση τών Μελιτέων, οί όποίοι άφησαν τήν παλιά τους «γειτονιά» (παρά τόν ‘Αγοραίο  Κολωνό) καί άκολούθησαν τόν Δίομο στήν Διόμεια.Σ’ άνάμνηση τής άλλαγής γειτονιάς γιορτάζονταν τά Μεταγείτνια στόν Μεταγειτνιώνα μήνα (κατά τό τέλος τού καλοκαιριού, όπότε καί  τά λεγόμενα «’Ηράκλεια έν Κυνοσάργει» ).
Τό Θεμιστόκλειο τείχος χώρισε τή Διόμεια σέ «έσω» καi «έξω». Τό Ηράκλειο τού Κυνοσάργους καί τό γυμνάσιο ήσαν στήν έξω Διόμεια. Μέ τό Κυνόσαργες συνδέουν οί άρχαίοι τόν δήμο τής ‘Αλωπεκής, ό όποίος ήταν κοντά σ’ αύτό καί άπείχε ένδεκα ή δώδεκα στάδια άπό τό τείχος τής ‘Αθήνας (περί τά δυό χιλιόμετρα).
Άν δεχτούμε τό Κυνόσαργες στά νοτιοδυτικά του Ολυμπιείου, άμέσως έξω άπό τό τείχος κι όχι μακριά άπό τήν άριστερή όχθη τού ‘Ιλισού, πρέπει ν’ άναζητήσουμε τήν ‘Αλωπεκή νοτιώτερα, πρός τήν κατεύθυνση τής σημερινής Δάφνης, άνατολικώτερα
τής νέας Σμύρνης (παλαιότερα τό Κυνόσαργες τοποθετούνταν στίς άνατολικές ύπώρειες τού Λυκαβηττού καί ή ‘Αλωπεκή αναζητούνταν στούς σημερινούς ‘Αμπελοκήπους, όπου ύπήρχε άξιόλογος συνοικισμός στήν άρχαιότητα). Οί πρός τά νοτιοανατολικά τού όλυμπιείου λόφοι είναι ευδιάκριτοι άπό τά άνοιχτά τού παλαιού Φαλήρου (τό λιμάνι τής ‘Αθήνας) καί κάνουν πιθανή τήν πληροφορία τού `Ηροδότου (6, 115) πώς άπό κεί (περίπου έξ χιλιόμετρα νοτιώτερα) oi πέρσεςδιέκριναν τήν συγκέντρωση τού Αθηναϊκού στρατού, ό όποίος πρόλαβε νά φτάσει στό Ηράκλειο τού Κυνοσάργους, πρίν φανεί στό Φάληρο ό περσικός στόλος.
Mικρή ανασκαφή διενήργησε το 1919 ο A. Kεραμόπουλλος με δαπάνη της Aρχαιολογικής Eταιρείας νοτίως του μνημείου του Λυσικράτους, στην συμβολή των οδών Bάκχου και Bύρωνος, όπου επρόκειτο να ανεγερθεί οικία. Bρέθηκε (όχι κατά χώραν) σημαντική επιγραφή (Inscriptiones Graecae I³, 257) του δευτέρου μισού του 5ου αι. παχχ: ιερός νόμος (ή ψήφισμα), ελλιπώς σωζόμενος, που μεταξύ άλλων απαγορεύει βυρσοδεψικές εργασίες στον Iλισσό πιό πάνω από το Hράκλειον (πιθανώτατα εννοείται το Hράκλειον του Kυνοσάργους, η ακριβής θέση του οποίου δεν είναι γνωστή). H στήλη φυλάσσεται στο Eπιγραφικό Mουσείο (EM 12553).
Μέχρι εδώ, στο Ηράκλειο του Κυνοσάργους, είχε φτάσει ο αθηναϊκός στρατός μετά τη μάχη του Μαραθώνα και τους διέκριναν οι Πέρσες από τα ανοιχτά του παλαιού Φαλήρου από όπου οι νοτιοανατολικοί του Ολυμπιείου λόφοι είναι ορατοί.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, κοντά στο Κυνόσαργες, στην αριστερή όχθη του Ιλισσού, είχε ταφεί ο ρήτορας Ισοκράτης.
Τέλος, στο αρχαίο Κυνόσαργες δίδασκε ο φιλόσοφος Αντισθένης τo oποίος εκεί ιδρυσε την περίφημη φιλοσοφική σχολή των Κυνικών από το όνομα του γυμνασίου.
Το «Αδριάνειο Γυμνάσιο» στο Κυνόσαργες
Στην κατά μήκος του Ιλισού εκτεινόμενη πε-
ριοχή του Κυνοσάργους βρισκόταν το τρίτο
Γυμνάσιο της Αθήνας, όπου αθλούνταν ο
νόθοι
Αθηναίοι, όπως ο Θεμιστοκλής. Σύμ-
φωνα με τις αρχαίες πηγές, υπήρχαν δύο
σχετικά οικοδομήματα, το αρχαιότερο Γυμνάσιο
και το νεότερο, το οποίο κατά τον Παυσανία
έφερε το όνομα του αυτοκράτορα Αδριανού
και διέθετε 100 κίονες
λιθοτομίας της
Λιβύων.
  Κατά τα έτη 1896-1897 η Βρετανική
Σχολή αποκάλυψε τμήματα μεγάλου ρωμαϊκού
κτηρίου μεταξύ των λεωφόρων Καλλιρρόης
και Βουλιαγμένης, το οποίο θεωρήθηκε ως
το «Αδριάνειο» Γυμνάσιο. Από το 1969 έως
σήμερα η Γ ́ ΕΠΚΑ επανευρίσκει τμηματικά το
μεγάλο αυτό οικοδόμημα χάρις στην κατε-
δάφιση των παλαιών οικιών και την αντικα-
τάστασή τους από πολυκατοικίες. Κατά το
έτος 2001 βρέθηκε ένα ακόμη τμήμα, μία
αίθουσα εσωτερικά της δυτικής πλευράς του
κτηρίου. Οι τοίχοι, σωζόμενοι σε ύψος 4 μ.,
διατηρήθηκαν ορατοί και επισκέψιμοι στο
υπόγειο πολυκατοικίας (οδός Διαμαντοπούλου
1) . Δεύτερο τμήμα, η νοτιοδυτική
γωνία του «Γυμνασίου» αποκαλύφθηκε το
2007 (οδός Διαμαντοπούλου και Βούρβαχη).
Πηγές:”Το Γυμνάσιο του Κυνοσάργους” Ι.Τραυλός ,στά”Αρχαιολογικά ανάλεκτα εξ Αθηνών” Τεύχος 1 ,1970
“Μνημειακή Τοπογραφία της Αρχαίας Αθήνας” Αντώνης Μαστραπάς, εκδόσεις Καρδαμίτσα
Εγκυκλοπαίδεια “Ηλιος”
Σχολικό βιβλίο Αρχαίων Α Λυκείου
Aνασκαφή
  • A. Kεραμόπουλλος, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (ΠΑΕ) (1919) 15.
  • A. Φιλαδελφεύς, ΠAE (1921) 25-26. Aρχαιολογική Eφημερίς (AE) (1921) 83-97.
Ειδική βιβλιογραφία
  • S.G. G. Welter, Die Tripodenstrasse in Athen, AM 47 (1922) 72, 75 αρ. 2.
  • X. Kαρούζος, Aπό το Hράκλειον του Kυνοσάργους, 8 (1923) 85-102 (ειδ. 96-98, αρ. 3, εικ. 5).
  • St. Miller, Hesperia 39 (1970) 223-231.
  • J. Travlos, Pictorial Dictionary of Ancient Athens (1971) 340 εικ. 442 (Kynosarges), 566-568 εικ. 709-713 (Tripods, Street of).
  • P. Amandry, BCH 100 (1976) 15-93.
  • Mαν. Kορρές, 35 (1980) B1, 11-14 (σχέδ. 1-2).
  • A. Σπετσιέρη- Xωρέμη, H οδός των Tριπόδων και τα χορηγικά μνημεία στην αρχαία Aθήνα, στο: Coulson et al. (επιμ.), The Archaeology of Athens and Attica under the Democracy, Oxbow Monograph 37 (1994) 31-42.
  • K. Kαζαμιάκης, H οδός των Tριπόδων – τεχνικά και κατασκευαστικά στοιχεία, ό.π. 43-44.
  • A. Matthaiou, στό: R. Osbone – S. Hornblower (επιμ.), Ritual, Finance, Politics. Athenian Democratic Accounts presented to David Lewis (1994) 183-188.
  • Π. Kαλλιγάς, 49-50 (1994-95) A΄, 35-39.
  • St. Miller, στο: M.H. Hansen (επιμ.), Sources for the Ancient Greek City-State (1995) 211.











ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β



Η Γραμμική Β είναι η πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας, μεταγενέστερη μορφή της Γραμμικής Α, και χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή Περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αι. π.Χ., κυρίως για την τήρηση λογιστικών αρχείων στα ανάκτορα.
 Η Γραμμική Β ήταν μια συλλαβική γραφή που χρησιμοποιούταν για να γράφονται τα μυκηναικά ελληνικά. Προηγούταν του ελληνικού αλφαβήτου,όπως το ξέρουμε,αρκετούς αιώνες.Φαίνεται να εξαφανίστηκε με την πτώση του Μυκηναικού πολιτισμού.Οι πρώτες πινακίδες σε γραμμική Β’ ανακαλύφθηκαν από τον Έβανς ο οποίος ονόμασε τη γραφή και τις Οι περισσότερες επιγραφές της Γραμμικής Β βρέθηκαν στην Κνωσσό,την Κυδωνία,την Πύλο,τη Θήβα και τις Μυκήνες.Το λεξιλόγιό περιορίζεται κυρίως σε διοικητικά και οικονομικά θέματα.
 

Η γραφή ήταν κάπως προβληματική και δεν απέδιδε με ακρίβεια την προφορική μυκηναϊκή γλώσσα.Δεν είχε συμπλέγματα συμφώνων,πολλές παρέλειπε το πρώτο σύμφωνο,αν υπήρχαν δύο στη σειρά ή πρόσθετε ανάμεσα στα δύο σύμφωνα το ίδιο φωνήεν με αυτό της επόμενης συλλαβής.Επίσης παρέλειπε τα τελικά σύμφωνα και επιπλέον χρησιμοποιούσε το ιδιο σύμβολο για πολλά γράμματα.Π.χ. k για k,g,kh(χ) και r για r,l. Οι ανακρίβειες αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι τα σύμβολα της γραμμικής Β προήλθαν από ένα σύστημα που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τη γραφή άλλης γλώσσας,όχι της ελληνικής.Η γραμμική Β που γράφει ελληνικά φαίνεται να προήλθε από την προγενέστερη γραμμική Α που μέχρι σήμερα δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί και κατά πάσα πιθανότητα σημείωνε μια άγνωστη γλώσσα.Η Γραμμική Α θεωρείται μια γραφή που χρησιμοποιούταν για την  μινωική γλώσσα.
Συγγενικό της γραμμικής Β είναι και το μεταγενέστερο κυπριακό συλλαβάριο που κατέγραφε ελληνικά.
Αποτελούνταν από 200 σύμβολα,συλλαβικά και ιδεογράμματα.
 
 Κανόνες γραφῆς Ἡ Γραμμικὴ Β΄ εἶναι συλλαβικὴ γραφή. Τὰ σύμβολά της ἀναπαριστοῦν συλλαβὲς ἀποτελούμενες ἀπὸ ἕνα φωνῆεν ἢ ἀπὸ ἕνα σύμφωνο μαζὶ μὲ ἕνα φωνῆεν. Διαθέτει 5 φωνήεντα: α, ε, ι, ο, υ. Τὸ η γράφεται ὡς ε. Τὸ ω γράφεται ὡς ο. Τὰ δίψηφα αι, ει, οι χάνουν τὸ ι καὶ γράφονται ὡς α, ε, ο ἀντίστοιχα. Τὰ σύμφωνα κ-χ-γ μοιράζονται τὰ ἴδια σύμβολα στὶς συλλαβές. Πχ. τὸ σύμβολο κε ἀντιπροσωπεύει τὶς συλλαβὲς κε, χε, γε, καθὼς καὶ τὶς συλλαβὲς κη, χη, γη, κει, χει, γει. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ σύμφωνα π-φ-β, τ-θ καὶ ρ-λ. Ὅταν μιὰ συλλαβὴ ἔχει σύμπλεγμα συμφώνων, τότε τὰ σύμφωνα χωρίζονται σὲ ξεχωριστὲς συλλαβὲς μὲ τὸ ἴδιο φωνῆεν. Πχ. ἡ συλλαβὴ τρι γράφεται τι-ρι. Ἡ συλλαβὴ πτε-φτε-φθε γράφεται μὲ τὸ εἰδικὸ σύμβολο πτε ( ). Πχ. ὁ ράπτης γράφεται ρα-πτε. Τὰ διπλὰ ξ, ψ χωρίζονται. Πχ. ἡ συλλαβὴ ξι γράφεται κι-σι. Τὰ διαρκῆ σύμφωνα λ,ρ, μ,ν, σ ὅταν βρίσκονται πρὶν ἀπὸ κάποιο κλειστὸ σύμφωνο (κ,π,τ), παραλείπονται. Πχ. ἡ λέξη πάντα γράφεται πα-τα, ὁ χαλκὸς γράφεται κα-κο, τὸ γράφεται το. Τὰ τελικὰ σύμφωνα παραλείπονται. Πχ. ἡ λέξη Κνωσὸς γράφεται κο-νο-σο. Τὰ ὅμοια σύμφωνα γράφονται ὡς ἁπλά. Πχ. ὁ ἄγγελος γράφεται α-κε-ρο. Τὸ ου καὶ οἱ συνδυασμοὶ αυ, ευ χωρίζονται σὲ δύο συλλαβὲς μὲ τὸ υ νὰ ἀποτελεῖ τὴ δεύτερη συλλαβή. Πχ. τὸ λευκὸ γράφεται ρε-υ-κο. Ὅμως ὅταν τὸ αυ βρίσκεται στὴν ἀρχὴ λέξης, γράφεται μὲ τὸ εἰδικὸ σύμβολο αυ- ( ). Πχ. ἡ αὐλὴ γράφεται αυ-ρε. Ἂν μετὰ τὸ φωνῆεν ι ἀκολουθεῖ ἄλλο φωνῆεν, τίθεται ἀνάμεσά τους τὸ j (γι). Πχ. ἡ Μαρία γράφεται μα-ρι-για. Αὐτὸ δὲν εἶναι πάντα ὑποχρεωτικό.
Ὁ σύνδεσμος καὶ γράφεται μὲ τὸ εἰδικὸ σύμβολο qε ( ). Στὸ τέλος τῶν λέξεων σημειώνεται μιὰ μικρὴ κάθετη γραμμή ( ). Ὅπως φαίνεται, ἡ Γραμμικὴ Β΄ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδώσει ὅλους τοὺς φθόγγους καὶ τὶς συλλαβὲς τῆς ἑλληνικῆς. Γιὰ αὐτὸ ὑπάρχει δυσκολία, ὅταν πρόκειται νὰ διαβάσουμε ἕνα γραπτὸ σὲ Γραμμικὴ Β΄. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὶς λέξεις μέσα ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα.
 
 
ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΑΣ ΣΤΗΝ ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΚΑΤΕΥΘΗΝΘΕΙΤΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ
ΚΑΙ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΗΝ ΣΥΛΛΑΒΟΓΡΑΦΗ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ


 












Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

ΜΑΡΑΘΩΝΟΜΑΧΟΣ Ή ΠΑΡΑΜΥΘΟΣ;




ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΟΧΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ,ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΕ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ
ΕΤΣΙ ΕΝΑ ΕΚΘΕΜΑ ΕΝΟΣ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΕΔΩ ΚΑΙ ΣΧΕΔΟΝ 100 ΕΤΗ(1926)
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΗΚΕ ΩΣ ΒΕΒΗΛΟ ΕΚΘΕΜΑ ΕΝΟΣ ΝΕΚΡΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΟΜΑΧΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ ΤΟΥ.ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΕΤΣΙ;ΑΛΗΘΕΥΕΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΑΡΑΘΩΝΟΜΑΧΟΣ ΝΕΚΡΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΩ ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΑΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ΝΑ ΚΟΣΜΕΙ ΤΑ ΕΚΘΕΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΣΤΟ ΟΝΤΑΡΙΟ ΤΟΥ ΚΑΝΑΔΑ;
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ (ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ 19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 2014)
ΤΟ ΚΡΑΝΟΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΙΧΕ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ
 

Αυτό το ειδικό κράνος (no.926.19.3 ROM) αγοράστηκε από την ROM το 1926 από Τ Sutton του 2 Albemarle St., Λονδίνο, Αγγλία, μέσω του Sotheby, (δημοπρασία της 22 Ιουλίου 1926, παρτίδα 160). Ένα κρανίο (ROM Αρ 926.19.5) ειπώθηκε σε κάποια φάση να είναι μέσα σε αυτό, και σε αυτή την κατάσταση, ανασκάφηκε από τον Γεώργιο NugentGrenville, 2ο Βαρόνο Nugent από Carlanstown, στην πεδιάδα του Μαραθώνα το 1834, σύμφωνα με τις επιστολές Sutton χρονολογείται στο 2 & 20η Αυγούστου 1826. Επίσης, ένα μέρος της εν λόγω παρτίδα, το οποίο πωλήθηκε για £ 80, ήταν ένα κράνος του Σπαρτιάτικού τύπου” που βρέθηκε απο τον  Nugent στις Θερμοπύλες το 1834 (ROM όχι. 926.19.4). Nugent (1788-1850) που ήταν Ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων 1832 – 5, αλλά πέθανε χωρίς κανένα πρόβλημα, και τα γράμματα Sutton αναφέρουν ότι τα ευρήματα “ήρθε από την κάθοδο στην οικογένεια στην κατοχή της οικογένειας Boileau, και παρέμεινε μαζί τους μέχρι πωλήθηκαν σε μένα (Sutton) από τον υπολοχαγό Col.RF Boileau του Ketteringham Park, Norfolk .

ΣΥΝΕΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΜΑ ΑΓΟΡΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΛΑΘΡΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ Η ΕΛΛΑΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΚΟΜΗ “ΞΕΦΡΑΓΟ ΑΜΠΕΛΙ” ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ ΜΑΛΛΟΝ ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΕ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΠΙΑΣΕΙ ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ ΤΙΜΗ ΣΤΗΝ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ
ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΑΡΘΡΟ ΛΕΕΙ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΟΤΙ ΕΑΝ ΚΑΝΑΝΕ ΕΛΕΓΧΟ DNA ΙΣΩΣ ΒΡΙΣΚΑΝΕ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΑ(ΕΑΝ ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΑΣ,ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ,ΚΤΛ) ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΠΙΣΗΜΩΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ.
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΔΥΣΠΙΣΤΟ ΤΟ ΘΕΜΑ ΟΤΙ ΚΡΑΝΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΝΟΣ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΜΑΡΑΘΟΝΟΜΑΧΟ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΗΤΑΝ ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΜΑΖΕΥΟΝΤΟ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΚΑΙ ΘΑΒΟΝΤΟ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΥΣΗ ΜΕΡΙΚΗ ΟΠΩΣ ΟΡΙΖΕ ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΙΜΗΣ ΝΕΚΡΟΥ ΟΠΛΙΤΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΥΜΒΟ ΚΑΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΟΡΑΝΕ ΤΟ ΚΡΑΝΟΣ ΤΟΥΣ(ΟΛΑ ΤΑ ΚΡΑΝΗ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΙΣ ΑΠΟΘΗΚΕΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΕΝΑ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΑ,ΚΑΘΩΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΟΠΛΙΤΕΣ ΕΙΧΑΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ ΧΑΡΑΓΜΕΝΟ ΕΠΑΝΩ ΣΤΑ ΚΡΑΝΗ ΤΟΥΣ).
ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΔΙΟΣ ΤΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΑΡΑΤΕΤΑΓΜΕΝΑ ΤΑ ΚΡΑΝΗ ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ
 
 ΕΚΕΙ ΑΦΙΕΡΩΣΕ ΚΑΙ Ο ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΚΡΑΝΟΣ ΜΕ ΧΑΡΑΓΜΕΝΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΝΩ (ΜΙΛΤΙΑΔΕΣ ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΩΠΙΔΑ ΧΑΡΑΓΜΕΝΟ)
 

 ΣΥΝΕΠΩΣ ΤΟ ΕΚΘΕΜΑ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΟΝΤΑΡΙΟ ΣΤΟΝ ΚΑΝΑΔΑ ,ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΤΑ ΕΡΜΑΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΑΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΕ ΜΑΡΑΘΟΝΟΜΑΧΟ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ . ΜΕ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΟΤΕ ΣΙΓΟΥΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΡΟΔΙΚΑΣΑΝ  ΚΑΠΟΙΟΙ ΧΩΡΙΣ ΚΑΝ ΝΑ ΜΠΟΥΝΕ ΣΤΟΝ ΚΟΠΟ ΝΑ ΨΑΞΟΥΝ.
 

ΛΕΕΙ ΕΝΑΣ ΜΕΛΕΤΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΝΟΥΣ:
Είχα πρόσφατα την ευκαιρία να εξετάσει το κράνος Nugent Μαραθώνιο για να πάρετε πληροφορίες για Ματ Lukes που κάνει τον εξοπλισμό για Καλλιτέχνες, και ο οποίος ήθελε να κάνει ένα αντίγραφο του κορινθιακό κράνος. Μεταξύ άλλων, ήθελε να ξέρει πώς κατασκευάστηκε. Είχε την ελπίδα ότι είχε τεθεί από ένα φύλλο του χαλκού, και ήλπιζε να κάνει το αντίγραφο από ένα μπολ-όπως μορφή γίνεται σε τόρνο με γυρίζοντας” το φύλλο χάλκινο, το οποίο στη συνέχεια αυξήθηκε σε τελικό σχήμα. Εκτός από την εξέταση λεπτομέρειες της κατασκευής, επίσης κοίταξε το πάχος του κράνους σε διάφορα μέρη, που καταγράφονται στις φωτογραφίες, παρακάτω. Το βάρος του κράνους είναι 1193,1 γραμμάρια, και λείπει μόνο ένα μέρος του πολύ λεπτόυ στέμματος, έτσι αυτό είναι μάλλον κοντά προς το αρχικό βάρος (το βάρος ενός κράνους WW2 Αμερικανική Μ1 είναι περίπου 1.300 γραμμάρια, και η Βρετανική Mark II είναι 1050 γραμμάρια). Το πρόσωπο είναι σχετικά παχύ, η ίδια η ρινική είναι έως 10 mm, και όπου μπορεί να φθάσει με τις δαγκάνες στο πρόσωπο είναι μεταξύ 2 mm και 3 mm. Το υπόλοιπο του προσώπου φαίνεται να είναι αυτό το πάχος, αλλά δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί. Το πίσω μέρος και ειδικά η κορώνα είναι πολύ λεπτό, να γίνει κάτω από πυκνή μία χιλιοστών, και εδώ είναι σαφώς δυνατόν να δούμε ότι η άκρη του κράνους είναι παχύτερο, και γρήγορα λεπταίνει. Αυτό θα είναι μια πολύ αποτελεσματική προστασία για το πρόσωπο κάνει όταν είναι ιδιοκτήτης αντιμετωπίζει τον εχθρό τους, αλλά ελάχιστα χρήσιμο εναντίον οποιουδήποτε χτυπήματος τους στο πίσω μέρος του κεφαλιού! Μια τέτοια δύναμη θα ήταν τέλεια για το δόρυ και την ασπίδα του οπλίτη σε πόλεμο των Ελλήνων κατά την περίοδο αυτή, κατά την οποία οι συγκρούσεις φαίνεται να έχουν αναληφθεί από δόρυ ωθηση πάνω ή γύρω από τη μεγάλη στρογγυλή ασπίδα, έτσι ώστε το πρόσωπο χρήζει προστασίας, και οι κνήμες προστατεύονται από τα βαριά κατάλοιπα της τήξης λιπών, αλλά αυτό είναι όλο.
ΜΟΙΑΖΕΙ ΔΗΛΑΔΗ ΝΑ ΕΧΕΙ ΚΛΑΠΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΟΥ ΔΙΟΣ ΟΠΟΥ ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΕΣΑΝ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΡΑΝΙΟ ΩΣΤΕ ΝΑ ΠΕΙΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ  ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΕΒΑΣΟΥΝ ΤΗΝ ΤΙΜΗ.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΕΔΩ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ
 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Η ΗΜΙΜΑΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΥΣ ΑΜΑΘΕΙΑΣ



Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΗΔΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ


Το 481 π.Χ. στο συνέδριο της Κορίνθου η Αθήνα, η Σπάρτη και πλήθος ακόμα πολιτείες είχαν συμπήξει την Ελληνική Συμμαχία για να πολεμήσουν τους Πέρσες. Η συμμαχία διαλύθηκε μετά τα Περσικά, ή καλύτερα επιμερίστηκε σε δύο, στην Πελοποννησιακή και στη Συμμαχία της Δήλου, έτσι που η Ελλάδα να χωριστεί σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Ο διχασμός ήταν ουσιαστικός, καθώς οι δύο ηγετικές πόλεις αντιπροσώπευαν διαφορετικούς κόσμους: η Αθήνα τους προοδευτικούς Ίωνες και τη δημοκρατία, η Σπάρτη τους συντηρητικούς Δωριείς και την ολιγαρχία. Ωστόσο, ο χωρισμός δεν ήταν απόλυτος: στις δωρικές πολιτείες της Πελοποννησιακής Συμμαχίας υπήρχαν πάντα δημοκρατικοί πολίτες, όπως και στις ιωνικές πολιτείες της Συμμαχίας της Δήλου ποτέ δεν έλειψαν οι ολιγαρχικοί. Έτσι, ο πολιτικός διχασμός εισχωρούσε στα εσωτερικά κάθε πόλης, καθώς οι δύο μερίδες βρίσκονταν σε αδιάκοπη, κρυφή ή φανερή, σύγκρουση, που συχνά άγγιζε ή και ξεπερνούσε τα όρια της εμφύλιας σύρραξης.
Τα πολιτικά πάθη οξύνθηκαν και οι ισορροπίες διαταράχτηκαν, όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, και οι συνέπειες ήταν για τις ελληνικές κοινωνίες καταστροφικές. Γράφει σχετικά ο Θουκυδίδης (3.81-3):
Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες, κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε καιρό ειρήνης, και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι, γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ᾽ όταν έρθει ο πόλεμος, που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί. […]
Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε τον θεωρούσαν σπουδαίο· ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός ώστε να μη χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη. Με μια λέξη, όποιος πρόφταινε να κάνει κακό πριν από άλλον ήταν άξιος επαίνου, καθώς κι εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε σκεφτεί να το κάνει. […]
Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό, κι εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις. Όσοι πολίτες ήταν μετριοπαθείς θανατώνονταν από τη μια ή την άλλη παράταξη, είτε επειδή είχαν αρνηθεί να πάρουν μέρος στον αγώνα είτε επειδή η ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε εναντίον τους το φθόνο. Έτσι οι εμφύλιοι σπαραγμοί έγιναν αιτία ν᾽ απλωθεί σ᾽ όλο τον ελληνικό κόσμο κάθε μορφή κακίας, και το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο, κι εξαφανίστηκε.
(Μετάφρ. Ά. Βλάχου)
Οι ιστορικές εμπειρίες φυσικό είναι να επηρεάζουν και τη θρησκευτική ζωή. Οι ανέλπιστες νίκες στα Περσικά είχαν δημιουργήσει ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης απέναντι στους θεούς, που οι Έλληνες πίστευαν ότι τους είχαν παρασταθεί στις πολεμικές συγκρούσεις. Παράλληλα όμως, από τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα είχε ξεκινήσει και ένα κίνημα διαφωτισμού, που σιγά σιγά μετακινούσε το κέντρο βάρος των αξιών από τους θεούς στους ανθρώπους.

Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΟΦΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Στον διαφωτισμό εντάσσονται όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα που βασίζονται στον ορθό λόγο, διαδίδουν τη γνώση και καταπολεμούν τις ριζωμένες, αυθαίρετες και δογματικές αντιλήψεις καθώς και κάθε μορφή αυθεντίας, συχνά και της θεϊκής.
Ο αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός ξεκίνησε τον 6ο π.Χ. αιώνα, στην Ιωνία, με τους φυσικούς φιλοσόφους . Αργότερα επικεντρώθηκε και αναπτύχτηκε στην Αθήνα, όπου το σοφιστικό κίνημα, όπως ονομάστηκε, κορυφώθηκε γύρω στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, όταν έδρασε η λεγόμενη πρώτη γενιά των σοφιστών – άντρες σοφοί που τριγύριζαν τις ελληνικές πόλεις διδάσκοντας με μεγάλη επιτυχία, και υψηλά δίδακτρα, τους νέους.
Ένας από αυτούς, ο Πρωταγόρας, όταν ρωτήθηκε τι ακριβώς διδάσκει, απάντησε πως «το μάθημα είναι η σωστή σκέψη για τα ιδιωτικά θέματα, πώς να κυβερνά κανείς καλύτερα το σπιτικό του, καθώς και για τα θέματα της πολιτείας, πώς να γίνει εξαιρετικά ικανός να χειρίζεται, με έργα και λόγια, τις πολιτικές υποθέσεις» (Πλάτων, Πρωταγόρας 318e-319a).
Θέτοντας τόσο υψηλούς στόχους, η σοφιστική διδασκαλία εύκολα μπορούσε να ξεστρατίσει· και πραγματικά, οι σοφιστές της δεύτερης γενιάς δεν άργησαν να κάνουν κατάχρηση του ορθολογισμού και της ευγλωττίας τους: όχι σπάνια οι συλλογισμοί τους οδηγούσαν σε αδιέξοδα σοφίσματα, και η διδασκαλία τους είχε επιδεικτικό περισσότερο παρά μορφωτικό χαρακτήρα. Δίκαια οι ακραίες θέσεις τους προκάλεσαν την αντίδραση του Σωκράτη και των σωκρατικών, ιδιαίτερα του Πλάτωνα, που περισσότερο σε αυτόν οφείλεται η τελική δυσφήμιση του σοφιστικού κινήματος. Έτσι, και η ίδια η λέξη σοφιστής, που αρχικά σήμαινε «μυαλωμένος, γνώστης, μάστορας» κ.τ.ό., γρήγορα έφτασε να χρησιμοποιείται όπως και σήμερα, με αρνητική σημασία, για όσους με τα λόγια τους παραπλανούν και εξαπατούν τους ακροατές τους.
Οι τελευταίες εξελίξεις δεν πρέπει να επισκιάσουν την καταλυτική, εξαρχής αμφίσημη, επίδραση των σοφιστών στην ελληνική κοινωνία. Το σοφιστικό κίνημα από τη μια κατάργησε φραγμούς, άνοιξε δρόμους, γονιμοποίησε την προοδευτική σκέψη και επηρέασε θετικά όλους τους τομείς των γραμμάτων και των τεχνών· από την άλλη υποβάθμισε παλιές αναγνωρισμένες αξίες, δημιούργησε ιδεολογικά κενά και ξύπνησε αμφιβολίες. Οι Έλληνες του 4ου π.Χ. αιώνα δεν ένιωθαν πια ακλόνητα κάτω από τα πόδια τους τα θεμέλια όπου επάνω τους στηρίζονταν τα εξαιρετικά επιτεύγματα της χρυσής εποχής.

Γενικά στους κλασικούς αιώνες, αλλά ιδιαίτερα μετά τα τραυματικά βιώματα του Πελοποννησιακού (εμφύλιος μεταξυ Αθήνας και Σπαρτης) πολέμου, οι πολιτείες δεν έπαψαν βέβαια να χτίζουν ναούς και να γιορτάζουν με μεγαλοπρέπεια τις θρησκευτικές γιορτές, οι ιδιωτικές και δημόσιες θυσίες συνεχίζονταν, τα μαντεία και τα άλλα θρησκευτικά κέντρα εξακολουθούσαν να υποδέχονται αθρόους προσκυνητές και αναθήματα· όμως ολοένα και περισσότερο το βαθύ και γνήσιο θρησκευτικό συναίσθημα που διακρίναμε στην Αρχαϊκή εποχή παραχωρούσε τη θέση του σε μιαν επιφανειακή ευσέβεια, που μόνο φαινομενικά αντιδρούσε στην ηθική εκτροπή και την αθεΐα.[5]
Τις υπερήφανες γενιές των μαραθωνομάχων και των σαλαμινομάχων, που αυτοί και τα παιδιά τους πραγμάτωσαν και βίωσαν την εποχή της μεγάλης ακμής, διαδέχτηκαν, στο τελευταίο τέταρτο του 5ου π.Χ. αιώνα, οι φανατισμένες γενιές του Πελοποννησιακού πολέμου, και ακολούθησαν, μετά τον πόλεμο, οι τραυματισμένες, αμήχανες γενιές των επιγόνων. Αδυνατισμένες, οι πόλεις-κράτη στάθηκαν ανίκανες να αντισταθούν αποτελεσματικά πρώτα στις περσικές θελήσεις, ύστερα και στην προέλαση των Μακεδόνων, ώσπου το σύνθημα του πανελληνισμού να ξανοίξει καινούργια ελπιδοφόρα προοπτική. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση ότι ο Φίλιππος θέλησε σε μια πανελλήνια σύνοδο, πάλι στην Κόρινθο, να ανανεώσει την Ελληνική Συμμαχία εναντίον των Περσών και να αναφτερώσει το έθνος.

5 Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταγγελίες και οι δίκες για ασέβεια πολλαπλασιάστηκαν στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, αλλά και ότι τα κίνητρά τους ήταν ολοφάνερα πολιτικά.



Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Ησιόδου: Θεογονία




Ησιόδου: Θεογονία
ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕ ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΕΔΩ

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Μουσάων Ἑλικωνιάδων ἀρχώμεθ’ ἀείδειν,
αἵ θ’ Ἑλικῶνος ἔχουσιν ὄρος μέγα τε ζάθεόν τε,
καί τε περὶ κρήνην ἰοειδέα πόσσ’ ἁπαλοῖσιν
ὀρχεῦνται καὶ βωμὸν ἐρισθενέος Κρονίωνος.
καί τε λοεσσάμεναι τέρενα χρόα Περμησσοῖο
ἠ’ Ἵππου κρήνης ἠ’ Ὀλμειοῦ ζαθέοιο
ἀκροτάτῳ Ἑλικῶνι χοροὺς ἐνεποιήσαντο,
καλοὺς ἱμερόεντας, ἐπερρώσαντο δὲ ποσσίν.
ἔνθεν ἀπορνύμεναι κεκαλυμμέναι ἠέρι πολλῷ
ἐννύχιαι στεῖχον περικαλλέα ὄσσαν ἱεῖσαι,
ὑμνεῦσαι Δία τ’ αἰγίοχον καὶ πότνιαν Ἥρην
Ἀργείην, χρυσέοισι πεδίλοις ἐμβεβαυῖαν,
κούρην τ’ αἰγιόχοιο Διὸς γλαυκῶπιν Ἀθήνην
Φοῖβόν τ’ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν
ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον
καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ’ Ἀφροδίτην
Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε Διώνην
Λητώ τ’ Ἰαπετόν τε ἰδὲ Κρόνον ἀγκυλομήτην
Ἠῶ τ’ Ἠέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
Γαῖάν τ’ Ὠκεανόν τε μέγαν καὶ Νύκτα μέλαιναν
ἄλλων τ’ ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων.
Αἵ νύ ποθ’ Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν,
ἄρνας ποιμαίνονθ’ Ἑλικῶνος ὕπο ζαθέοιο.
τόνδε δέ με πρώτιστα θεαὶ πρὸς μῦθον ἔειπον,
Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο.
«Ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ’ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον,
ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα,
ἴδμεν δ’ εὖτ’ ἐθέλωμεν ἀληθέα γηρύσασθαι.»
Ὣς ἔφασαν κοῦραι μεγάλου Διὸς ἀρτιέπειαι,
καί μοι σκῆπτρον ἔδον δάφνης ἐριθηλέος ὄζον
δρέψασαι, θηητόν. ἐνέπνευσαν δέ μοι αὐδὴν
θέσπιν, ἵνα κλείοιμι τά τ’ ἐσσόμενα πρό τ’ ἐόντα,
καί μ’ ἐκέλονθ’ ὑμνεῖν μακάρων γένος αἰὲν ἐόντων,
σφᾶς δ’ αὐτὰς πρῶτόν τε καὶ ὕστατον αἰὲν ἀείδειν.
Ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην;
Τύνη, Μουσάων ἀρχώμεθα, ταὶ Διὶ πατρὶ
ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου,
εἴρουσαι τά τ’ ἐόντα τά τ’ ἐσσόμενα πρό τ’ ἐόντα,
φωνῇ ὁμηρεῦσαι, τῶν δ’ ἀκάματος ῥέει αὐδὴ
ἐκ στομάτων ἡδεῖα. γελᾷ δέ τε δώματα πατρὸς
Ζηνὸς ἐριγδούποιο θεᾶν ὀπὶ λειριοέσσῃ
σκιδναμένῃ, ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου
δώματά τ’ ἀθανάτων. αἱ δ’ ἄμβροτον ὄσσαν ἱεῖσαι
θεῶν γένος αἰδοῖον πρῶτον κλείουσιν ἀοιδῇ
ἐξ ἀρχῆς, οὓς Γαῖα καὶ Οὐρανὸς εὐρὺς ἔτικτεν,
οἵ τ’ ἐκ τῶν ἐγένοντο, θεοὶ δωτῆρες ἐάων.
δεύτερον αὖτε Ζῆνα θεῶν πατέρ’ ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν,
[ἀρχόμεναί θ’ ὑμνεῦσι θεαὶ λήγουσαί τ’ ἀοιδῆς,]
ὅσσον φέρτατός ἐστι θεῶν κάρτει τε μέγιστος.
αὖτις δ’ ἀνθρώπων τε γένος κρατερῶν τε Γιγάντων
ὑμνεῦσαι τέρπουσι Διὸς νόον ἐντὸς Ὀλύμπου
Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο.
Τὰς ἐν Πιερίῃ Κρονίδῃ τέκε πατρὶ μιγεῖσα
Μνημοσύνη, γουνοῖσιν Ἐλευθῆρος μεδέουσα,
λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων.
ἐννέα γάρ οἱ νύκτας ἐμίσγετο μητίετα Ζεὺς
νόσφιν ἀπ’ ἀθανάτων ἱερὸν λέχος εἰσαναβαίνων.
ἀλλ’ ὅτε δή ῥ’ ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ’ ἔτραπον ὧραι
μηνῶν φθινόντων, περὶ δ’ ἤματα πόλλ’ ἐτελέσθη,
ἡ δ’ ἔτεκ’ ἐννέα κούρας, ὁμόφρονας, ἧσιν ἀοιδὴ
μέμβλεται ἐν στήθεσσιν, ἀκηδέα θυμὸν ἐχούσαις,
Τυτθὸν ἀπ’ ἀκροτάτης κορυφῆς νιφόεντος Ὀλύμπου.
[ἔνθά σφιν λιπαροί τε χοροὶ καὶ δώματα καλά,
πὰρ δ’ αὐτῇς Χάριτές τε καὶ Ἵμερος οἰκί’ ἔχουσιν
ἐν θαλίῃς. ἐρατὴν δὲ διὰ στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι
μέλπονται, πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνὰ
ἀθανάτων κλείουσιν, ἐπήρατον ὄσσαν ἱεῖσαι.]
Αἳ τότ’ ἴσαν πρὸς Ὄλυμπον, ἀγαλλόμεναι ὀπὶ καλῇ,
ἀμβροσίῃ μολπῇ. περὶ δ’ ἴαχε γαῖα μέλαινα
ὑμνεύσαις, ἐρατὸς δὲ ποδῶν ὕπο δοῦπος ὀρώρει
νισομένων πατέρ’ εἰς ὅν. ὁ δ’ οὐρανῷ ἐμβασιλεύει,
αὐτὸς ἔχων βροντὴν ἠδ’ αἰθαλόεντα κεραυνόν,
κάρτει νικήσας πατέρα Κρόνον. εὖ δὲ ἕκαστα
ἀθανάτοις διέταξε νόμους καὶ ἐπέφραδε τιμάς.
Ταῦτ’ ἄρα Μοῦσαι ἄειδον Ὀλύμπια δώματ’ ἔχουσαι,
ἐννέα θυγατέρες μεγάλου Διὸς ἐκγεγαυῖαι,
Κλειώ τ’ Εὐτέρπη τε Θάλειά τε Μελπομένη τε
Τερψιχόρη τ’ Ἐρατώ τε Πολύμνιά τ’ Οὐρανίη τε
Καλλιόπη θ’. ἡ δὲ προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων.
ἡ γὰρ καὶ βασιλεῦσιν ἅμ’ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.
ὅντινα τιμήσουσι Διὸς κοῦραι μεγάλοιο
γεινόμενόν τε ἴδωσι διοτρεφέων βασιλήων,
τῷ μὲν ἐπὶ γλώσσῃ γλυκερὴν χείουσιν ἐέρσην,
τοῦ δ’ ἔπε’ ἐκ στόματος ῥεῖ μείλιχα. οἱ δέ νυ λαοὶ
πάντες ἐς αὐτὸν ὁρῶσι διακρίνοντα θέμιστας
ἰθείῃσι δίκῃσιν. ὁ δ’ ἀσφαλέως ἀγορεύων
αἶψά τι καὶ μέγα νεῖκος ἐπισταμένως κατέπαυσε.
τούνεκα γὰρ βασιλῆες ἐχέφρονες, οὕνεκα λαοῖς
βλαπτομένοις ἀγορῆφι μετάτροπα ἔργα τελεῦσι
ῥηιδίως, μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν.
ἐρχόμενον δ’ ἀν’ ἀγῶνα θεὸν ὣς ἱλάσκονται
αἰδοῖ μειλιχίῃ, μετὰ δὲ πρέπει ἀγρομένοισι.
τοίη Μουσάων ἱερὴ δόσις ἀνθρώποισιν.
Ἐκ γάρ τοι Μουσέων καὶ ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος
ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί,
ἐκ δὲ Διὸς βασιλῆες. ὁ δ’ ὄλβιος, ὅντινα Μοῦσαι
φίλωνται. γλυκερή οἱ ἀπὸ στόματος ῥέει αὐδή.
εἰ γάρ τις καὶ πένθος ἔχων νεοκηδέι θυμῷ
ἄζηται κραδίην ἀκαχήμενος, αὐτὰρ ἀοιδὸς
Μουσάων θεράπων κλεῖα προτέρων ἀνθρώπων
ὑμνήσει μάκαράς τε θεοὺς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν,
αἶψ’ ὅ γε δυσφροσυνέων ἐπιλήθεται οὐδέ τι κηδέων
μέμνηται. ταχέως δὲ παρέτραπε δῶρα θεάων.
Χαίρετε τέκνα Διός, δότε δ’ ἱμερόεσσαν ἀοιδήν.
κλείετε δ’ ἀθανάτων ἱερὸν γένος αἰὲν ἐόντων,
οἳ Γῆς ἐξεγένοντο καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος,
Νυκτός τε δνοφερῆς, οὕς θ’ ἁλμυρὸς ἔτρεφε Πόντος.
εἴπατε δ’ ὡς τὰ πρῶτα θεοὶ καὶ γαῖα γένοντο
καὶ ποταμοὶ καὶ πόντος ἀπείριτος οἴδματι θυίων
ἄστρά τε λαμπετόωντα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθεν.
[οἵ τ’ ἐκ τῶν ἐγένοντο, θεοὶ δωτῆρες ἐάων.]
ὥς τ’ ἄφενος δάσσαντο καὶ ὡς τιμὰς διέλοντο,
ἠδὲ καὶ ὡς τὰ πρῶτα πολύπτυχον ἔσχον Ὄλυμπον.
ταῦτά μοι ἔσπετε Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ’ ἔχουσαι
[ἐξ ἀρχῆς, καὶ εἴπαθ’, ὅτι πρῶτον γένετ’ αὐτῶν.]
Ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ’. αὐτὰρ ἔπειτα
Γαῖ’ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ
ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου,
Τάρταρά τ’ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης,
ἠδ’ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι,
λυσιμελής, πάντων τε θεῶν πάντων τ’ ἀνθρώπων
δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν.
Ἐκ Χάεος δ’ Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο.
Νυκτὸς δ’ αὖτ’ Αἰθήρ τε καὶ Ἡμέρη ἐξεγένοντο,
οὓς τέκε κυσαμένη Ἐρέβει φιλότητι μιγεῖσα.
Γαῖα δέ τοι πρῶτον μὲν ἐγείνατο ἶσον ἑωυτῇ
Οὐρανὸν ἀστερόενθ’, ἵνα μιν περὶ πάντα καλύπτοι,
ὄφρ’ εἴη μακάρεσσι θεοῖς ἕδος ἀσφαλὲς αἰεί,
γείνατο δ’ οὔρεα μακρά, θεᾶν χαρίεντας ἐναύλους
Νυμφέων, αἳ ναίουσιν ἀν’ οὔρεα βησσήεντα,
ἠδὲ καὶ ἀτρύγετον πέλαγος τέκεν οἴδματι θυῖον,
Πόντον, ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου. αὐτὰρ ἔπειτα
Οὐρανῷ εὐνηθεῖσα τέκ’ Ὠκεανὸν βαθυδίνην
Κοῖόν τε Κρεῖόν θ’ Ὑπερίονά τ’ Ἰαπετόν τε
Θείαν τε Ῥείαν τε Θέμιν τε Μνημοσύνην τε
Φοίβην τε χρυσοστέφανον Τηθύν τ’ ἐρατεινήν.
τοὺς δὲ μέθ’ ὁπλότατος γένετο Κρόνος ἀγκυλομήτης,
δεινότατος παίδων, θαλερὸν δ’ ἤχθηρε τοκῆα.
Γείνατο δ’ αὖ Κύκλωπας ὑπέρβιον ἦτορ ἔχοντας,
Βρόντην τε Στερόπην τε καὶ Ἄργην ὀβριμόθυμον,
οἳ Ζηνὶ βροντήν τ’ ἔδοσαν τεῦξάν τε κεραυνόν.
οἱ δ’ ἤτοι τὰ μὲν ἄλλα θεοῖς ἐναλίγκιοι ἦσαν,
μοῦνος δ’ ὀφθαλμὸς μέσσῳ ἐνέκειτο μετώπῳ.
Κύκλωπες δ’ ὄνομ’ ἦσαν ἐπώνυμον, οὕνεκ’ ἄρά σφεων
κυκλοτερὴς ὀφθαλμὸς ἕεις ἐνέκειτο μετώπῳ.
ἰσχὺς δ’ ἠδὲ βίη καὶ μηχαναὶ ἦσαν ἐπ’ ἔργοις.
ἄλλοι δ’ αὖ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο
Τρεῖς παῖδες μεγάλοι <τε> καὶ ὄβριμοι, οὐκ ὀνομαστοί,
Κόττος τε Βριάρεώς τε Γύγης θ’, ὑπερήφανα τέκνα.
τῶν ἑκατὸν μὲν χεῖρες ἀπ’ ὤμων ἀίσσοντο,
ἄπλαστοι, κεφαλαὶ δὲ ἑκάστῳ πεντήκοντα
ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσιν.
ἰσχὺς δ’ ἄπλητος κρατερὴ μεγάλῳ ἐπὶ εἴδει.
Ὅσσοι γὰρ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο,
δεινότατοι παίδων, σφετέρῳ δ’ ἤχθοντο τοκῆι
ἐξ ἀρχῆς. καὶ τῶν μὲν ὅπως τις πρῶτα γένοιτο,
πάντας ἀποκρύπτασκε καὶ ἐς φάος οὐκ ἀνίεσκε
Γαίης ἐν κευθμῶνι, κακῷ δ’ ἐπετέρπετο ἔργῳ,
Οὐρανός. ἡ δ’ ἐντὸς στοναχίζετο Γαῖα πελώρη
στεινομένη, δολίην δὲ κακὴν ἐπεφράσσατο τέχνην.
αἶψα δὲ ποιήσασα γένος πολιοῦ ἀδάμαντος
τεῦξε μέγα δρέπανον καὶ ἐπέφραδε παισὶ φίλοισιν.
εἶπε δὲ θαρσύνουσα, φίλον τετιημένη ἦτορ.
Παῖδες ἐμοὶ καὶ πατρὸς ἀτασθάλου, αἴ κ’ ἐθέλητε
πείθεσθαι. πατρός κε κακὴν τεισαίμεθα λώβην
ὑμετέρου. πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα.
Ὣς φάτο. τοὺς δ’ ἄρα πάντας ἕλεν δέος, οὐδέ τις αὐτῶν
φθέγξατο. θαρσήσας δὲ μέγας Κρόνος ἀγκυλομήτης
αἶψ’ αὖτις μύθοισι προσηύδα μητέρα κεδνήν.
«Μῆτερ, ἐγώ κεν τοῦτό γ’ ὑποσχόμενος τελέσαιμι
ἔργον, ἐπεὶ πατρός γε δυσωνύμου οὐκ ἀλεγίζω
ἡμετέρου. πρότερος γὰρ ἀεικέα μήσατο ἔργα».
Ὣς φάτο. γήθησεν δὲ μέγα φρεσὶ Γαῖα πελώρη.
εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ, ἐνέθηκε δὲ χερσὶν
ἅρπην καρχαρόδοντα, δόλον δ’ ὑπεθήκατο πάντα.
ἦλθε δὲ νύκτ’ ἐπάγων μέγας Οὐρανός, ἀμφὶ δὲ Γαίῃ
ἱμείρων φιλότητος ἐπέσχετο, καί ῥ’ ἐτανύσθη
πάντῃ. ὁ δ’ ἐκ λοχέοιο πάις ὠρέξατο χειρὶ
σκαιῇ, δεξιτερῇ δὲ πελώριον ἔλλαβεν ἅρπην,
μακρὴν καρχαρόδοντα, φίλου δ’ ἀπὸ μήδεα πατρὸς
ἐσσυμένως ἤμησε, πάλιν δ’ ἔρριψε φέρεσθαι
ἐξοπίσω. τὰ μὲν οὔ τι ἐτώσια ἔκφυγε χειρός.
ὅσσαι γὰρ ῥαθάμιγγες ἀπέσσυθεν αἱματόεσσαι,
πάσας δέξατο Γαῖα. περιπλομένων δ’ ἐνιαυτῶν
γείνατ’ Ἐρινῦς τε κρατερὰς μεγάλους τε Γίγαντας,
τεύχεσι λαμπομένους, δολίχ’ ἔγχεα χερσὶν ἔχοντας,
Νύμφας θ’ ἃς Μελίας καλέουσ’ ἐπ’ ἀπείρονα γαῖαν.
μήδεα δ’ ὡς τὸ πρῶτον ἀποτμήξας ἀδάμαντι
κάββαλ’ ἀπ’ ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ,
ὣς φέρετ’ ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον, ἀμφὶ δὲ λευκὸς
ἀφρὸς ἀπ’ ἀθανάτου χροὸς ὤρνυτο. τῷ δ’ ἔνι κούρη
ἐθρέφθη. πρῶτον δὲ Κυθήροισι ζαθέοισιν
ἔπλητ’, ἔνθεν ἔπειτα περίρρυτον ἵκετο Κύπρον.
Ἐκ δ’ ἔβη αἰδοίη καλὴ θεός, ἀμφὶ δὲ ποίη
ποσσὶν ὕπο ῥαδινοῖσιν ἀέξετο. τὴν δ’ Ἀφροδίτην
[ἀφρογενέα τε θεὰν καὶ ἐυστέφανον Κυθέρειαν]
κικλήσκουσι θεοί τε καὶ ἀνέρες, οὕνεκ’ ἐν ἀφρῷ
θρέφθη. ἀτὰρ Κυθέρειαν, ὅτι προσέκυρσε Κυθήροις.
Κυπρογενέα δ’, ὅτι γέντο περικλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ.
ἠδὲ φιλομμειδέα, ὅτι μηδέων ἐξεφαάνθη.
τῇ δ’ Ἔρος ὡμάρτησε καὶ Ἵμερος ἔσπετο καλὸς
γεινομένῃ τὰ πρῶτα θεῶν τ’ ἐς φῦλον ἰούσῃ.
ταύτην δ’ ἐξ ἀρχῆς τιμὴν ἔχει ἠδὲ λέλογχε
μοῖραν ἐν ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι,
παρθενίους τ’ ὀάρους μειδήματά τ’ ἐξαπάτας τε
τέρψίν τε γλυκερὴν φιλότητά τε μειλιχίην τε.
Τοὺς δὲ πατὴρ Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκε
παῖδας νεικείων μέγας Οὐρανός, οὓς τέκεν αὐτός.
φάσκε δὲ τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι
ἔργον, τοῖο δ’ ἔπειτα τίσιν μετόπισθεν ἔσεσθαι.
Νὺξ δ’ ἔτεκε στυγερόν τε Μόρον καὶ Κῆρα μέλαιναν
καὶ Θάνατον, τέκε δ’ υπνον, ἔτικτε δὲ φῦλον Ὀνείρων.
δεύτερον αὖ Μῶμον καὶ Ὀιζὺν ἀλγινόεσσαν
οὔ τινι κοιμηθεῖσα θεῶν τέκε Νὺξ ἐρεβεννή,
Ἑσπερίδας θ’, αἷς μῆλα πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο
χρύσεα καλὰ μέλουσι φέροντά τε δένδρεα καρπόν.
καὶ Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους,
[Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῖσι
γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε,]
αἵ τ’ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίας ἐφέπουσιν,
οὐδέ ποτε λήγουσι θεαὶ δεινοῖο χόλοιο,
πρίν γ’ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν, ὅστις ἁμάρτῃ.
Τίκτε δὲ καὶ Νέμεσιν πῆμα θνητοῖσι βροτοῖσι
Νὺξ ὀλοή. μετὰ τὴν δ’ Ἀπάτην τέκε καὶ Φιλότητα
Γῆράς τ’ οὐλόμενον, καὶ Ἔριν τέκε καρτερόθυμον.
Αὐτὰρ Ἔρις στυγερὴ τέκε μὲν Πόνον ἀλγινόεντα
Λήθην τε Λιμόν τε καὶ Ἄλγεα δακρυόεντα
Ὑσμίνας τε Μάχας τε Φόνους τ’ Ἀνδροκτασίας τε
Νείκεά τε Ψεύδεά τε Λόγους τ’ Ἀμφιλλογίας τε
Δυσνομίην τ’ Ἄτην τε, συνήθεας ἀλλήλῃσιν,
Ὅρκόν θ’, ὃς δὴ πλεῖστον ἐπιχθονίους ἀνθρώπους
Πημαίνει, ὅτε κέν τις ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσῃ.
Νηρέα δ’ ἀψευδέα καὶ ἀληθέα γείνατο Πόντος
πρεσβύτατον παίδων. αὐτὰρ καλέουσι γέροντα,
οὕνεκα νημερτής τε καὶ ἤπιος, οὐδὲ θεμίστων
λήθεται, ἀλλὰ δίκαια καὶ ἤπια δήνεα οἶδεν.
αὖτις δ’ αὖ Θαύμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα Φόρκυν
Γαίῃ μισγόμενος καὶ Κητὼ καλλιπάρηον
Εὐρυβίην τ’ ἀδάμαντος ἐνὶ φρεσὶ θυμὸν ἔχουσαν.
Νηρῆος δ’ ἐγένοντο μεγήριτα τέκνα θεάων
πόντῳ ἐν ἀτρυγέτῳ καὶ Δωρίδος ἠυκόμοιο,
κούρης Ὠκεανοῖο τελήεντος ποταμοῖο,
Πρωθώ τ’ Εὐκράντη τε Σαώ τ’ Ἀμφιτρίτη τε
Εὐδώρη τε Θέτις τε Γαλήνη τε Γλαύκη τε,
Κυμοθόη Σπειώ τε θοὴ Θαλίη τ’ ἐρόεσσα
Πασιθέη τ’ Ἐρατώ τε καὶ Εὐνίκη ῥοδόπηχυς
καὶ Μελίτη χαρίεσσα καὶ Εὐλιμένη καὶ Ἀγαυὴ
Δωτώ τε Πρωτώ τε Φέρουσά τε Δυναμένη τε
Νησαίη τε καὶ Ἀκταίη καὶ Πρωτομέδεια,
Δωρὶς καὶ Πανόπη καὶ εὐειδὴς Γαλάτεια
Ἱπποθόη τ’ ἐρόεσσα καὶ Ἱππονόη ῥοδόπηχυς
Κυμοδόκη θ’, ἣ κύματ’ ἐν ἠεροειδέι πόντῳ
πνοιάς τε ζαέων ἀνέμων σὺν Κυματολήγῃ
ῥεῖα πρηύνει καὶ ἐυσφύρῳ Ἀμφιτρίτῃ,
Κυμώ τ’ Ἠιόνη τε ἐυστέφανός θ’ Ἁλιμήδη
Γλαυκονόμη τε φιλομμειδὴς καὶ Ποντοπόρεια
Λειαγόρη τε καὶ Εὐαγόρη καὶ Λαομέδεια
Πουλυνόη τε καὶ Αὐτονόη καὶ Λυσιάνασσα
Εὐάρνη τε φυὴν ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος
καὶ Ψαμάθη χαρίεσσα δέμας δίη τε Μενίππη
Νησώ τ’ Εὐπόμπη τε Θεμιστώ τε Προνόη τε
Νημερτής θ’, ἣ πατρὸς ἔχει νόον ἀθανάτοιο.
αὗται μὲν Νηρῆος ἀμύμονος ἐξεγένοντο
Κοῦραι πεντήκοντα, ἀμύμονα ἔργ’ εἰδυῖαι.
Θαύμας δ’ Ὠκεανοῖο βαθυρρείταο θύγατρα
ἠγάγετ’ Ἠλέκτρην. ἡ δ’ ὠκεῖαν τέκεν ιριν
ἠυκόμους θ’ Ἁρπυίας, Ἀελλώ τ’ Ὠκυπέτην τε,
αἵ ῥ’ ἀνέμων πνοιῇσι καὶ οἰωνοῖς ἅμ’ ἕπονται
ὠκείῃς πτερύγεσσι. μεταχρόνιαι γὰρ ἴαλλον.
Φόρκυι δ’ αὖ Κητὼ γραίας τέκε καλλιπαρήους
ἐκ γενετῆς πολιάς, τὰς δὴ Γραίας καλέουσιν
ἀθάνατοί τε θεοὶ χαμαὶ ἐρχόμενοί τ’ ἄνθρωποι,
Πεμφρηδώ τ’ εὔπεπλον Ἐνυώ τε κροκόπεπλον,
Γοργούς θ’, αἳ ναίουσι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο
ἐσχατιῇ πρὸς νυκτός, ἵν’ Ἑσπερίδες λιγύφωνοι,
Σθεννώ τ’ Εὐρυάλη τε Μέδουσά τε λυγρὰ παθοῦσα.
ἡ μὲν ἔην θνητή, αἱ δ’ ἀθάνατοι καὶ ἀγήρῳ,
αἱ δύο. τῇ δὲ μιῇ παρελέξατο Κυανοχαίτης
ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι.
Τῆς ὅτε δὴ Περσεὺς κεφαλὴν ἀπεδειροτόμησεν,
ἐξέθορε Χρυσάωρ τε μέγας καὶ Πήγασος ἵππος.
τῷ μὲν ἐπώνυμον ἦν, ὅτ’ ἄρ’ Ὠκεανοῦ παρὰ πηγὰς
γένθ’, ὁ δ’ ἄορ χρύσειον ἔχων μετὰ χερσὶ φίλῃσι.
χὠ μὲν ἀποπτάμενος, προλιπὼν χθόνα μητέρα μήλων,
ἵκετ’ ἐς ἀθανάτους. Ζηνὸς δ’ ἐν δώμασι ναίει
βροντήν τε στεροπήν τε φέρων Διὶ μητιόεντι.
Χρυσάωρ δ’ ἔτεκε τρικέφαλον Γηρυονῆα
μιχθεὶς Καλλιρόῃ κούρῃ κλυτοῦ Ὠκεανοῖο.
τὸν μὲν ἄρ’ ἐξενάριξε βίη Ἡρακληείη
βουσὶ πάρ’ εἰλιπόδεσσι περιρρύτῳ εἰν Ἐρυθείῃ
ἤματι τῷ, ὅτε περ βοῦς ἤλασεν εὐρυμετώπους
Τίρυνθ’ εἰς ἱερήν, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο,
Ὄρθόν τε κτείνας καὶ βουκόλον Εὐρυτίωνα
σταθμῷ ἐν ἠερόεντι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο.
Ἡ δ’ ἔτεκ’ ἄλλο πέλωρον ἀμήχανον, οὐδὲν ἐοικὸς
θνητοῖς ἀνθρώποις οὐδ’ ἀθανάτοισι θεοῖσιν,
ἐν σπῆι ἔνι γλαφυρῷ, θείην κρατερόφρον’ Ἔχιδναν,
ἥμισυ μὲν νύμφην ἑλικώπιδα καλλιπάρηον,
ἥμισυ δ’ αὖτε πέλωρον ὄφιν δεινόν τε μέγαν τε
αἰόλον ὠμηστήν, ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης.
ἔνθα δέ οἱ σπέος ἐστὶ κάτω κοίλῃ ὑπὸ πέτρῃ
τηλοῦ ἀπ’ ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ’ ἀνθρώπων,
ἔνθ’ ἄρα οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν.
Ἡ δ’ ἔρυτ’ εἰν Ἀρίμοισιν ὑπὸ χθόνα λυγρὴ Ἔχιδνα,
ἀθάνατος νύμφη καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα.
Τῇ δὲ Τυφάονά φασι μιγήμεναι ἐν φιλότητι
δεινόν θ’ ὑβριστήν τ’ ἄνομόν θ’ ἑλικώπιδι κούρῃ.
ἡ δ’ ὑποκυσαμένη τέκετο κρατερόφρονα τέκνα.
Ὄρθον μὲν πρῶτον κύνα γείνατο Γηρυονῆι.
δεύτερον αὖτις ἔτικτεν ἀμήχανον, οὔ τι φατειόν,
Κέρβερον ὠμηστήν, Ἀίδεω κύνα χαλκεόφωνον,
πεντηκοντακέφαλον, ἀναιδέα τε κρατερόν τε.
τὸ τρίτον υδρην αὖτις ἐγείνατο λύγρ’ εἰδυῖαν
Λερναίην, ἣν θρέψε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
ἄπλητον κοτέουσα βίῃ Ἡρακληείῃ.
καὶ τὴν μὲν Διὸς υἱὸς ἐνήρατο νηλέι χαλκῷ
Ἀμφιτρυωνιάδης σὺν ἀρηιφίλῳ Ἰολάῳ
Ἡρακλέης βουλῇσιν Ἀθηναίης ἀγελείης.
ἡ δὲ Χίμαιραν ἔτικτε πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ,
δεινήν τε μεγάλην τε ποδώκεά τε κρατερήν τε.
τῆς ἦν τρεῖς κεφαλαί. μία μὲν χαροποῖο λέοντος,
ἡ δὲ χιμαίρης, ἡ δ’ ὄφιος κρατεροῖο δράκοντος.
[πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα,
δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο.]
τὴν μὲν Πήγασος εἷλε καὶ ἐσθλὸς Βελλεροφόντης.
ἡ δ’ ἄρα Φῖκ’ ὀλοὴν τέκε Καδμείοισιν ὄλεθρον,
Ὄρθῳ ὑποδμηθεῖσα, Νεμειαῖόν τε λέοντα,
τόν ῥ’ Ἥρη θρέψασα Διὸς κυδρὴ παράκοιτις
γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης, πῆμ’ ἀνθρώποις.
ἔνθ’ ἄρ’ ὅ γ’ οἰκείων ἐλεφαίρετο φῦλ’ ἀνθρώπων,
κοιρανέων Τρητοῖο Νεμείης ἠδ’ Ἀπέσαντος.
ἀλλά ἑ ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης.
Κητὼ δ’ ὁπλότατον Φόρκυι φιλότητι μιγεῖσα
γείνατο δεινὸν ὄφιν, ὃς ἐρεμνῆς κεύθεσι γαίης
πείρασιν ἐν μεγάλοις παγχρύσεα μῆλα φυλάσσει.
Τοῦτο μὲν ἐκ Κητοῦς καὶ Φόρκυνος γένος ἐστί.
Τηθὺς δ’ Ὠκεανῷ ποταμοὺς τέκε δινήεντας,
Νεῖλόν τ’ Ἀλφειόν τε καὶ Ἠριδανὸν βαθυδίνην,
Στρυμόνα Μαίανδρόν τε καὶ Ἴστρον καλλιρέεθρον
Φᾶσίν τε Ῥῆσόν τ’ Ἀχελῷόν τ’ ἀργυροδίνην
Νέσσόν τε Ῥοδίον θ’ Ἁλιάκμονά θ’ Ἑπτάπορόν τε
Γρήνικόν τε καὶ Αἴσηπον θεῖόν τε Σιμοῦντα
Πηνειόν τε καὶ Ἕρμον ἐυρρείτην τε Κάικον
Σαγγάριόν τε μέγαν Λάδωνά τε Παρθένιόν τε
Εὔηνόν τε καὶ Ἀλδῆσκον θεῖόν τε Σκάμανδρον.
τίκτε δὲ Κουράων ἱερὸν γένος, αἳ κατὰ γαῖαν
ἄνδρας κουρίζουσι σὺν Ἀπόλλωνι ἄνακτι
καὶ ποταμοῖς, ταύτην δὲ Διὸς πάρα μοῖραν ἔχουσι,
Πειθώ τ’ Ἀδμήτη τε Ἰάνθη τ’ Ἠλέκτρη τε
Δωρίς τε Πρυμνώ τε καὶ Οὐρανίη θεοειδὴς
Ἱππώ τε Κλυμένη τε Ῥόδειά τε Καλλιρόη τε
Ζευξώ τε Κλυτίη τε Ἰδυῖά τε Πασιθόη τε
Πληξαύρη τε Γαλαξαύρη τ’ ἐρατή τε Διώνη
Μηλόβοσίς τε Θόη τε καὶ εὐειδὴς Πολυδώρη
Κερκηίς τε φυὴν ἐρατὴ Πλουτώ τε βοῶπις
Περσηίς τ’ Ἰάνειρά τ’ Ἀκάστη τε Ξάνθη τε
Πετραίη τ’ ἐρόεσσα Μενεσθώ τ’ Εὐρώπη τε
Μῆτίς τ’ Εὐρυνόμη τε Τελεστώ τε κροκόπεπλος
Χρυσηίς τ’ Ἀσίη τε καὶ ἱμερόεσσα Καλυψὼ
Εὐδώρη τε Τύχη τε καὶ Ἀμφιρὼ Ὠκυρόη τε
καὶ Στύξ, ἣ δή σφεων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων.
αὗται ἄρ’ Ὠκεανοῦ καὶ Τηθύος ἐξεγένοντο
πρεσβύταται κοῦραι. πολλαί γε μέν εἰσι καὶ ἄλλαι.
τρὶς γὰρ χίλιαί εἰσι τανίσφυροι Ὠκεανῖναι,
αἵ ῥα πολυσπερέες γαῖαν καὶ βένθεα λίμνης
πάντῃ ὁμῶς ἐφέπουσι, θεάων ἀγλαὰ τέκνα.
τόσσοι δ’ αὖθ’ ἕτεροι ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες,
υἱέες Ὠκεανοῦ, τοὺς γείνατο πότνια Τηθύς.
τῶν ὄνομ’ ἀργαλέον πάντων βροτὸν ἄνδρα ἐνισπεῖν,
οἱ δὲ ἕκαστοι ἴσασιν, ὅσοι περιναιετάουσι.
Θεία δ’ Ἠέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
Ἠῶ θ’, ἣ πάντεσσιν ἐπιχθονίοισι φαείνει
ἀθανάτοις τε θεοῖσι τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
γείναθ’ ὑποδμηθεῖσ’ Ὑπερίονος ἐν φιλότητι.
Κρείῳ δ’ Εὐρυβίη τέκεν ἐν φιλότητι μιγεῖσα
Ἀστραῖόν τε μέγαν Πάλλαντά τε δῖα θεάων
Πέρσην θ’, ὃς καὶ πᾶσι μετέπρεπεν ἰδμοσύνῃσιν.
Ἀστραίῳ δ’ Ἠὼς ἀνέμους τέκε καρτεροθύμους,
ἀργεστὴν Ζέφυρον Βορέην τ’ αἰψηροκέλευθον
καὶ Νότον, ἐν φιλότητι θεὰ θεῷ εὐνηθεῖσα.
τοὺς δὲ μέτ’ ἀστέρα τίκτεν Ἑωσφόρον Ἠριγένεια
ἄστρά τε λαμπετόωντα, τά τ’ οὐρανὸς ἐστεφάνωται.
Στὺξ δ’ ἔτεκ’ Ὠκεανοῦ θυγάτηρ Πάλλαντι μιγεῖσα
Ζῆλον καὶ Νίκην καλλίσφυρον ἐν μεγάροισι
καὶ Κράτος ἠδὲ Βίην ἀριδείκετα γείνατο τέκνα.
τῶν οὐκ ἔστ’ ἀπάνευθε Διὸς δόμος, οὐδέ τις ἕδρη,
οὐδ’ ὁδός, ὅππῃ μὴ κείνοις θεὸς ἡγεμονεύει,
ἀλλ’ αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ βαρυκτύπῳ ἑδριόωνται.
ὣς γὰρ ἐβούλευσε Στὺξ ἄφθιτος Ὠκεανίνη
ἤματι τῷ, ὅτε πάντας Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς
ἀθανάτους ἐκάλεσσε θεοὺς ἐς μακρὸν Ὄλυμπον,
εἶπε δ’, ὃς ἂν μετὰ εἷο θεῶν Τιτῆσι μάχοιτο,
μή τιν’ ἀπορραίσειν γεράων, τιμὴν δὲ ἕκαστον
ἑξέμεν ἣν τὸ πάρος γε μετ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι.
τὸν δ’ ἔφαθ’, ὅστις ἄτιμος ὑπὸ Κρόνου ἠδ’ ἀγέραστος,
τιμῆς καὶ γεράων ἐπιβησέμεν, ἣ θέμις ἐστίν.
ἦλθε δ’ ἄρα πρώτη Στὺξ ἄφθιτος Οὔλυμπόνδε
σὺν σφοῖσιν παίδεσσι φίλου διὰ μήδεα πατρός.
τὴν δὲ Ζεὺς τίμησε, περισσὰ δὲ δῶρα ἔδωκεν.
αὐτὴν μὲν γὰρ ἔθηκε θεῶν μέγαν ἔμμεναι ὅρκον,
παῖδας δ’ ἤματα πάντα ἑοῦ μεταναιέτας εἶναι.
ὣς δ’ αὔτως πάντεσσι διαμπερές, ὥς περ ὑπέστη,
ἐξετέλεσσ’. αὐτὸς δὲ μέγα κρατεῖ ἠδὲ ἀνάσσει.
Φοίβη δ’ αὖ Κοίου πολυήρατον ἦλθεν ἐς εὐνήν.
κυσαμένη δἤπειτα θεὰ θεοῦ ἐν φιλότητι
Λητὼ κυανόπεπλον ἐγείνατο, μείλιχον αἰεί,
ἤπιον ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι,
μείλιχον ἐξ ἀρχῆς, ἀγανώτατον ἐντὸς Ὀλύμπου.
γείνατο δ’ Ἀστερίην εὐώνυμον, ἥν ποτε Πέρσης
ἠγάγετ’ ἐς μέγα δῶμα φίλην κεκλῆσθαι ἄκοιτιν.
Ἡ δ’ ὑποκυσαμένη Ἑκάτην τέκε, τὴν περὶ πάντων
Ζεὺς Κρονίδης τίμησε. πόρεν δέ οἱ ἀγλαὰ δῶρα,
μοῖραν ἔχειν γαίης τε καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης.
ἡ δὲ καὶ ἀστερόεντος ἀπ’ οὐρανοῦ ἔμμορε τιμῆς,
ἀθανάτοις τε θεοῖσι τετιμένη ἐστὶ μάλιστα.
καὶ γὰρ νῦν, ὅτε πού τις ἐπιχθονίων ἀνθρώπων
ἔρδων ἱερὰ καλὰ κατὰ νόμον ἱλάσκηται,
κικλήσκει Ἑκάτην. πολλή τέ οἱ ἔσπετο τιμὴ
ῥεῖα μάλ’, ᾧ πρόφρων γε θεὰ ὑποδέξεται εὐχάς,
καί τέ οἱ ὄλβον ὀπάζει, ἐπεὶ δύναμίς γε πάρεστιν.
ὅσσοι γὰρ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο
καὶ τιμὴν ἔλαχον, τούτων ἔχει αἶσαν ἁπάντων.
Οὐδέ τί μιν Κρονίδης ἐβιήσατο οὐδέ τ’ ἀπηύρα,
ὅσσ’ ἔλαχεν Τιτῆσι μέτα προτέροισι θεοῖσιν,
ἀλλ’ ἔχει, ὡς τὸ πρῶτον ἀπ’ ἀρχῆς ἔπλετο δασμός.
οὐδ’, ὅτι μουνογενής, ἧσσον θεὰ ἔμμορε τιμῆς
καὶ γεράων γαίῃ τε καὶ οὐρανῷ ἠδὲ θαλάσσῃ,
ἀλλ’ ἔτι καὶ πολὺ μᾶλλον, ἐπεὶ Ζεὺς τίεται αὐτήν.
ᾧ δ’ ἐθέλῃ, μεγάλως παραγίνεται ἠδ’ ὀνίνησιν.
ἔν τε δίκῃ βασιλεῦσι παρ’ αἰδοίοισι καθίζει,
ἔν τ’ ἀγορῇ λαοῖσι μεταπρέπει, ὅν κ’ ἐθέλῃσιν.
ἠδ’ ὁπότ’ ἐς πόλεμον φθισήνορα θωρήσσωνται
ἀνέρες, ἔνθα θεὰ παραγίνεται, οἷς κ’ ἐθέλῃσι
νίκην προφρονέως ὀπάσαι καὶ κῦδος ὀρέξαι.
ἐσθλὴ δ’ αὖθ’ ὁπότ’ ἄνδρες ἀεθλεύωσ’ ἐν ἀγῶνι.
ἔνθα θεὰ καὶ τοῖς παραγίνεται ἠδ’ ὀνίνησι.
νικήσας δὲ βίῃ καὶ κάρτει, καλὸν ἄεθλον
ῥεῖα φέρει χαίρων τε, τοκεῦσι δὲ κῦδος ὀπάζει.
ἐσθλὴ δ’ ἱππήεσσι παρεστάμεν, οἷς κ’ ἐθέλῃσιν.
Καὶ τοῖς, οἳ γλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται,
εὔχονται δ’ Ἑκάτῃ καὶ ἐρικτύπῳ Ἐννοσιγαίῳ,
ῥηιδίως ἄγρην κυδρὴ θεὸς ὤπασε πολλήν,
ῥεῖα δ’ ἀφείλετο φαινομένην, ἐθέλουσά γε θυμῷ.
Ἐσθλὴ δ’ ἐν σταθμοῖσι σὺν Ἑρμῇ ληίδ’ ἀέξειν.
βουκολίας δὲ βοῶν τε καὶ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν
ποίμνας τ’ εἰροπόκων ὀίων, θυμῷ γ’ ἐθέλουσα,
ἐξ ὀλίγων βριάει κἀκ πολλῶν μείονα θῆκεν.
Οὕτω τοι καὶ μουνογενὴς ἐκ μητρὸς ἐοῦσα
πᾶσι μετ’ ἀθανάτοισι τετίμηται γεράεσσι.
Θῆκε δέ μιν Κρονίδης κουροτρόφον, οἳ μετ’ ἐκείνην
ὀφθαλμοῖσιν ἴδοντο φάος πολυδερκέος Ἠοῦς.
οὕτως ἐξ ἀρχῆς κουροτρόφος, αἳ δέ τε τιμαί.
Ῥείη δὲ δμηθεῖσα Κρόνῳ τέκε φαίδιμα τέκνα,
Ἱστίην Δήμητρα καὶ Ἥρην χρυσοπέδιλον,
ἴφθιμόν τ’ Ἀίδην, ὃς ὑπὸ χθονὶ δώματα ναίει
νηλεὲς ἦτορ ἔχων, καὶ ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον,
Ζῆνά τε μητιόεντα, θεῶν πατέρ’ ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν,
τοῦ καὶ ὑπὸ βροντῆς πελεμίζεται εὐρεῖα χθών.
καὶ τοὺς μὲν κατέπινε μέγας Κρόνος, ὥς τις ἕκαστος
νηδύος ἐξ ἱερῆς μητρὸς πρὸς γούναθ’ ἵκοιτο,
τὰ φρονέων, ἵνα μή τις ἀγαυῶν Οὐρανιώνων
ἄλλος ἐν ἀθανάτοισιν ἔχοι βασιληίδα τιμήν.
Πεύθετο γὰρ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος
οὕνεκά οἱ πέπρωτο ἑῷ ὑπὸ παιδὶ δαμῆναι,
καὶ κρατερῷ περ ἐόντι, -Διὸς μεγάλου διὰ βουλάς-
τῷ ὅ γ’ ἄρ’ οὐκ ἀλαοσκοπιὴν ἔχεν, ἀλλὰ δοκεύων
παῖδας ἑοὺς κατέπινε. Ῥέην δ’ ἔχε πένθος ἄλαστον.
Ἀλλ’ ὅτε δὴ Δί’ ἔμελλε θεῶν πατέρ’ ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν
τέξεσθαι, τότ’ ἔπειτα φίλους λιτάνευε τοκῆας
τοὺς αὐτῆς, Γαῖάν τε καὶ Οὐρανὸν ἀστερόεντα,
μῆτιν συμφράσσασθαι, ὅπως λελάθοιτο τεκοῦσα
παῖδα φίλον, τείσαιτο δ’ ἐρινῦς πατρὸς ἑοῖο
παίδων <θ’> οὓς κατέπινε μέγας Κρόνος ἀγκυλομήτης.
Οἱ δὲ θυγατρὶ φίλῃ μάλα μὲν κλύον ἠδ’ ἐπίθοντο,
καί οἱ πεφραδέτην, ὅσα περ πέπρωτο γενέσθαι
ἀμφὶ Κρόνῳ βασιλῆι καὶ υἱέι καρτεροθύμῳ.
πέμψαν δ’ ἐς Λύκτον, Κρήτης ἐς πίονα δῆμον,
ὁππότ’ ἄρ’ ὁπλότατον παίδων ἤμελλε τεκέσθαι,
Ζῆνα μέγαν. τὸν μέν οἱ ἐδέξατο Γαῖα πελώρη
Κρήτῃ ἐν εὐρείῃ τρεφέμεν ἀτιταλλέμεναί τε.
ἔνθά μιν ἷκτο φέρουσα θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν,
πρώτην ἐς Λύκτον. κρύψεν δέ ἑ χερσὶ λαβοῦσα
ἄντρῳ ἐν ἠλιβάτῳ, ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης,
Αἰγαίῳ ἐν ὄρει πεπυκασμένῳ ὑλήεντι.
τῷ δὲ σπαργανίσασα μέγαν λίθον ἐγγυάλιξεν
Οὐρανίδῃ μέγ’ ἄνακτι, θεῶν προτέρων βασιλῆι.
τὸν τόθ’ ἑλὼν χείρεσσιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν,
σχέτλιος, οὐδ’ ἐνόησε μετὰ φρεσίν, ὥς οἱ ὀπίσσω
ἀντὶ λίθου ἑὸς υἱὸς ἀνίκητος καὶ ἀκηδὴς
λείπεθ’, ὅ μιν τάχ’ ἔμελλε βίῃ καὶ χερσὶ δαμάσσας
τιμῆς ἐξελάαν, ὁ δ’ ἐν ἀθανάτοισιν ἀνάξειν.
Καρπαλίμως δ’ ἄρ’ ἔπειτα μένος καὶ φαίδιμα γυῖα
ηὔξετο τοῖο ἄνακτος. ἐπιπλομένου δ’ ἐνιαυτοῦ,
Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς,
ὃν γόνον ἂψ ἀνέηκε μέγας Κρόνος ἀγκυλομήτης,
νικηθεὶς τέχνῃσι βίηφί τε παιδὸς ἑοῖο.
πρῶτον δ’ ἐξήμησε λίθον, πύματον καταπίνων.
τὸν μὲν Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονὸς εὐρυοδείης
Πυθοῖ ἐν ἠγαθέῃ, γυάλοις ὕπο Παρνησσοῖο,
σῆμ’ ἔμεν ἐξοπίσω, θαῦμα θνητοῖσι βροτοῖσι.
[Λῦσε δὲ πατροκασιγνήτους ὀλοῶν ὑπὸ δεσμῶν,
Οὐρανίδας, οὓς δῆσε πατὴρ ἀεσιφροσύνῃσιν.
οἵ οἱ ἀπεμνήσαντο χάριν εὐεργεσιάων,
δῶκαν δὲ βροντὴν ἠδ’ αἰθαλόεντα κεραυνὸν
καὶ στεροπήν. τὸ πρὶν δὲ πελώρη Γαῖα κεκεύθει.
τοῖς πίσυνος θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἀνάσσει.]
Κούρην δ’ Ἰαπετὸς καλλίσφυρον Ὠκεανίνην
ἠγάγετο Κλυμένην καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν.
ἡ δέ οἱ Ἄτλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα,
τίκτε δ’ ὑπερκύδαντα Μενοίτιον ἠδὲ Προμηθέα,
ποικίλον αἰολόμητιν, ἁμαρτίνοόν τ’ Ἐπιμηθέα.
ὃς κακὸν ἐξ ἀρχῆς γένετ’ ἀνδράσιν ἀλφηστῇσι.
πρῶτος γάρ ῥα Διὸς πλαστὴν ὑπέδεκτο γυναῖκα
παρθένον. ὑβριστὴν δὲ Μενοίτιον εὐρύοπα Ζεὺς
εἰς ἔρεβος κατέπεμψε βαλὼν ψολόεντι κεραυνῷ
εἵνεκ’ ἀτασθαλίης τε καὶ ἠνορέης ὑπερόπλου.
Ἄτλας δ’ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχει κρατερῆς ὑπ’ ἀνάγκης,
πείρασιν ἐν γαίης πρόπαρ’ Ἑσπερίδων λιγυφώνων
ἑστηώς, κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσι.
ταύτην γάρ οἱ μοῖραν ἐδάσσατο μητίετα Ζεύς.
δῆσε δ’ ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθέα ποικιλόβουλον,
δεσμοῖς ἀργαλέοισι, μέσον διὰ κίον’ ἐλάσσας.
καί οἱ ἐπ’ αἰετὸν ὦρσε τανύπτερον. αὐτὰρ ὅ γ’ ἧπαρ
ἤσθιεν ἀθάνατον, τὸ δ’ ἀέξετο ἶσον ἁπάντῃ
νυκτός, ὅσον πρόπαν ἦμαρ ἔδοι τανυσίπτερος ὄρνις.
τὸν μὲν ἄρ’ Ἀλκμήνης καλλισφύρου ἄλκιμος υἱὸς
Ἡρακλέης ἔκτεινε, κακὴν δ’ ἀπὸ νοῦσον ἄλαλκεν
Ἰαπετιονίδῃ καὶ ἐλύσατο δυσφροσυνάων,
οὐκ ἀέκητι Ζηνὸς Ὀλυμπίου ὕψι μέδοντος,
ὄφρ’ Ἡρακλῆος Θηβαγενέος κλέος εἴη
πλεῖον ἔτ’ ἢ τὸ πάροιθεν ἐπὶ χθόνα πουλυβότειραν.
ταῦτ’ ἄρα ἁζόμενος τίμα ἀριδείκετον υἱόν.
καί περ χωόμενος παύθη χόλου, ὃν πρὶν ἔχεσκεν,
οὕνεκ’ ἐρίζετο βουλὰς ὑπερμενέι Κρονίωνι.
καὶ γὰρ ὅτ’ ἐκρίνοντο θεοὶ θνητοί τ’ ἄνθρωποι
Μηκώνῃ, τότ’ ἔπειτα μέγαν βοῦν πρόφρονι θυμῷ
δασσάμενος προύθηκε, Διὸς νόον ἐξαπαφίσκων.
τῷ μὲν γὰρ σάρκάς τε καὶ ἔγκατα πίονα δημῷ
ἐν ῥινῷ κατέθηκε, καλύψας γαστρὶ βοείῃ,
τοῖς δ’ αὖτ’ ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ
εὐθετίσας κατέθηκε, καλύψας ἀργέτι δημῷ.
δὴ τότε μιν προσέειπε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.
Ἰαπετιονίδη, πάντων ἀριδείκετ’ ἀνάκτων,
ὦ πέπον, ὡς ἑτεροζήλως διεδάσσαο μοίρας.
Ὣς φάτο κερτομέων Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς.
τὸν δ’ αὖτε προσέειπε Προμηθεὺς ἀγκυλομήτης,
ἦκ’ ἐπιμειδήσας, δολίης δ’ οὐ λήθετο τέχνης.
Ζεῦ κύδιστε μέγιστε θεῶν αἰειγενετάων,
τῶν δ’ ἕλευ ὁπποτέρην σε ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἀνώγει.
Φῆ ῥα δολοφρονέων. Ζεὺς δ’ ἄφθιτα μήδεα εἰδὼς
γνῶ ῥ’ οὐδ’ ἠγνοίησε δόλον. κακὰ δ’ ὄσσετο θυμῷ
θνητοῖς ἀνθρώποισι, τὰ καὶ τελέεσθαι ἔμελλε.
χερσὶ δ’ ὅ γ’ ἀμφοτέρῃσιν ἀνείλετο λευκὸν ἄλειφαρ,
χώσατο δὲ φρένας ἀμφί, χόλος δέ μιν ἵκετο θυμόν,
ὡς ἴδεν ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχῃ.
ἐκ τοῦ δ’ ἀθανάτοισιν ἐπὶ χθονὶ φῦλ’ ἀνθρώπων
καίουσ’ ὀστέα λευκὰ θυηέντων ἐπὶ βωμῶν.
τὸν δὲ μέγ’ ὀχθήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς.
Ἰαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα εἰδώς,
ὦ πέπον, οὐκ ἄρα πω δολίης ἐπελήθεο τέχνης.
Ὣς φάτο χωόμενος Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς.
ἐκ τούτου δἤπειτα χόλου μεμνημένος αἰεὶ
οὐκ ἐδίδου μελίῃσι πυρὸς μένος ἀκαμάτοιο
θνητοῖς ἀνθρώποις οἳ ἐπὶ χθονὶ ναιετάουσιν.
ἀλλά μιν ἐξαπάτησεν ἐὺς πάις Ἰαπετοῖο
κλέψας ἀκαμάτοιο πυρὸς τηλέσκοπον αὐγὴν
ἐν κοίλῳ νάρθηκι. δάκεν δ’ ἄρα νειόθι θυμὸν
Ζῆν’ ὑψιβρεμέτην, ἐχόλωσε δέ μιν φίλον ἦτορ,
ὡς ἴδ’ ἐν ἀνθρώποισι πυρὸς τηλέσκοπον αὐγήν.
αὐτίκα δ’ ἀντὶ πυρὸς τεῦξεν κακὸν ἀνθρώποισι.
γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις
παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς.
ζῶσε δὲ καὶ κόσμησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
ἀργυφέῃ ἐσθῆτι. κατὰ κρῆθεν δὲ καλύπτρην
δαιδαλέην χείρεσσι κατέσχεθε, θαῦμα ἰδέσθαι.
[ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνους νεοθηλέας, ἄνθεα ποίης,
ἱμερτοὺς περίθηκε καρήατι Παλλὰς Ἀθήνη.]
ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνην χρυσέην κεφαλῆφιν ἔθηκε,
τὴν αὐτὸς ποίησε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις
ἀσκήσας παλάμῃσι, χαριζόμενος Διὶ πατρί.
τῇ δ’ ἔνι δαίδαλα πολλὰ τετεύχατο, θαῦμα ἰδέσθαι,
κνώδαλ’ ὅσ’ ἤπειρος δεινὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα.
τῶν ὅ γε πόλλ’ ἐνέθηκε, χάρις δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄητο,
θαυμάσια, ζωοῖσιν ἐοικότα φωνήεσσιν.
Αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῦξε καλὸν κακὸν ἀντ’ ἀγαθοῖο,
ἐξάγαγ’ ἔνθά περ ἄλλοι ἔσαν θεοὶ ἠδ’ ἄνθρωποι,
κόσμῳ ἀγαλλομένην γλαυκώπιδος Ὀβριμοπάτρης.
θαῦμα δ’ ἔχ’ ἀθανάτους τε θεοὺς θνητούς τ’ ἀνθρώπους,
ὡς εἶδον δόλον αἰπύν, ἀμήχανον ἀνθρώποισιν.
ἐκ τῆς γὰρ γένος ἐστὶ γυναικῶν θηλυτεράων,
[τῆς γὰρ ὀλοίιόν ἐστι γένος καὶ φῦλα γυναικῶν,]
πῆμα μέγα θνητοῖσι, σὺν ἀνδράσι ναιετάουσιν,
οὐλομένης Πενίης οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ Κόροιο.
ὡς δ’ ὁπότ’ ἐν σμήνεσσι κατηρεφέεσσι μέλισσαι
κηφῆνας βόσκωσι, κακῶν ξυνήονας ἔργων.
αἱ μέν τε πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἠμάτιαι σπεύδουσι τιθεῖσί τε κηρία λευκά,
οἱ δ’ ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους
ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμῶνται.
ὣς δ’ αὔτως ἄνδρεσσι κακὸν θνητοῖσι γυναῖκας
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης θῆκε, ξυνήονας ἔργων
ἀργαλέων. ἕτερον δὲ πόρεν κακὸν ἀντ’ ἀγαθοῖο,
ὅς κε γάμον φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικῶν
μὴ γῆμαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ’ ἐπὶ γῆρας ἵκηται
χήτει γηροκόμοιο. ὁ δ’ οὐ βιότου γ’ ἐπιδευὴς
ζώει, ἀποφθιμένου δὲ διὰ ζωὴν δατέονται
χηρωσταί. ᾧ δ’ αὖτε γάμου μετὰ μοῖρα γένηται,
κεδνὴν δ’ ἔσχεν ἄκοιτιν, ἀρηρυῖαν πραπίδεσσι,
τῷ δέ τ’ ἀπ’ αἰῶνος κακὸν ἐσθλῷ ἀντιφερίζει
ἐμμενές. ὃς δέ κε τέτμῃ ἀταρτηροῖο γενέθλης,
ζώει ἐνὶ στήθεσσιν ἔχων ἀλίαστον ἀνίην
θυμῷ καὶ κραδίῃ, καὶ ἀνήκεστον κακόν ἐστιν.
Ὣς οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον οὐδὲ παρελθεῖν.
οὐδὲ γὰρ Ἰαπετιονίδης ἀκάκητα Προμηθεὺς
τοῖό γ’ ὑπεξήλυξε βαρὺν χόλον, ἀλλ’ ὑπ’ ἀνάγκης
καὶ πολύιδριν ἐόντα μέγας κατὰ δεσμὸς ἐρύκει.
Ὀβριάρεῳ δ’ ὡς πρῶτα πατὴρ ὠδύσσατο θυμῷ
Κόττῳ τ’ ἠδὲ Γύγῃ, δῆσε κρατερῷ ἐνὶ δεσμῷ,
ἠνορέην ὑπέροπλον ἀγώμενος ἠδὲ καὶ εἶδος
καὶ μέγεθος. κατένασσε δ’ ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης.
ἔνθ’ οἵ γ’ ἄλγε’ ἔχοντες ὑπὸ χθονὶ ναιετάοντες
εἵατ’ ἐπ’ ἐσχατιῇ μεγάλης ἐν πείρασι γαίης
δηθὰ μάλ’ ἀχνύμενοι, κραδίῃ μέγα πένθος ἔχοντες.
ἀλλά σφεας Κρονίδης τε καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι
οὓς τέκεν ἠύκομος Ῥείη Κρόνου ἐν φιλότητι
Γαίης φραδμοσύνῃσιν ἀνήγαγον ἐς φάος αὖτις.
αὐτὴ γάρ σφιν ἅπαντα διηνεκέως κατέλεξε,
σὺν κείνοις νίκην τε καὶ ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι.
δηρὸν γὰρ μάρναντο πόνον θυμαλγέ’ ἔχοντες
ἀντίον ἀλλήλοισι διὰ κρατερὰς ὑσμίνας
Τιτῆνές τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο,
οἱ μὲν ἀφ’ ὑψηλῆς Ὄθρυος Τιτῆνες ἀγαυοί,
οἱ δ’ ἄρ’ ἀπ’ Οὐλύμποιο θεοὶ δωτῆρες ἐάων
οὓς τέκεν ἠύκομος Ῥείη Κρόνῳ εὐνηθεῖσα.
οἵ ῥα τότ’ ἀλλήλοισι μάχην θυμαλγέ’ ἔχοντες
συνεχέως ἐμάχοντο δέκα πλείους ἐνιαυτούς.
οὐδέ τις ἦν ἔριδος χαλεπῆς λύσις οὐδὲ τελευτὴ
οὐδετέροις, ἶσον δὲ τέλος τέτατο πτολέμοιο.
ἀλλ’ ὅτε δὴ κείνοισι παρέσχεθεν ἄρμενα πάντα,
νέκταρ τ’ ἀμβροσίην τε, τά περ θεοὶ αὐτοὶ ἔδουσι,
πάντων <τ’> ἐν στήθεσσιν ἀέξετο θυμὸς ἀγήνωρ,
[ὡς νέκταρ τ’ ἐπάσαντο καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινήν,]
δὴ τότε τοῖς μετέειπε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.
« κέκλυτέ μευ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἀγλαὰ τέκνα,
ὄφρ’ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
ἤδη γὰρ μάλα δηρὸν ἐναντίοι ἀλλήλοισι
νίκης καὶ κάρτευς πέρι μαρνάμεθ’ ἤματα πάντα,
Τιτῆνές τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐκγενόμεσθα.
ὑμεῖς δὲ μεγάλην τε βίην καὶ χεῖρας ἀάπτους
φαίνετε Τιτήνεσσιν ἐναντίον ἐν δαὶ λυγρῇ,
μνησάμενοι φιλότητος ἐνηέος, ὅσσα παθόντες
ἐς φάος ἂψ ἀφίκεσθε δυσηλεγέος ὑπὸ δεσμοῦ
ἡμετέρας διὰ βουλὰς ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος.»
Ὣς φάτο. τὸν δ’ αἶψ’ αὖτις ἀμείβετο Κόττος ἀμύμων.
« δαιμόνι’, οὐκ ἀδάητα πιφαύσκεαι, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ
ἴδμεν ὅ τοι περὶ μὲν πραπίδες, περὶ δ’ ἐστὶ νόημα,
ἀλκτὴρ δ’ ἀθανάτοισιν ἀρῆς γένεο κρυεροῖο,
σῇσι δ’ ἐπιφροσύνῃσιν ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος
ἄψορρον ἐξαῦτις ἀμειλίκτων ὑπὸ δεσμῶν
ἠλύθομεν, Κρόνου υἱὲ ἄναξ, ἀνάελπτα παθόντες.
τῷ καὶ νῦν ἀτενεῖ τε νόῳ καὶ πρόφρονι θυμῷ
ῥυσόμεθα κράτος ὑμὸν ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι,
μαρνάμενοι Τιτῆσιν ἀνὰ κρατερὰς ὑσμίνας.»
Ὣς φάτ’. ἐπῄνησαν δὲ θεοὶ δωτῆρες ἐάων
μῦθον ἀκούσαντες. πολέμου δ’ ἐλιλαίετο θυμὸς
μᾶλλον ἔτ’ ἢ τὸ πάροιθε. μάχην δ’ ἀμέγαρτον ἔγειραν
πάντες, θήλειαί τε καὶ ἄρσενες, ἤματι κείνῳ,
Τιτῆνές τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο,
οὕς τε Ζεὺς ἐρέβεσφιν ὑπὸ χθονὸς ἧκε φόωσδε,
δεινοί τε κρατεροί τε, βίην ὑπέροπλον ἔχοντες.
τῶν ἑκατὸν μὲν χεῖρες ἀπ’ ὤμων ἀίσσοντο
πᾶσιν ὁμῶς, κεφαλαὶ δὲ ἑκάστῳ πεντήκοντα
ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσιν.
οἳ τότε Τιτήνεσσι κατέσταθεν ἐν δαὶ λυγρῇ
πέτρας ἠλιβάτους στιβαρῇς ἐν χερσὶν ἔχοντες.
Τιτῆνες δ’ ἑτέρωθεν ἐκαρτύναντο φάλαγγας
προφρονέως. χειρῶν τε βίης θ’ ἅμα ἔργον ἔφαινον
ἀμφότεροι, δεινὸν δὲ περίαχε πόντος ἀπείρων,
γῆ δὲ μέγ’ ἐσμαράγησεν, ἐπέστενε δ’ οὐρανὸς εὐρὺς
σειόμενος, πεδόθεν δὲ τινάσσετο μακρὸς Ὄλυμπος
ῥιπῇ ὕπ’ ἀθανάτων, ἔνοσις δ’ ἵκανε βαρεῖα
τάρταρον ἠερόεντα ποδῶν, αἰπεῖά τ’ ἰωὴ
ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων.
ὣς ἄρ’ ἐπ’ ἀλλήλοις ἵεσαν βέλεα στονόεντα.
φωνὴ δ’ ἀμφοτέρων ἵκετ’ οὐρανὸν ἀστερόεντα
κεκλομένων. οἱ δὲ ξύνισαν μεγάλῳ ἀλαλητῷ.
Οὐδ’ ἄρ’ ἔτι Ζεὺς ἴσχεν ἑὸν μένος, ἀλλά νυ τοῦ γε
εἶθαρ μὲν μένεος πλῆντο φρένες, ἐκ δέ τε πᾶσαν
φαῖνε βίην. ἄμυδις δ’ ἄρ’ ἀπ’ οὐρανοῦ ἠδ’ ἀπ’ Ὀλύμπου
ἀστράπτων ἔστειχε συνωχαδόν, οἱ δὲ κεραυνοὶ
ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο
χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες,
ταρφέες. ἀμφὶ δὲ γαῖα φερέσβιος ἐσμαράγιζε
καιομένη, λάκε δ’ ἀμφὶ περὶ μεγάλ’ ἄσπετος ὕλη.
ἔζεε δὲ χθὼν πᾶσα καὶ Ὠκεανοῖο ῥέεθρα
πόντός τ’ ἀτρύγετος. τοὺς δ’ ἄμφεπε θερμὸς ἀυτμὴ
Τιτῆνας χθονίους, φλὸξ δ’ αἰθέρα δῖαν ἵκανεν
ἄσπετος, ὄσσε δ’ ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ ἐόντων
αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ τε στεροπῆς τε.
καῦμα δὲ θεσπέσιον κάτεχεν χάος. εἴσατο δ’ ἄντα
ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ’ οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι
αὔτως, ὡς ὅτε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
πίλνατο. τοῖος γάρ κε μέγας ὑπὸ δοῦπος ὀρώρει,
τῆς μὲν ἐρειπομένης, τοῦ δ’ ὑψόθεν ἐξεριπόντος.
τόσσος δοῦπος ἔγεντο θεῶν ἔριδι ξυνιόντων.
σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ’ ἐσφαράγιζον
βροντήν τε στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν,
κῆλα Διὸς μεγάλοιο, φέρον δ’ ἰαχήν τ’ ἐνοπήν τε
ἐς μέσον ἀμφοτέρων. ὄτοβος δ’ ἄπλητος ὀρώρει
σμερδαλέης ἔριδος, κάρτευς δ’ ἀνεφαίνετο ἔργον.
Ἐκλίνθη δὲ μάχη. πρὶν δ’ ἀλλήλοις ἐπέχοντες
ἐμμενέως ἐμάχοντο διὰ κρατερὰς ὑσμίνας.
οἱ δ’ ἄρ’ ἐνὶ πρώτοισι μάχην δριμεῖαν ἔγειραν,
Κόττος τε Βριάρεώς τε Γύγης τ’ ἄατος πολέμοιο.
οἵ ῥα τριηκοσίας πέτρας στιβαρέων ἀπὸ χειρῶν
πέμπον ἐπασσυτέρας, κατὰ δ’ ἐσκίασαν βελέεσσι
Τιτῆνας. καὶ τοὺς μὲν ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
πέμψαν καὶ δεσμοῖσιν ἐν ἀργαλέοισιν ἔδησαν,
νικήσαντες χερσὶν ὑπερθύμους περ ἐόντας,
τόσσον ἔνερθ’ ὑπὸ γῆς ὅσον οὐρανός ἐστ’ ἀπὸ γαίης.
τόσσον γάρ τ’ ἀπὸ γῆς ἐς τάρταρον ἠερόεντα.
ἐννέα γὰρ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων
οὐρανόθεν κατιών, δεκάτῃ κ’ ἐς γαῖαν ἵκοιτο.
ἐννέα δ’ αὖ νύκτας τε καὶ ἤματα χάλκεος ἄκμων
ἐκ γαίης κατιών, δεκάτῃ κ’ ἐς τάρταρον ἵκοι.
Τὸν πέρι χάλκεον ἕρκος ἐλήλαται. ἀμφὶ δέ μιν νὺξ
τριστοιχὶ κέχυται περὶ δειρήν. αὐτὰρ ὕπερθε
γῆς ῥίζαι πεφύασι καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης.
Ἔνθα θεοὶ Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ ἠερόεντι
κεκρύφαται βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο,
χώρῳ ἐν εὐρώεντι, πελώρης ἔσχατα γαίης.
τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, θύρας δ’ ἐπέθηκε Ποσειδέων
χαλκείας, τεῖχος δ’ ἐπελήλαται ἀμφοτέρωθεν.
[ἔνθα Γύγης Κόττος τε καὶ Ὀβριάρεως μεγάθυμος
ναίουσιν, φύλακες πιστοὶ Διὸς αἰγιόχοιο.
Ἔνθα δὲ γῆς δνοφερῆς καὶ ταρτάρου ἠερόεντος
πόντου τ’ ἀτρυγέτοιο καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἑξείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ’ ἔασιν,
ἀργαλέ’ εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ.
χάσμα μέγ’, οὐδέ κε πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν
οὖδας ἵκοιτ’, εἰ πρῶτα πυλέων ἔντοσθε γένοιτο,
ἀλλά κεν ἔνθα καὶ ἔνθα φέροι πρὸ θύελλα θυέλλης
ἀργαλέη. δεινὸν δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι.]
[τοῦτο τέρας. καὶ Νυκτὸς ἐρεμνῆς οἰκία δεινὰ
ἕστηκεν νεφέλῃς κεκαλυμμένα κυανέῃσι.]
Τῶν πρόσθ’ Ἰαπετοῖο πάις ἔχει οὐρανὸν εὐρὺν
ἑστηὼς κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσιν
ἀστεμφέως, ὅθι Νύξ τε καὶ Ἡμέρη ἆσσον ἰοῦσαι
ἀλλήλας προσέειπον ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν
χάλκεον. ἡ μὲν ἔσω καταβήσεται, ἡ δὲ θύραζε
ἔρχεται, οὐδέ ποτ’ ἀμφοτέρας δόμος ἐντὸς ἐέργει,
ἀλλ’ αἰεὶ ἑτέρη γε δόμων ἔκτοσθεν ἐοῦσα
γαῖαν ἐπιστρέφεται, ἡ δ’ αὖ δόμου ἐντὸς ἐοῦσα
μίμνει τὴν αὐτῆς ὥρην ὁδοῦ, ἔστ’ ἂν ἵκηται.
ἡ μὲν ἐπιχθονίοισι φάος πολυδερκὲς ἔχουσα,
ἡ δ’ υπνον μετὰ χερσί, κασίγνητον Θανάτοιο,
Νὺξ ὀλοή, νεφέλῃ κεκαλυμμένη ἠεροειδεῖ.
Ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί’ ἔχουσιν,
ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί. οὐδέ ποτ’ αὐτοὺς
Ἠέλιος φαέθων ἐπιδέρκεται ἀκτίνεσσιν
οὐρανὸν εἰσανιὼν οὐδ’ οὐρανόθεν καταβαίνων.
τῶν ἕτερος μὲν γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
ἥσυχος ἀνστρέφεται καὶ μείλιχος ἀνθρώποισι,
τοῦ δὲ σιδηρέη μὲν κραδίη, χάλκεον δέ οἱ ἦτορ
νηλεὲς ἐν στήθεσσιν. ἔχει δ’ ὃν πρῶτα λάβῃσιν
ἀνθρώπων. ἐχθρὸς δὲ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
Ἔνθα θεοῦ χθονίου πρόσθεν δόμοι ἠχήεντες
[ἰφθίμου τ’ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης]
ἑστᾶσιν, δεινὸς δὲ κύων προπάροιθε φυλάσσει,
νηλειής, τέχνην δὲ κακὴν ἔχει. ἐς μὲν ἰόντας
σαίνει ὁμῶς οὐρῇ τε καὶ οὔασιν ἀμφοτέροισιν,
ἐξελθεῖν δ’ οὐκ αὖτις ἐᾷ πάλιν, ἀλλὰ δοκεύων
ἐσθίει, ὅν κε λάβῃσι πυλέων ἔκτοσθεν ἰόντα.
[ἰφθίμου τ’ Ἀίδεω καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης.]
Ἔνθα δὲ ναιετάει στυγερὴ θεὸς ἀθανάτοισι,
δεινὴ Στύξ, θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο
πρεσβυτάτη. νόσφιν δὲ θεῶν κλυτὰ δώματα ναίει
μακρῇσιν πέτρῃσι κατηρεφέ’. ἀμφὶ δὲ πάντῃ
κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται.
παῦρα δὲ Θαύμαντος θυγάτηρ πόδας ὠκέα ιρις
ἀγγελίη πωλεῖται ἐπ’ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
ὁππότ’ ἔρις καὶ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρηται,
καί ῥ’ ὅστις ψεύδηται Ὀλύμπια δώματ’ ἐχόντων,
Ζεὺς δέ τε ιριν ἔπεμψε θεῶν μέγαν ὅρκον ἐνεῖκαι
τηλόθεν ἐν χρυσέῃ προχόῳ πολυώνυμον ὕδωρ,
ψυχρόν, ὅ τ’ ἐκ πέτρης καταλείβεται ἠλιβάτοιο
ὑψηλῆς. πολλὸν δὲ ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
ἐξ ἱεροῦ ποταμοῖο ῥέει διὰ νύκτα μέλαιναν.
Ὠκεανοῖο κέρας, δεκάτη δ’ ἐπὶ μοῖρα δέδασται.
ἐννέα μὲν περὶ γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
δίνῃς ἀργυρέῃς εἱλιγμένος εἰς ἅλα πίπτει,
ἡ δὲ μί’ ἐκ πέτρης προρέει, μέγα πῆμα θεοῖσιν.
Ὅς κεν τὴν ἐπίορκον ἀπολλείψας ἐπομόσσῃ
ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου,
κεῖται νήυτμος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν.
οὐδέ ποτ’ ἀμβροσίης καὶ νέκταρος ἔρχεται ἆσσον
βρώσιος, ἀλλά τε κεῖται ἀνάπνευστος καὶ ἄναυδος
στρωτοῖς ἐν λεχέεσσι, κακὸν δ’ ἐπὶ κῶμα καλύπτει.
αὐτὰρ ἐπὴν νοῦσον τελέσει μέγαν εἰς ἐνιαυτόν,
ἄλλος δ’ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτερος ἆθλος.
εἰνάετες δὲ θεῶν ἀπαμείρεται αἰὲν ἐόντων,
οὐδέ ποτ’ ἐς βουλὴν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῖτας
ἐννέα πάντ’ ἔτεα. δεκάτῳ δ’ ἐπιμίσγεται αὖτις
εἰρέας ἀθανάτων οἳ Ὀλύμπια δώματ’ ἔχουσι.
τοῖον ἄρ’ ὅρκον ἔθεντο θεοὶ Στυγὸς ἄφθιτον ὕδωρ,
ὠγύγιον. τὸ δ’ ἵησι καταστυφέλου διὰ χώρου.
Ἔνθα δὲ γῆς δνοφερῆς καὶ ταρτάρου ἠερόεντος
πόντου τ’ ἀτρυγέτοιο καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος
ἑξείης πάντων πηγαὶ καὶ πείρατ’ ἔασιν,
ἀργαλέ’ εὐρώεντα, τά τε στυγέουσι θεοί περ.
ἔνθα δὲ μαρμάρεαί τε πύλαι καὶ χάλκεος οὐδός,
ἀστεμφὲς ῥίζῃσι διηνεκέεσσιν ἀρηρώς,
αὐτοφυής. πρόσθεν δὲ θεῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων
Τιτῆνες ναίουσι, πέρην χάεος ζοφεροῖο.
αὐτὰρ ἐρισμαράγοιο Διὸς κλειτοὶ ἐπίκουροι
δώματα ναιετάουσιν ἐπ’ Ὠκεανοῖο θεμέθλοις,
Κόττος τ’ ἠδὲ Γύγης. Βριάρεών γε μὲν ἠὺν ἐόντα
γαμβρὸν ἑὸν ποίησε βαρύκτυπος Ἐννοσίγαιος,
δῶκε δὲ Κυμοπόλειαν ὀπυίειν, θυγατέρα ἥν.
Αὐτὰρ ἐπεὶ Τιτῆνας ἀπ’ οὐρανοῦ ἐξέλασε Ζεύς,
ὁπλότατον τέκε παῖδα Τυφωέα Γαῖα πελώρη
Ταρτάρου ἐν φιλότητι διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην.
οὗ χεῖρες μὲν ἔασιν ἐπ’ ἰσχύι ἔργματ’ ἔχουσαι,
καὶ πόδες ἀκάματοι κρατεροῦ θεοῦ. ἐκ δέ οἱ ὤμων
ἦν ἑκατὸν κεφαλαὶ ὄφιος δεινοῖο δράκοντος,
γλώσσῃσι δνοφερῇσι λελιχμότες. ἐν δέ οἱ ὄσσε
θεσπεσίῃς κεφαλῇσιν ὑπ’ ὀφρύσι πῦρ ἀμάρυσσεν.
[πασέων δ’ ἐκ κεφαλέων πῦρ καίετο δερκομένοιο.]
φωναὶ δ’ ἐν πάσῃσιν ἔσαν δεινῇς κεφαλῇσι,
παντοίην ὄπ’ ἰεῖσαι ἀθέσφατον. ἄλλοτε μὲν γὰρ
φθέγγονθ’ ὥς τε θεοῖσι συνιέμεν, ἄλλοτε δ’ αὖτε
ταύρου ἐριβρύχεω μένος ἀσχέτου ὄσσαν ἀγαύρου,
ἄλλοτε δ’ αὖτε λέοντος ἀναιδέα θυμὸν ἔχοντος,
ἄλλοτε δ’ αὖ σκυλάκεσσιν ἐοικότα, θαύματ’ ἀκοῦσαι,
ἄλλοτε δ’ αὖ ῥοίζεσχ’, ὑπὸ δ’ ἤχεεν οὔρεα μακρά.
καί νύ κεν ἔπλετο ἔργον ἀμήχανον ἤματι κείνῳ,
καί κεν ὅ γε θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἄναξεν,
εἰ μὴ ἄρ’ ὀξὺ νόησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.
σκληρὸν δ’ ἐβρόντησε καὶ ὄβριμον, ἀμφὶ δὲ γαῖα
σμερδαλέον κονάβησε καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε
πόντός τ’ Ὠκεανοῦ τε ῥοαὶ καὶ τάρταρα γαίης.
ποσσὶ δ’ ὕπ’ ἀθανάτοισι μέγας πελεμίζετ’ Ὄλυμπος
ὀρνυμένοιο ἄνακτος. ἐπεστονάχιζε δὲ γαῖα.
καῦμα δ’ ὑπ’ ἀμφοτέρων κάτεχεν ἰοειδέα πόντον
βροντῆς τε στεροπῆς τε πυρός τ’ ἀπὸ τοῖο πελώρου
πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος.
ἔζεε δὲ χθὼν πᾶσα καὶ οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα.
θυῖε δ’ ἄρ’ ἀμφ’ ἀκτὰς περί τ’ ἀμφί τε κύματα μακρὰ
ῥιπῇ ὕπ’ ἀθανάτων, ἔνοσις δ’ ἄσβεστος ὀρώρει.
τρέε δ’ Ἀίδης ἐνέροισι καταφθιμένοισιν ἀνάσσων
Τιτῆνές θ’ ὑποταρτάριοι Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες
ἀσβέστου κελάδοιο καὶ αἰνῆς δηιοτῆτος.
Ζεὺς δ’ ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος, εἵλετο δ’ ὅπλα,
βροντήν τε στεροπήν τε καὶ αἰθαλόεντα κεραυνόν,
πλῆξεν ἀπ’ Οὐλύμποιο ἐπάλμενος. ἀμφὶ δὲ πάσας
ἔπρεσε θεσπεσίας κεφαλὰς δεινοῖο πελώρου.
αὐτὰρ ἐπεὶ δή μιν δάμασε πληγῇσιν ἱμάσσας,
ἤριπε γυιωθείς, στονάχιζε δὲ γαῖα πελώρη.
φλὸξ δὲ κεραυνωθέντος ἀπέσσυτο τοῖο ἄνακτος
οὔρεος ἐν βήσσῃσιν ἀιδνῆς παιπαλοέσσης
πληγέντος, πολλὴ δὲ πελώρη καίετο γαῖα
αὐτμῇ θεσπεσίῃ, καὶ ἐτήκετο κασσίτερος ὣς
τέχνῃ ὑπ’ αἰζηῶν ἐν ἐυτρήτοις χοάνοισι
θαλφθείς, ἠὲ σίδηρος, ὅ περ κρατερώτατός ἐστιν,
οὔρεος ἐν βήσσῃσι δαμαζόμενος πυρὶ κηλέῳ
τήκεται ἐν χθονὶ δίῃ ὑφ’ Ἡφαίστου παλάμῃσιν.
ὣς ἄρα τήκετο γαῖα σέλαι πυρὸς αἰθομένοιο.
ῥῖψε δέ μιν θυμῷ ἀκαχὼν ἐς τάρταρον εὐρύν.
Ἐκ δὲ Τυφωέος ἔστ’ ἀνέμων μένος ὑγρὸν ἀέντων,
νόσφι Νότου Βορέω τε καὶ ἀργεστέω Ζεφύροιο.
οἵ γε μὲν ἐκ θεόφιν γενεήν, θνητοῖς μέγ’ ὄνειαρ.
αἱ δ’ ἄλλαι μὰψ αὖραι ἐπιπνείουσι θάλασσαν.
αἳ δή τοι πίπτουσαι ἐς ἠεροειδέα πόντον,
πῆμα μέγα θνητοῖσι, κακῇ θυίουσιν ἀέλλῃ.
ἄλλοτε δ’ ἄλλαι ἄεισι διασκιδνᾶσί τε νῆας
ναύτας τε φθείρουσι. κακοῦ δ’ οὐ γίνεται ἀλκὴ
ἀνδράσιν, οἳ κείνῃσι συνάντωνται κατὰ πόντον.
αἱ δ’ αὖ καὶ κατὰ γαῖαν ἀπείριτον ἀνθεμόεσσαν
ἔργ’ ἐρατὰ φθείρουσι χαμαιγενέων ἀνθρώπων,
πιμπλεῖσαι κόνιός τε καὶ ἀργαλέου κολοσυρτοῦ.
Αὐτὰρ ἐπεί ῥα πόνον μάκαρες θεοὶ ἐξετέλεσσαν,
Τιτήνεσσι δὲ τιμάων κρίναντο βίηφι,
δή ῥα τότ’ ὤτρυνον βασιλευέμεν ἠδὲ ἀνάσσειν
Γαίης φραδμοσύνῃσιν Ὀλύμπιον εὐρύοπα Ζῆν
ἀθανάτων. ὁ δὲ τοῖσιν ἐὺ διεδάσσατο τιμάς.
Ζεὺς δὲ θεῶν βασιλεὺς πρώτην ἄλοχον θέτο Μῆτιν,
πλεῖστα θεῶν εἰδυῖαν ἰδὲ θνητῶν ἀνθρώπων.
ἀλλ’ ὅτε δὴ ἄρ’ ἔμελλε θεὰν γλαυκῶπιν Ἀθήνην
τέξεσθαι, τότ’ ἔπειτα δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας
αἱμυλίοισι λόγοισιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν,
Γαίης φραδμοσύνῃσι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος.
τὼς γάρ οἱ φρασάτην, ἵνα μὴ βασιληίδα τιμὴν
ἄλλος ἔχοι Διὸς ἀντὶ θεῶν αἰειγενετάων.
ἐκ γὰρ τῆς εἵμαρτο περίφρονα τέκνα γενέσθαι.
πρώτην μὲν κούρην γλαυκώπιδα Τριτογένειαν,
ἶσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν,
αὐτὰρ ἔπειτ’ ἄρα παῖδα θεῶν βασιλῆα καὶ ἀνδρῶν
ἤμελλεν τέξεσθαι, ὑπέρβιον ἦτορ ἔχοντα.
ἀλλ’ ἄρα μιν Ζεὺς πρόσθεν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν,
ὥς οἱ συμφράσσαιτο θεὰ ἀγαθόν τε κακόν τε.
Δεύτερον ἠγάγετο λιπαρὴν Θέμιν, ἣ τέκεν Ὥρας,
Εὐνομίην τε Δίκην τε καὶ Εἰρήνην τεθαλυῖαν,
αἵ τ’ ἔργ’ ὠρεύουσι καταθνητοῖσι βροτοῖσι,
Μοίρας θ’, ἧς πλείστην τιμὴν πόρε μητίετα Ζεύς,
Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε διδοῦσι
θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε.
Τρεῖς δέ οἱ Εὐρυνόμη Χάριτας τέκε καλλιπαρήους,
Ὠκεανοῦ κούρη πολυήρατον εἶδος ἔχουσα,
Ἀγλαίην τε καὶ Εὐφροσύνην Θαλίην τ’ ἐρατεινήν.
τῶν καὶ ἀπὸ βλεφάρων ἔρος εἴβετο δερκομενάων
λυσιμελής. καλὸν δέ θ’ ὑπ’ ὀφρύσι δερκιόωνται.
Αὐτὰρ ὁ Δήμητρος πολυφόρβης ἐς λέχος ἦλθεν.
ἣ τέκε Περσεφόνην λευκώλενον, ἣν Ἀιδωνεὺς
ἥρπασεν ἧς παρὰ μητρός, ἔδωκε δὲ μητίετα Ζεύς.
Μνημοσύνης δ’ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς.
Λητὼ δ’ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν
ἱμερόεντα γόνον περὶ πάντων Οὐρανιώνων
γείνατ’ ἄρ’ αἰγιόχοιο Διὸς φιλότητι μιγεῖσα.
Λοισθοτάτην δ’ Ἥρην θαλερὴν ποιήσατ’ ἄκοιτιν.
ἡ δ’ Ἥβην καὶ Ἄρηα καὶ Εἰλείθυιαν ἔτικτε
μιχθεῖσ’ ἐν φιλότητι θεῶν βασιλῆι καὶ ἀνδρῶν.
Αὐτὸς δ’ ἐκ κεφαλῆς γλαυκώπιδα γείνατ’ Ἀθήνην,
δεινὴν ἐγρεκύδοιμον ἀγέστρατον ἀτρυτώνην,
πότνιαν, ἧ κέλαδοί τε ἅδον πόλεμοί τε μάχαι τε.
Ἥρη δ’ Ἥφαιστον κλυτὸν οὐ φιλότητι μιγεῖσα
γείνατο, καὶ ζαμένησε καὶ ἤρισεν ᾧ παρακοίτῃ,
ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένον Οὐρανιώνων.
Ἐκ δ’ Ἀμφιτρίτης καὶ ἐρικτύπου Ἐννοσιγαίου
Τρίτων εὐρυβίης γένετο μέγας, ὅς τε θαλάσσης
πυθμέν’ ἔχων παρὰ μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ ἄνακτι
ναίει χρύσεα δῶ, δεινὸς θεός. αὐτὰρ Ἄρηι
ῥινοτόρῳ Κυθέρεια Φόβον καὶ Δεῖμον ἔτικτε,
δεινούς, οἵ τ’ ἀνδρῶν πυκινὰς κλονέουσι φάλαγγας
ἐν πολέμῳ κρυόεντι σὺν Ἄρηι πτολιπόρθῳ,
Ἁρμονίην θ’, ἣν Κάδμος ὑπέρθυμος θέτ’ ἄκοιτιν.
Ζηνὶ δ’ ἄρ’ Ἀτλαντὶς Μαίη τέκε κύδιμον Ἑρμῆν,
κήρυκ’ ἀθανάτων, ἱερὸν λέχος εἰσαναβᾶσα.
Καδμηὶς δ’ ἄρα οἱ Σεμέλη τέκε φαίδιμον υἱὸν
μιχθεῖσ’ ἐν φιλότητι, Διώνυσον πολυγηθέα,
ἀθάνατον θνητή. νῦν δ’ ἀμφότεροι θεοί εἰσιν.
Ἀλκμήνη δ’ ἄρ’ ἔτικτε βίην Ἡρακληείην
μιχθεῖσ’ ἐν φιλότητι Διὸς νεφεληγερέταο.
Ἀγλαίην δ’ Ἥφαιστος ἀγακλυτὸς ἀμφιγυήεις
ὁπλοτάτην Χαρίτων θαλερὴν ποιήσατ’ ἄκοιτιν.
Χρυσοκόμης δὲ Διώνυσος ξανθὴν Ἀριάδνην,
κούρην Μίνωος, θαλερὴν ποιήσατ’ ἄκοιτιν.
τὴν δέ οἱ ἀθάνατον καὶ ἀγήρων θῆκε Κρονίων.
Ἥβην δ’ Ἀλκμήνης καλλισφύρου ἄλκιμος υἱός,
ἲς Ἡρακλῆος, τελέσας στονόεντας ἀέθλους,
παῖδα Διὸς μεγάλοιο καὶ Ἥρης χρυσοπεδίλου,
αἰδοίην θέτ’ ἄκοιτιν ἐν Οὐλύμπῳ νιφόεντι.
ὄλβιος, ὃς μέγα ἔργον ἐν ἀθανάτοισιν ἀνύσσας
ναίει ἀπήμαντος καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα.
Ἠελίῳ δ’ ἀκάμαντι τέκε κλυτὸς Ὠκεανίνη
Περσηὶς Κίρκην τε καὶ Αἰήτην βασιλῆα.
Αἰήτης δ’ υἱὸς φαεσιμβρότου Ἠελίοιο
κούρην Ὠκεανοῖο τελήεντος ποταμοῖο
γῆμε θεῶν βουλῇσιν, Ἰδυῖαν καλλιπάρηον.
ἣ δή οἱ Μήδειαν ἐύσφυρον ἐν φιλότητι
γείναθ’ ὑποδμηθεῖσα διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην.
ὑμεῖς μὲν νῦν χαίρετ’, Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες,
νῆσοί τ’ ἤπειροί τε καὶ ἁλμυρὸς ἔνδοθι πόντος.
νῦν δὲ θεάων φῦλον ἀείσατε, ἡδυέπειαι
Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο,
ὅσσαι δὴ θνητοῖσι παρ’ ἀνδράσιν εὐνηθεῖσαι
ἀθάναται γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα.
Δημήτηρ μὲν Πλοῦτον ἐγείνατο δῖα θεάων,
Ἰασίῳ ἥρωι μιγεῖσ’ ἐρατῇ φιλότητι
νειῷ ἔνι τριπόλῳ, Κρήτης ἐν πίονι δήμῳ,
ἐσθλόν, ὃς εἶσ’ ἐπὶ γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
πᾶσαν. τῷ δὲ τυχόντι καὶ οὗ κ’ ἐς χεῖρας ἵκηται,
τὸν δὴ ἀφνειὸν ἔθηκε, πολὺν δέ οἱ ὤπασεν ὄλβον.
Κάδμῳ δ’ Ἁρμονίη, θυγάτηρ χρυσῆς Ἀφροδίτης,
Ἰνὼ καὶ Σεμέλην καὶ Ἀγαυὴν καλλιπάρηον
Αὐτονόην θ’, ἣν γῆμεν Ἀρισταῖος βαθυχαίτης,
γείνατο καὶ Πολύδωρον ἐυστεφάνῳ ἐνὶ Θήβῃ.
Κούρη δ’ Ὠκεανοῦ Χρυσάορι καρτεροθύμῳ
μιχθεῖσ’ ἐν φιλότητι πολυχρύσου Ἀφροδίτης
Καλλιρόη τέκε παῖδα βροτῶν κάρτιστον ἁπάντων,
Γηρυονέα, τὸν κτεῖνε βίη Ἡρακληείη
βοῶν ἕνεκ’ εἰλιπόδων ἀμφιρρύτῳ εἰν Ἐρυθείῃ.
Τιθωνῷ δ’ Ἠὼς τέκε Μέμνονα χαλκοκορυστήν,
Αἰθιόπων βασιλῆα, καὶ Ἠμαθίωνα ἄνακτα.
αὐτάρ τοι Κεφάλῳ φιτύσατο φαίδιμον υἱόν,
ἴφθιμον Φαέθοντα, θεοῖς ἐπιείκελον ἄνδρα.
τόν ῥα νέον τέρεν ἄνθος ἔχοντ’ ἐρικυδέος ἥβης
παῖδ’ ἀταλὰ φρονέοντα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη
ὦρτ’ ἀνερειψαμένη, καί μιν ζαθέοις ἐνὶ νηοῖς
νηοπόλον μύχιον ποιήσατο, δαίμονα δῖον.
Κούρην δ’ Αἰήταο διοτρεφέος βασιλῆος
Αἰσονίδης βουλῇσι θεῶν αἰειγενετάων
ἦγε παρ’ Αἰήτεω, τελέσας στονόεντας ἀέθλους,
τοὺς πολλοὺς ἐπέτελλε μέγας βασιλεὺς ὑπερήνωρ,
ὑβριστὴς Πελίης καὶ ἀτάσθαλος ὀβριμοεργός.
τοὺς τελέσας ἐς Ἰωλκὸν ἀφίκετο πολλὰ μογήσας
ὠκείης ἐπὶ νηὸς ἄγων ἑλικώπιδα κούρην
Αἰσονίδης, καί μιν θαλερὴν ποιήσατ’ ἄκοιτιν.
καί ῥ’ ἥ γε δμηθεῖσ’ ὑπ’ Ἰήσονι ποιμένι λαῶν
Μήδειον τέκε παῖδα, τὸν οὔρεσιν ἔτρεφε Χείρων
Φιλλυρίδης. μεγάλου δὲ Διὸς νόος ἐξετελεῖτο.
Αὐτὰρ Νηρῆος κοῦραι ἁλίοιο γέροντος,
ἤτοι μὲν Φῶκον Ψαμάθη τέκε δῖα θεάων
Αἰακοῦ ἐν φιλότητι διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην.
Πηλεῖ δὲ δμηθεῖσα θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα
γείνατ’ Ἀχιλλῆα ῥηξήνορα θυμολέοντα.
Αἰνείαν δ’ ἄρ’ ἔτικτεν ἐυστέφανος Κυθέρεια,
Ἀγχίσῃ ἥρωι μιγεῖσ’ ἐρατῇ φιλότητι
Ἴδης ἐν κορυφῇσι πολυπτύχου ἠνεμοέσσης.
Κίρκη δ’ Ἠελίου θυγάτηρ Ὑπεριονίδαο
γείνατ’ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἐν φιλότητι
Ἄγριον ἠδὲ Λατῖνον ἀμύμονά τε κρατερόν τε.
[Τηλέγονον δὲ ἔτικτε διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην.]
οἳ δή τοι μάλα τῆλε μυχῷ νήσων ἱεράων
πᾶσιν Τυρσηνοῖσιν ἀγακλειτοῖσιν ἄνασσον.
Ναυσίθοον δ’ Ὀδυσῆι Καλυψὼ δῖα θεάων
γείνατο Ναυσίνοόν τε μιγεῖσ’ ἐρατῇ φιλότητι.
Αὗται μὲν θνητοῖσι παρ’ ἀνδράσιν εὐνηθεῖσαι
ἀθάναται γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα.
[νῦν δὲ γυναικῶν φῦλον ἀείσατε, ἡδυέπειαι
Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο.
 

Ο Ησίοδος, με το έργο του Θεογονία, αποπειράθηκε, για πρώτη φορά, να συγκεντρώσει τους
θρησκευτικούς μύθους που ήταν διαδεδομένοι σε όλη την Ελλάδα.
Επίσης κατέγραψε τις δοξασίες για τη δημιουργία του κόσμου και αποτύπωσε τα γενεαλογικά
δέντρα των θεών.
Στην Θεογονία του Ησίοδου προϋπάρχουν τρία στοιχεία, το Χάος, η Γαία και ο Έρως.
Αυτές οι τρεις μορφές δεν έχουν γεννηθεί η μία από την άλλη. Είναι
αυτογέννητες
κι απέχουν μόνο χρονικά στη σειρά της γέννησής τους. Από τους τρεις πρώτους θεούς μόνο ο
Έρως δε γεννά απογόνους. Αυτός ενώνει και ωθεί τις άλλες δυνάμεις σε δημιουργία.
Από το Χάος γεννήθηκαν το Έρεβος και η Νύχτα. Κι από την ένωση των δυο τους
γεννήθηκαν ο Αιθέρας και η Ημέρα.
Η Γαία χωρίς ερωτική ένωση γεννά μόνη της τον Ουρανό, που έχει όση έκταση έχει κι
εκείνη. Γέννησε επίσης τα Όρη και τον Πόντο. Έτσι όλη η διαμόρφωση του κόσμου ξεκινά
από εκείνη. Η Γαία δημιουργεί το σύμπαν γεννώντας τα συστατικά του.
Παραχωρεί μέρος από τις εξουσίες της στον Ουρανό και τεκνοποιεί από το σπέρμα του τον
Ωκεανό, τον Κοίο, τον Κρείο, τον Υπερίονα, τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη
Φοίβη, την Τηθύα, τον Κρόνο. Εκτός από τους Τιτάνες γέννησε τους
Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες.
Ουρανός-Κρόνος-Ζευς (Δίας)
Ο Ουρανός χάνει την εξουσία του από τον Κρόνο, ο οποίος του κόβει τα γεννητικά όργανα.
Από το αίμα του Ουρανού γεννιούνται οι Ερινύες, οι Γίγαντες, οι Μελίες και από το σπέρμα
του κομμένου αιδοίου του γεννιέται η Αφροδίτη.
Ο Ουρανός προφητεύει ότι ο Κρόνος θα χάσει την εξουσία από κάποιο από τα παιδιά του. Για το λόγο αυτό καταπίνει όποιο παιδί γεννάει η σύζυγός του Ρέα. Καταπίνει τη Δήμητρα, την Εστία, την Ήρα, τον Άδη και τον Ποσειδώνα. Όταν έρχεται η σειρά να γεννηθεί ο Δίας η Ρέα δίνει στον Κρόνο έναν σπαργανωμένο λίθο αντί του νεογέννητου Διός και κρύβει το βρέφος σε ένα σπήλαιο του όρους Δίκτη στην Κρήτη.
Όταν μεγαλώνει ο Δίας αναγκάζει τον Κρόνο να βγάλει από την κοιλιά του τα αδέλφια του
κι ύστερα από συγκρούσεις, ο Δίας, παίρνει την εξουσία στα χέρια του και από τότε ξεκινά η
εποχή των Ολύμπιων θεών.
Επειδή σε αυτές τις σελίδες μας ενδιαφέρουν περισσότερο οι κοσμογονικές απόψεις των
αρχαίων θα περιοριστούμε σε αυτήν τη σύντομη γενεαλογική αναφορά στους θεούς και θα
αναφερθούμε εκτενέστερα σε αυτούς στις σελίδες που έχουν δημιουργηθεί για την
παρουσίασή τους.(Θεοί-Δαίμονες).

Ας αρχίσουμε το τραγούδι με τις Μούσες τις
Ελικωνιάδες που κατέχουν τον Ελικώνα, το
ιερό και μεγαλόπρεπο βουνό και χορεύουν με τ’απαλά τους πόδια, γυρ’ από την κρήνη με
τους μενεξέδες και τον βωμό του μεγαλοδύναμου γυιού του Κρόνου, και σαν λούσουν τα
τρυφερά κορμιά τους στον Περμησσό ή στην Ιπποκρήνη ή στον σεβαστό
Ολμειό, στην πιο ψηλή κορφή του Ελικώνα, στήνουν χορούς μαγευτικούς, βάζοντας
δύναμη στα πόδια τους. Κι από κει ξεπηδούν μεσ’ τη νύχτα, τυλιγμένες σε πυκνή ομίχλη
και πηγαίνουν υμνώντας με
πανέμορφη φωνή τον Δία τον Αιγίοχο, την Αργεία
την Ήρα τη
σεβαστή, τη χρυσοπέδιλη, και την κόρη του Αιγίοχου Δία, τη γλαυκομάτα Αθηνά, τον
Φοίβο Απόλλωνα και την τοξεύτρα Άρτεμη, τον αφέντη της γης, τον κοσμοσείστη
Ποσειδώνα και τη σεμνή Θέμιδα, την παιχνιδοβλέφαρη Αφροδίτη και τη
χρυσοστεφανωμένη Ήβη,
την όμορφη Διώνη και τη Λητώ, τον Ιαπετό και τον δόλιο
Κρόνο, την Ηώ και τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και τη Γαία, τον Ωκεανό τον μέγα
και τη μαύρη Νύχτα και την ιερή γενιά των αιώνιων άλλων αθανάτων. Αυτές δίδαξαν
κάποτε στον Ησίοδο ένα όμορφο τραγούδι, καθώς έβοσκε τ’ αρνιά του κάτω απ’ τον ιερό
Ελικώνα. Κι αυτά τα λόγια πρώτα μου αφηγήθηκαν οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι κόρες του
Δία του Αιγίοχου: «πως εμείς οι αγριοβοσκοί, οι ξεδιάντροποι, που είμαστε μόνο κοιλιές,
ξέρουμε ψέμματα πολλά να λέμε που μοιά
ζουν με αλήθειες, αλλά ξέρουμε, αν το θέλουμε
να λέμε και την αλήθεια». Έτσι μίλησαν οι κόρες του μεγάλου Δία με λόγια καθαρά και
κόβοντας ένα κλαρί δάφνης, γεμάτο βλαστούς, μου τόδωσαν σκήπτρο. Και μου
ενέπνευσαν τραγούδι θεσπέσιο για να τραγουδώ τα μελλο
ύμενα και τα περασμένα και με
πρόσταξαν να υμνώ την αιώνια γενιά των μακαρίων, πρώτα όμως ν’ αρχίζω και να
τελειώνω το τραγούδι μου μ’ αυτές. Αλλά γιατί μιλάμε για πράγματα που δεν είναι
Τόσο σημαντικά; Έλα, ας αρχίσουμε απ’ τις Μούσες που τέρπουν με τους ύμνους τους τη μεγάλη ψυχή του πατέρα Δία πάνω στον Όλυμπο, τραγουδώντας τα τωρινά, τα περασμένα
και τα μελλούμενα με φωνή ποιητική, απ’ αυτές που ρέει απ’ το γλυκό τους στόμα
τραγούδι χωρίς ποτέ να κουράζονται. Και χαίρονται τα δώματα του πατέρα Δία του
βροντερού, όταν γεμίζουν με λουλουδένια φωνή των θεαινών. Κι αντιλαλεί ο χιονισμένος
Όλυμπος και τα δώματα των αθανάτων θεών πρώτα, αυτούς που η Γη κι ο μεγάλος
Ουρανός γέννησαν κι εκείνους που
γέννησαν τους θεούς τους δωρητές μας. Κατόπιν οι θεές αρχίζουν
και τελειώνουν το τραγούδι υμνώντας τον Δία τον πατέρα θεών και ανθρώπων, για την ανωτερότητα του ανάμεσα στους θεούς και την μεγαλοσύνη του. Μετά υμνώντας το γένος των ανθρώπων και των ισχυρών Γιγάντων τέρπουν τη ψυχή του Δία
πάνω στον Όλυμπο, οι Μούσες οι Ολύμπιες, οι θυγατέρες του Δία του Αιγιόχου. Τις
γέννησε η Μνημοσύνη η κυρά της Ελευθήρος αφού έσμιξε με τον γυιό του Κρόνου στις
ακροκορφές τις Πιερίας, για να λησμονούμε τις στενοχώριες μας και να διώχνουν τις
έγνοιες. Εννιά νύχτες έσμιγε μαζί τους
ο σοφός Δίας ανεβαίνοντας στο ιερό κρεβάτι κρυφά
απ’ τους αθάνατους. Μα όταν γύρισε ο χρόνος και κύλισαν οι ώρες και τα φεγγάρια
μίκραιναν κι οι μέρες έρχονταν και φεύγαν, του γέννησε εννιά κόρες που είχαν τα ίδια
ψυχικά χαρίσματα, που άλλη φροντίδα εκτός
το τραγούδι δεν είχαν στην καρδιά τους,
ούτε καμμιά έγνοια στη ψυχή και που κατοικούσαν στην πιο ψηλή κορφή του χιονισμένου
Ολύμπου. Εκεί, στα ωραία παλάτια γίνονται λαμπροί χοροί και δίπλα
κατοικούν οι Χάριτες
κι ο Ίμερος, μέσα στη χαρά. Κι εκτοξεύοντας
απ’ το στόμα τους φωνή μαγευτική,
τραγουδούν τους νόμους των πάντων, και των αθανάτων τα ιερά ήθη διαλαλούν,
εκτοξεύοντας τη μαγευτική φωνή τους. Και τότε κινήσαν για τον Όλυμπο και
χαιρόντουσαν την όμορφη φωνή τους με το θαυμάσιο τραγούδι, και τριγύρω αντιλαλούσε
απ’ τους ύμνους η μαύρη γη και μαγευτικοί ήχοι έβγαιναν απ’ το περπάτημά τους, καθώς
τραβούσαν για τον πατέρα τους που βασιλεύει στον ουρανό, που αυτός μονάχος του
κατέχει τη βροντή και τον φλογερό κεραυνό, που με τη δύναμη του νίκησε τον πατέρα
του τον Κρόνο και που με σοφία τακτοποίησε τα των αθανάτων κι έδωσε αξιώματα. Αυτά
λοιπόν τραγουδούσαν οι Μούσες που μένουν στα Ολύμπια παλάτια, οι εννέα θυγατέρες
του μεγάλου Δία, η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη, η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η
Πολύμνοια, η Ουρανία κι η Καλλιόπη, αυτή που ξεχωρίζει απ’ όλες. Αυτή που
συναναστρέφεται με βασιλιάδες. Κι όποιον απ’ τους βασιλιάδες που έχει ορίσει ο Δίας τον
τιμήσουν οι μεγάλες θυγατέρες του και δουν τη γέννησή του με καλό μάτι, γλυκειά δροσιά
του στάζουν στη γλώσσα και βγαίνουν απ’ το στόμα του λόγια γλυκά. Κι όλος ο λαός έχει
τα μάτια επάνω του καθώς δικάζει με δίκαιες αποφάσεις και καθώς αγορεύει με λόγια
σίγουρα, σταματά αμέσως τις μεγάλες φιλονικίες με μαστοριά. Διότι έτσι πρέπει να είναι οι
σώφρονες βασιλιάδες. Αυτούς που αδικούνται εύκολα να τους ικανοποιούν στις
συνεδριάσεις και να τους πείθουν με λόγια απαλά. Κι όταν βαδίζει στη συνεδρίαση τον
τιμούν σαν θεό για το μειλίχιο ύφος του και λάμπει ανάμεσα στους συναθροισμένους. Κι
αυτό είναι το ιερό δώρο των Μουσών στους ανθρώπους. Διότι χάρη στις Μούσες και τον
Απόλλωνα που πετά το τόξο μακρυά, υπάρχουν στη γη τραγουδιστές και κιθαριστές και
χάρη στον Δία βασιλιάδες. Κι αυτός που του δείχνουν ευμένεια οι Μούσες είναι
ευτυχισμένος και γλυκειά τρέχει η φωνή απ’ το στόμα του. Γιατί αν κάποιος έχει πένθος
και πρόσφατη πληγή στα στήθεια, η καρδιά του μαραίνεται απ’ τους στεναγμούς, όταν
όμως ο τραγουδιστής που υπηρετεί τις Μούσες υμνήσει τις δόξες των πρώτων ανθρώπων
και τους μακάριους θεούς που κατέχουν τον Όλυμπο, αμέσως λησμονά τον καϋμό του και
δεν θυμάται καμμιά έγνοια. Έτσι γρήγορα τις σκορπούν (τις έγνοιες) τα δώρα των θεαινών
Χαίρετε τέκνα του Δία και δώστε το μαγευτικό τραγούδι. Δοξάστε την ιερή γενιά των
αιώνιων αθανάτων που γεννήθηκαν απ’ τη Γη και
τον γεμάτο αστέρια Ουρανό και τη
Νύχτα τη σκοτεινή, κι αυτούς που έτρεφε ο Πόντος ο αλμυρός. Και πείτε πως πρώτα
γεννήθηκαν οι θεοί κι η Γη κι οι ποταμοί και ο απέραντος Πόντος με τα μανιασμένα κύματα
και τ’ αστέρια τα λαμπρά, κι ο Ουρανός ψηλά ο πλατύς κι
αυτούς που γεννήθηκαν απ’
τους θεούς, τους δωρητές των αγαθών, και πως μοιράστηκαν τα πλούτη και χώρισαν τ’
αξιώματα και πως ακόμη κατάκτησαν τον Όλυμπο με τις πολλές χαράδρες. Αυτά να μου
αφηγηθείτε Μούσες που έχετε τ’ ανάκτορα του Ολύμπου, απ’ την αρχή
και λέγοντας μου
ποιό έγινε πρώτα απ’ αυτά. Στην αρχή γεννήθηκε το Χάος, κι έπειτα η πλατύστηθη Γαία
παντοτινός και ασφαλής τόπος των αθανάτων που εξουσιάζουν τις χιονισμένες κορφές του
Ολύμπου και τα σκοτεινά Τάρταρα στα βάθη της γης με τους πλατείς δρόμους. Μετά ο
Έρως που είναι ο ωραιότερος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, που λύνει τα μέλη όλων
των θεών και των ανθρώπων και δαμάζει στα στήθεια την καρδιά και τον νου. Από το
Χάος ακόμη δημιουργήθηκαν το Έρεβος κι η μαύρη νύχτα. Κι απ’ τη Νύχτα γεννήθηκε ο
Αιθέρας κι η Ημέρα, που τα γέννησε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος. Η Γη πρώτα
γέννησε τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, ίσο με αυτήν να την καλύπτει από παντού και να
είναι για πάντα ασφαλής τόπος για τους μακάριους θεούς. Και γέννησε τα ψηλά Όρη,
χαριτωμένους τόπους των Νυμφών, των θεαινών που κατοικούν στα δασωμένα βουνά. Κι
αυτή γέννησε και τον Πόντο, το ατέλειωτο πέλαγος, με τα μανιασμένα κύματα, χωρίς
ερωτικό σμίξιμο. Έπειτα αφού πλάγιασε με τον Ουρανό, γέννησε τον βαθύ Ωκεανό, τον
Κοίο, τον Κριό, τον Υπερίωνα, τον Ιαπετό, τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη
χρυσοστεφανωμένη Φοίβη, και τη χαριτωμένη Τηθύα. Μετά απ’ αυτούς γεννήθηκε ο
δόλιος Κρόνος, ο φοβερώτερος απ’ όλους τους γυιούς, που μίσησε τον θαλερό γονιό του.
Και γέννησε μετά τους Κύκλωπες με
την ατρόμητη καρδιά, τον Βρόντη, τον Στερόπη και
τον ορμητικό Άργη, οι οποίοι έδωσαν στον Δία τη βροντή και έφτειαξαν τον κεραυνό. Κι
ήσαν όμοιοι σ’όλα με τους θεούς, μόνο που είχαν ένα μάτι στη μέση του μετώπου τους. Κι
ήταν γνωστοί με τ’ όνομα Κύκλωπες γιατ’ είχαν στο μέτωπό τους το στρογγυλό μάτι. Ήταν
ισχυροί κι ορμητικοί και επινοητικοί στα έργα που έκαναν και τους είχαν μεγαλώσει και
μάθει να μιλούν οι θεοί. Μετά γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό, άλλοι τρεις γυοί
μεγάλοι και φοβεροί–καλύτερα μητους βάζεις στο στόμα σου-, ο Κόττος, ο Βριάρεως και
ο Γύης παιδιά υπερήφανα. Απ’ τους ώμους τους σάλευαν εκατό χέρια που δεν μπορούσες
να τα ζυγώσεις και για τον καθένα πενήντα κεφάλια φύτρωναν απ ́τους ώμους πάνω στα
στιβαρά τους μέλη. Κι είχαν ισχύ ακατανίκητη και φοβερή όσο το ανάστημά τους. Τους
φοβερώτερους γυιούς, απ’ όσους γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό, τους
εχθρευόταν απ’ την αρχή ο πατέρας τους και μόλις γεννιόταν ο καθένας τον έκρυβε στα
έγκατα της Γης και δεν τους άφηνε ν’ ανέβουν στο φως. Και χαιρόταν με το κακό του έργο
ο Ουρανός. Αλλά η πελώρια Γη βαρυγγομούσε από μέσα της και σκέφτηκε ένα δόλιο και
κακό τέχνασμα. Αμέσως γέννησε το γκρίζο ατσάλι κι έφτιαξε ένα μεγάλο δρεπάνι κι
εξήγησε στους αγαπημένους της γυιούς τι να κάνουν. Και δίνοντας τους θάρρος και με
πόνο στην καρδιά τους είπε: «Παιδιά δικά μου που έχετε πατέρα κακούργο, αν θέλετε να
μ’ακούσετε, μπορούμε να τιμωρήσουμε την αδικία του πατέρα σας μιας κι αυτός άρχισε
πρώτος τις άτιμες πράξεις».
Έτσι μίλησε κι όλους τους έπιασε
δέος και κανένας δεν μιλούσε. Τότε πήρε θάρρος ο
πανούργος Κρόνος και μ’ αυτά τα λόγια απάντησε στη σεβάσμια μητέρα του: «Μητέρα σου
υπόσχομαι πως εγώ θα εκτελέσω αυτή την πράξη, γιατί δεν λογαριάζω τον ακατανόμαστο
πατέρα μας. Αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις». Έτσι μίλησε κι αναγάλλιασε μέσα
της η πελώρια Γαία. Τον έβαλε να καθίσει σε ενέδρα, του έβαλε στο χέρι το δρεπάνι με τα
κοφτερά δόντια και του εξήγησε το δόλιο σχέδιο. Και φέρνοντας τη νύχτα, ήλθε ο μέγας
Ουρανός κι ολόγυρα απλώθηκε και σκέπασε τη Γαία με πόθο ερωτικό. Κι απ’ την κρυψώνα
του άπλωσε ο γυιός του τ’ αριστερό του χέρι και με το δεξί έπιασε το πελώριο δρεπάνι με
τα μακρυά κοφτερά δόντια κι αμέσως έκοψε τα αιδοία του πατέρα του και τα πέταξε πίσω
του. Όμως δεν έφυγαν απ’ τα χέρια του
μάταια, γιατί όσες στάλες απ’ το αίμα του έπεσαν,
τις μάζεψε η Γαία και με το πέρασμα του χρόνου γεννήθηκαν οι κρατερές Ερινύες, οι
μεγάλοι Γίγαντες οι λαμπροαρματωμένοι, που κρατούν στα χέρια τους μακρυά κοντάρια κι
οι Νύμφες που τις αποκαλούν Μελίες στην απέραντη Γη. Κι αμέσως μόλις έκοψε τα αιδοία
με το δρεπάνι τα πέταξε απ’ τη στεριά στον πολυτρικυμισμένο πόντο κι αυτά περιφερόταν
στο πέλαγος για πολύ χρόνο. Τριγύρω ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί
μέσα αναθράφτηκε μια κόρη. Στην αρχή
πήγε προς τα ιερά Κύθηρα και μετά έφτασε στην
Κύπρο που βρέχεται από παντού. Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’ τα
πόδια της τα τρυφερά φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη (αφρογεννημένη θεά και
ομορφοστεφάνωτη κόρη) την αποκαλούν θεοί και άνθρωποι γιατί μεγάλωσε μέσα στον
αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα (και Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην
Κύπρο που τη ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε απ’ τα αιδοία.) Μόλις γεννήθηκε
τη συντρόφευσε ο Έρως και τη Συνόδευσε ο ωραίος Ίμερος καθώς πήγαινε στους άλλους
θεούς. Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ ́την αρχή, να έχει ανάμεσα στους
αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και
τη γλυκειά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα. Κι αυτούς, ο πατέρας τους ο
μεγάλος Ουρανός, οργισμένος τους απεκάλεσε Τιτάνες, τους γυιούς που γέννησε, γιατί
έλεγε πως τεντώνοντας την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα τη
ξεπληρώσουν. Κι η Νύχτα γέννησε τον στυγερό Μόρο, τη μαύρη Κήρα και τον Θάνατο και
γέννησε τον Ύπνο και
τη γενιά των Ονείρων (και τους γέννησε χωρίς να κοιμηθεί με
κανέναν η μαύρη Νύχτα). Μετά πάλι τον Μώμο και την οδυνηρή Οιζύ και τις Εσπερίδες
που φυλάνε πέρα απ’ τον δοξασμένο Ωκεανό τα χρυσά μήλα και τα δέντρα που τα κάνουν.
Και γέννησε τις Μοίρες και τις Κήρες, ανελέητες τιμωρούς (την Κλωθώ, την Λάχεσι και την
Άτροπο που δίνουν το καλό και το κακό στους θνητούς όταν γεννιούνται), που κυνηγούν
τα παραπτώματα θεών κι ανθρώπων και δεν σταματούν ποτέ οι θεές την τρομερή οργή
τους πριν να ξεπληρωσει το χρέος
του όποιος έχει αμαρτήσει. Και γέννησε τη Νέμεση,
συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους η ολέθρια Νύχτα, και μετά την Απάτη και τη
Φιλότητα, το καταραμένο Γήρας και την ακατάβλητη Έριδα. Μετά η μισητή Έρις γέννησε
τον βασανιστή Πόνο, τη Λήθη, την Πείνα και τις Οδύνες που φέρνουν δάκρυα, τις
Συμπλοκές, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Ανδροσκοτωμούς, τις Φιλονικίες, τις
Ψευδολογίες, τις Διαφωνίες, την Κακονομία, την Άτη που πάνε συνήθως μαζί, και τον
Όρκο που τυρρανά τους πιο πολλούς ανθρώπους στη γη, όταν με τη θέλησή τους γίνονται
επίορκοι.
Και γέννησε ο Πόντος τον Νηρέα που ποτέ δεν λέει ψέμματα αλλά πάντα την αλήθεια, τον
πρωτότοκο απ’ τους γυιούς του. Τον αποκαλούν και Γέροντα γιατί είναι ήπιος και
ειλικρινής. Δεν ξεχνά τη νομιμότητα και πάντα δίκαια και αγαθά
στοχάζεται. Επίσης
σμίγοντας με τη Γαία, γέννησε και τον μεγάλο Θαύμαντα, τον γενναίο Φόρκυ, την
ομορφομάγουλη Κητώ και την Ευρυβία που έχει στα στήθεια της ατσάλινη ψυχή. Κι απ’
τον Νηρέα και
την ομορφομάλλα Δωρίδα, την κόρη του τέλειου ποταμού του Ωκεανού,
γεννήθηκαν αγαπημένα παιδιά θεαινών, μέσα στον ακένωτο πόντο, η Πλωτώ, η Ευκράντη,
η Σαώ, η Αμφιτρίτη, η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη, η Κυμοθόη, η Σπειώ, η Θόη,
η εράσμια Αλίη, η Πασιθέη, η Ερατώ, η ροδοχέρα Ευνίκη, η χαριτωμένη Μελίτη, η
Ευλιμένη, η Αγαυή,. η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη, η Νησαίη, η Ακταίη, η
Πρωτομέδεια, η Δωρίς, η Πανόπεια, η όμορφη Γαλάτεια, η εράσμια Ιπποθόη, η
ροδοχέρα
Ιππονόη, η Κυμοδόκη, που τα κύματα στον σκοτεινό Πόντο και το φύσημα του
μανιασμένου αέρα μαλακώνει μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη με τους
όμορφους αστραγάλους, η Κυμώ, η Ηιόνη, η ομορφοστεφανωμένη Αλιμήδη, η
χαμογελαστή Γλαυκονόμη, η Ποντοπόρεια, η Ληαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια, η
Πουλυνόη, η Αυτονόη, η Λυσιάνασσα, (η Ευάρνη με το ωραίο
παράστημα και την
αψεγάδιαστη μορφή), η Ψαμάθη με το χαριτωμένο σώμα, η ευγενική Μενίππη, η Νησώ, η
Ευπόμπη, η Θεμιστώ, η Προνόη και η Νημερτής που έχει τα μυαλά του αθάνατου πατέρα
της. Αυτές απ ́τον άξιο Νηρέα γεννήθηκαν, πενήντα κόρες με γνώσεις για άξια έργα. Ο
Θαύμας πήρε την Ηλέκτρα, τη θυγατέρα του Ωκεανού με τα βαθειά ρέματα, κι αυτή
γέννησε την γοργοπόδαρη Ίριδα, τις ομοργόμαλλες Άρπυιες, την Αελλώ και την Ωκυπέτη,
που με τα γρήγορα φτερά τους τρέχουν όσο το φύσημα του ανέμου και το πέταμα των
πουλιών, γιατί μαζί με το χρόνο τρέχουν. Και η Κητώ, γέννησε με τον Φόρκυ τις
ομορφομάγουλες Γραίες, γκριζομάλλες απ ́ τη γέννησή τους. Και τις αποκαλούν Γραίες οι
αθάνατοι θεοί και οι άνθρωποι εδώ κάτω, την Πεμφρηδώ με τα ωραία πέπλα και την Ενυώ
με τα βαθυκίτ
ρινα πέπλα, και τις Γοργόνες που κατοικούν πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό
στα έσχατα της Νύχτας όπου βρίσκονται και οι Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, τη Σθενώ,
την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε πολλά δεινά. Γιατί αυτή ήταν θνητή ενώ οι άλλες
δύο αθάνατες
κι αγέραστες. Και μ’ αυτήν πλάγιασε ο Ποσειδώνας ο Κυανοχαίτης σε
μαλακό λιβάδι μέσα σε ανοιξιάτικα λουλούδια. Όταν ο Περσεύς της έκοψε το κεφάλι
ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος ο ίππος. Κι αυτός πήρε το όνομα αυτό επειδή
γεννήθηκε κοντά στις πηγές του Ωκεανού, ενώ ο άλλος επειδή κρατούσε χρυσό σπαθί στα
λατρεμένα χέρια του. Και πέταξε αυτός αφήνοντας τη γη που τρέφει τα πρόβατα και πήγε
στους αθάνατους. Και κατοικεί στο ανάκτορο του Δία και φέρνει την αστραπή και τη
βροντή στον σοφό Δία. Και ο Χρυσάωρ γέννησε τον τρικέφαλο Γηρυόνη σμίγοντας με την
Καλλιρόη την κόρη του ξακουστού Ωκεανού. Κι αυτόν τον θανάτωσε ο ισχυρός Ηρακλής
κοντά στις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που βρέχεται από παντού, τη μέρα που
οδήγησε τις πλατυμέτωπες αγελάδες στην ιερή
Τίρυνθα αφού πέρασε το ρέμα του
Ωκεανού και σκότωσε τον
Όρθρο και τον βοσκό Ευρυτίωνα, στην κατασκότεινη μάντρα
πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό. Κι αυτή, μέσα σε μια ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο
ακαταμάχητο τέρας που δεν μοιάζει ούτε με τους θνητούς ανθρώπους
ούτε με τους
αθάνατους θεούς, τη θεϊκή Έχιδνα με τη σκληρή καρδιά, τη μισή νύμφη παιχνιδομάτα και
με όμορφα μάγουλα κι η άλλη μισή πελώριο φίδι τρομερό και γιγάντιο, στικτό και
σαρκοβόρο μέσα στα έγκατα της ιερής γης. Εκεί είναι η σπηλιά της, κάτω απ’ το
κοίλωμα
ενός βράχου, μακρυά απ ́ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Εκεί της
όρισαν οι θεοί να έχει τη ξακουσμένη κατοικία της.
Κι εκεί κρατήθηκε στον τόπο των Αρίμων, κάτω απ’ τη γη η ολέθρια Έχιδνα, η αθάνατη
νύμφη που δεν γερνά ποτέ. Λένε
ότι ο φοβερός, ο ανόσιος και ο άνομος Τυφώνας έσμιξε
ερωτικά μ’ αυτήν την παιχνιδομάτα κόρη κι αυτή αφού έμεινε έγκυος, γέννησε
σκληρόκαρδους γυιούς. Γέννησε πρώτο τον Όρθρο, τον σκύλο του Γηρυόνη. Δεύτερο
γέννησε τον ακαταμάχητο, τον ακατανόμαστο, τον σαρ
κοβόρο Κέρβερο, τον σκύλο του
Άδη τον χαλκόφωνο, με τα πενήντα κεφάλια, ανήλεο και κρατερό. Τρίτη γέννησε την
Λερναία Ύδρα που ο νους της ήταν πάντα στο κακό, την οποία ανάθρεψε η λευκοχέρα
Ήρα με ασίγαστη οργή για τον ισχυρό Ηρακλή. Αυτήν όμως τη θανάτωσε
με το αλύπητο
χάλκινο σπαθί του ο γυιός του Δία, απ’ τη γενιά του Αμφιτρύωνα, ο Ηρακλής μαζί με τον
πολεμοχαρή Ιόλαο και τη συμπαράσταση της Αθηνάς που δίνει τα λάφυρα. Κι ακόμη
γέννησε τη φοβερή, την τεράστια Χίμαιρα, τη γοργοπόδαρη και δυνατή, που αναπνέει
ακατάσχετη φωτιά. Είχε τρία κεφάλια, το ένα λιονταριού, με τη λαμπερή ματιά, το άλλο
γίδας και το άλλο φιδιού, δράκοντα τρομερού. (Μπροστά το λιοντάρι, πίσω το φίδι και στη
μέση η γίδα απέπνεαν φλογερή φωτιά). Αυτήν τη σκότωσε ο Πήγασος και ο ανδρείος
Βελλερεφόντης. Επίσης σμίγοντας με τον Όρθρο γέννησε την ολέθρια Φίκα (Σφίγγα),
την καταστροφή για τον λαό του Κάδμου, και τον Λέοντα της Νεμέας που ανάθρεψε η
Ήρα, η τιμημένη ομοκρέβατη του Δία και τον φώλιασε στους λόφους της Νεμέας, για τους
ανθρώπους
συμφορά. Εκεί έμενε και κατέστρεφε τους ανθρώπους κυριαρχώντας στον
Τρητό και στον Απέσαντα. Αλλά κι αυτόν τον νίκησε η ισχύς του Ηρακλή. Και τέλος η
Κητώ σμίγοντας ερωτικά με τον νεότατο Φόρκυ, γέννησε ένα τρομερό φίδι, που στα
σκοτεινά βάθη της γης, στην άκρη του κόσμου, φυλάει τα ολόχρυσα μήλα. Αυτή λοιπόν
είναι η γενιά της Κητούς και του Φόρκυ. Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στροβιλι
στούς ποταμούς, τον Νείλο, τον Αλφειό, τον βαθυστρόβιλο Ηριδανό, τον Στρυμόνα, τον
Μαίανδρο, τον ομορφορρέματο Ίσ
τρο, τον Φάση, τον Ρήσο, τον Αχελώο με τις ασημένιες
δίνες, τον Νέσσο, τον Ρόδιο, τον Αλιάκμονα, τον Επτάπορο, τον Γρανικό, τον Αίσηπο, τον
θεϊκό Σιμόεντα, τον Πηνειό, τον Έρμο, τον ομορφόροο Κάϊκο, τον μέγα Σαγγάριο, τον
Λάδωνα, τον Παρθένιο, τον Εύηνο, τ
ον Άρδησκο και τον θεϊκό Σκάμανδρο. Και γεννά την
ιερή γενιά των θυγατέρων του, που απ’ τον Δία τους Έλαχε το έργο ν’ αναθρέψουν τους
νέους με τη βοήθεια του άρχοντα Απόλλωνα και των Ποταμών, την Πειθώ, την Αδμήτη,
την Ιάνθη, την Ηλέκτρα, τη Δωρίδα, την Πρ
υμνώ, τη θεϊκή Ουρανία, την Ιππώ, την
Κλυμένη, τη Ρόδεια, την Πασιθόη, την Πληξαύρη, τη Γαλαξαύρη, τη γλυκειά Διώνη, τη
Μηλόβοσι, τη Θόη, την όμορφη Πολυδώρη, την Κερκηίδα με το όμορφο παράστημα, τη
γλυκειά Πλουτώ, τη μεγαλομάτα Περσηίδα, την Ιάνειρα, την
Ακάστη, τη Ξάνθη, την
Πετραία, την ερωτική Μενεσθώ, την Ευρώπη, τη Μήτιδα, την Ευρυνόμη, την Τελεστώ με
τα βαθυκίτρινα πέπλα, τη Χρυσηϊδα, την Ασία, τη λαχταριστή Καλυψώ. την Ευδώρη, την
Τύχη, την Αμφιρώ, την Ωκιρόη και τη Στύγα που είναι η ανώτερη απ’ όλες. Αυτές λοιπόν
γεννήθηκαν πρώτες οι θυγατέρες του Ωκεανού και της Τηθύος, αλλά υπάρχουν και πολλές
άλλες. Γιατί υπάρχουν τρεις χιλιάδες ομορφοπόδαρες Ωκεανίδες που είναι σκορπισμένες
στη γη και
στα βάθη των λιμνών και φροντίζουν όλους το ίδιο, τα λαμπρά
τέκνα θεαινών. Υπάρχουν
κι άλλοι τόσοι ποταμοί που τρέχουν με βουητό, γυιοί του Ωκεανού που γέννησε η σεβαστή
Τηθύα. Για θνητό άνθρωπο είναι δύσκολο να πει όλα τα ονόματά τους. Τα γνωρίζουν όσοι
κατοικούν τριγύρω τους. Κι η Θεία αφού αναγκάστηκε, έσμιξε ερωτικά, με τον Υπερίωνα
και γέννησε τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και την Αυγή που φέρνει το φως σ’ όλους
πάνω στη γη και στους αθάνατους θεούς που κατέχουν τον πλατύ Ουρανό. Ενώ η
Ευρυβία, η σεβαστή θεά, σμίγοντας ερωτικά με τον Κρίο, γέννησε τον Αστραίο, τον
Πάλλαντα, και τον Πέρση που ξεπερνά όλους σε γνώση.
Και η Ηώ με τον Αστραίο, γέννησε τους ανέμους τους σκληρόκαρδους, τον Ζέφυρο που
φέρνει ξαστεριά, τον γρηγοροκίνητο Βοριά και τον Νότο, αφού θεά πλάγιασε ερωτικά με
θεό. Μετά η Ηριγένεια (Ηώ) γέννησε τον αστέρα Εωσφόρο και τα λαμπρά αστέρια που
στεφανώνουν τον Ουρανό. Η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας με τον Πάλλαντα
γέννησε στο παλάτι τον Ζήλο και την ομορφοπόδαρη Νίκη. Επίσης γέννησε το Κράτος και
τη Βία, ξακουστά παιδιά. Μακρυά απ’ τον Δία δεν υπάρχει γι’ αυτά ούτε σπίτι, ούτε μέρος
να σταθούν, ούτε ο δρόμος που να μη τους οδηγεί ο θεός. Και πάντα κάθονται πλαϊ στον
βροντερό Δία. Έτσι απεφάσισε η Στύγα η αθάνατη Ωκεανίδα τη μέρα που ο αστραποβόλος
Ολύμπιος κάλεσε όλους τους αθάνατους θεούς στον ψηλό Όλυμπο και είπε πως όποιος
απ ́ τους θεούς μαχόταν τους Τιτάνες μαζί του, δεν θα έχανε κανένα αξίωμα που είχε
πριν, μέσα στους αθάνατους θεούς. Και είπε πως όποιος είχε μείνει χωρίς τιμή και αξίωμα
απ’ τον Κρόνο, θα έπαιρνε τιμές και αξιώματα όπως ήταν δίκαιο. Πρώτη λοιπόν έφθασε
στον Όλυμπο η αθάνατη Στύγα μαζί με τα παιδιά της, ακούγοντας τη συμβουλή του
αγαπημένου της πατέρα. Κι ο Ζευς την τίμησε δίνοντάς της περίσσια δώρα. Γιατί όρισε
αυτή να είναι των θεών ο μεγαλύτερος όρκος. Και τα παιδιά της να μένουν πάντα μαζί
του. Κι όπως τα υποσχέθηκε έτσι ακριβώς τα εκτέλεσε. Γιατί αυτός εξουσιάζει και
βασιλεύει. Η Φοίβη ήλθε στο κρεββάτι του πολυπόθητου Κοίου και από έρωτα θεάς με θεό
έμεινε έγκυος και γέννησε τη Λητώ με τα γαλάζια πέπλα, πάντα γλυκειά, γλυκειά απ’ την
πρώτη μέρα, που είναι η πιο καταδεκτικιά μέσα στον Όλυμπο και τρυφερή στους
ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς. Γέννησε και την Αστερία με το ωραίο όνομα που
κάποτε ο Πέρσης την οδήγησε στο μεγάλο παλάτι του να γίνει η αγαπημένη του
σύντροφος. Κι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε την Εκάτη, που αυτήν πάνω απ’ όλους
τίμησε ο Ζευς, ο γυιός του Κρόνου και της χάρισε λαμπρά δώρα να ορίζει απ’ τη γη και απ’
την ακένωτη θάλασσα. Αλλά και στον γεμάτο αστέρια Ουρανό πήρε αξίωμα και τιμάται πιο
πολύ απ’όλους τους αθάνατους θεούς. Γιατί και μέχρι τώρα όποιος άνθρωπος στη γη
προσφέρει κατά τη συνήθεια, εξιλαστήρια θυσία προσκαλεί την Εκάτη. Κι εύκολα η θεά
δείχνει την εύνοιά της σ’ αυτόν που δέχτηκε την προσευχή του και του χαρίζει ευτυχία,
γιατί έχει τηδύναμη. Επειδή όσοι γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό κι έχουν κάποιο
αξίωμα, σ’ όλους αυτούς έχει μερδικό. Κι ούτε σε τίποτα ο γυιός του Κρόνου την εξεβίασε,
ούτε της στέρησε ό,τι της είχε λάχει μέσα στους πρωτύτερους θεούς τους Τιτάνες, αλλά
κατέχειότι απ’ την αρχή ήταν το μερδικό της, μερίδιο στη γη, στον ουρανό και στη
θάλασσα. Και δεν τιμήθηκε λιγότερο η θεά επειδή ήταν μοναχοπαίδι, αντίθετα πολύ
περισσότερο γι’ αυτό την τιμά ο Ζευς. Αυτόν που θέλει τον βοηθά πολύ και τον ωφελεί.
Στις δίκες κάθεται πλάι στους σεβαστούς βασιλιάδες, και στις συνελεύσεις του λαού
προβάλλει αυτόν που θέλει. Κι όταν ζώνονται τ’ άρματα οι άνδρες για τον φονικό πόλεμο,
κι εκεί η θεά βοηθά όποιους θέλει και πρόθυμα δίνει τη νίκη και προσφέρει τη δόξα. Κι
είναι καλή όταν παραβγαίνουν άνδρες σε αγώνα κι εκεί τους βοηθά και τους ωφελεί. Κι
αυτός που θα νικήσει με ισχύ κι επιμονή, το ωραίο έπαθλο πρόθυμα και με χαρά παίρνει
κάνοντας τους γονιούς του περήφανους. Αλλά και μέσα στους ιππείς βοηθά όποιον θέλει.
Κι αυτούς που δουλεύουν στη γαλάζια ανεμοδαρμένη θάλασσα, και προσεύχονται στην
Εκάτη και τον Γαιοσείστη (Ποσειδώνα), εύκολα η δοξασμένη θεά τους φέρνει μεγάλη
ψαριά, αλλά κι εύκολα την εξαφανίζει, αν το θελήσει, κι ας φαίνεται δικιά τους (η ψαριά).
Κι είναι καλή στους στάβλους όπου πληθαίνει τα ζώα μαζί με τον Ερμή. Τα κοπάδια των
γελαδιών, τα πλατιά κοπάδια των γιδιών και τα κοπάδια με τα πυκνόμαλλα αρνιά, αν θέλει
τα λίγα τα αυξάνει και τα πολλά τα ελαττώνει. Έτσι λοιπόν, αν η μάνα της την έκανεμοναχοπαίδι, ανάμεσα σ’ όλους τους αθάνατους τιμάται μ’ αξιώματα. Μα κι ο γιος του
Κρόνου την όρισε τροφό των νέων, που μαζί της ανοίγουν τα μάτια τους στο φως της
ολοφώτιστης Αυγής. Έτσι απ’ την αρχή ήταν τροφός των νέων και είχε αυτές τις τιμές.
Η Ρέα εξαναγκασμένη από τον Κρόνο,
του γέννησε τέκνα δοξασμένα, την Εστία, τη
Δήμητρα, την Ήρα με τα χρυσά πέδιλα, τον δυνατό Άδη που κατοικεί στο παλάτι του κάτω
απ’ τη γη κι έχει ανελέητη καρδιά, τον βροντερό Γαιοσείστη και τον σοφό Δία, πατέρα
θεών και ανθρώπων που τραντάζει την πλατειά
γη με την βροντή του. Κι αυτούς τους
κατάπινε ο μέγας Κρόνος μόλις ο καθένας κατέβαινε απ’ την ιερή κοιλιά της μάνας του στα
γόνατα της. Φοβόταν μήπως κάποιος απ’ τους δοξασμένους Ουρανίωνες του έπαιρνε το
βασιλικό αξίωμα μέσα στους αθάνατους. Γιατί είχε
μάθει απ’ την Γαία και τον γεμάτο
αστέρια Ουρανό ότι ήταν γραφτό να ηττηθεί κάποτε απ’ το παιδί του, παρ’ όλο που ο ίδιος
ήταν ισχυρός
απ’ το θέλημα του μεγάλου Δία. Έτσι παραφύλαγε με άγρυπνα μάτια και
κατάπινε τα παιδιά του. Τη Ρέα όμως την κατείχε αβάσταχτος πόνος. Αλλ’ όταν ήταν για
να γεννήσει τον Δία, τον πατέρα θεών και ανθρώπων, τότε παρακαλούσε τους
αγαπημένους της γονείς, τη Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, να σκεφτούν ένα τρόπο
για να γεννήσει κρυφά τον αγαπημένο της γυιό, για να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του
και τα παιδιά του, που τα κατάπινε ο δόλιος Κρόνος. Αυτοί άκουσαν με μεγάλη προσοχή
την αγαπημένη τους θυγατέρα, πείστηκαν και της αφιέρωσαν όσα ήταν πεπρωμένο να
συμβούν γύρω απ’ τον βασιλιά Κρόνο και τον γυιό με την ατρόμητη ψυχή. Την έστειλαν
λοιπόν στη Λύκτο, τον πλούσιο τόπο της Κρήτης, όταν επρόκειτο να γεννήσει το τελευταίο
απ’ τα παιδιά της, τον μεγάλο Δία. Και τον δέχτηκε η πελώρια Γαία μέσα στην πλατειά
Κρήτη, να τον θρέψει και να τον φροντίζει. Εκεί, μέσα στο σκοτάδι της γρήγορης Νύχτας,
τον έφερε πρώτα στη Λύκτο και τον έκρυψε με τα χέρια της σε απάτητο άντρο, στα βάθη
της ιερής γης, στο πυκνοδασωμένο Αιγαίο βουνό. Και στον γυιό του Ουρανού, τον μεγάλο
άνακτα, τον πρώτο βασιλιά ανάμεσα στους θεούς, σπαργάνωσε μια μεγάλη πέτρα. Κι
εκείνος αρπάζοντας την στα χέρια του, την έριξε ο δύστυχος στην κοιλιά του. Δεν του
πέρασε απ’ το μυαλό του πως έμενε πίσω αντί για πέτρα ο γυιός του, ανίκητος και χωρίς
να πολυσκοτίζεται, που έμελλε γρήγορα με την ισχύ και τα χέρια του να τον νικήσει, να
του πάρει τα αξιώματα και να βασιλέψει ανάμεσα στους αθάνατους. Έπειτα, γρήγορα
μεγάλωναν η ορμή και τα λαμπρά μέλη αυτού του άρχοντα. Και με το κύλισμα του χρόνου
(ξεγελασμένος από τις παμπόνηρες συμβουλές της Γαίας), τον γόνο του ανέβασε από μέσα
του ο μέγας Κρόνος, ο πανούργος, νικημένος απ ́την επινοητικότητα και την ισχύ του
γυιού του. Πρώτα εξέμεσε την πέτρα που είχε καταπιεί τελευταία και την οποία ο Ζευς τη
στήριξε στην πλατειά γη, στην αγία Πυθώνα, στις πλαγιές του Παρνασσού, σημάδι για το
μέλλον να το θαυμάζουν οι θνητοί άνθρωποι. (Κι έλυσε τους αδελφούς του πατέρα του,
τους Ουρανίδες, απ’ τα μαύρα δεσμά που τους είχε δέσει ο πατέρας τους, μέσα στην
παραφροσύνη του. Κι αυτοί δε λησμόνησαν τη χάρη της ευεργεσίας και του έδωσαν τη
βροντή, τον
κεραυνό που όλα τα καίει και την αστραπή, που πριν τα έκρυβε η πελώρια
Γαία. Μ’ αυτά βασιλεύει (ο Δίας) στους θνητούς και στους αθάνατους θεούς). Κι ο Ιαπετός
πήρε την κόρη, την Ωκεανίδα με τους όμορφους αστραγάλους, την Κλυμένη και μαζί της
ανέβηκε στο ίδιο κρεβάτι. Κι αυτή του γέννησε τον Άτλαντα, γυιό με ατρόμητη ψυχή. Και
γέννησε και Τον υπερφίαλο Μενοίτιο, τον εύστροφο και επινοητικό Προμηθέα, και τον
μπερδεμένο Επιμηθέα, που έκανε απ’ την αρχή μεγάλο κακό στους άνδρες που τρέφονται
με ψωμί. Γιατί πρώτος δέχτηκε την παρθένα γυναίκα που έπλασε ο Δίας. Τον αυθάδη
Μενοίτιο ο Δίας που τα βλέπει όλα, τον γκρέμισε στο Έρεβος, χτυπώντας τον με τον
κεραυνό που βγάζει καπνούς, για την ασέβειά και την υπεροπτική δύναμή του. Ο Άτλας
υποχρεώθηκε από μεγάλη ανάγκη να κρατά τον πλατύ ουρανό, στα πέρατα της γης,
μπροστά στις Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, όρθιος, με το κεφάλι του και με τ’
ακούραστα χέρια του. Γιατί αυτή τη μοίρα του όρισε ο σοφός Ζευς. Τον Προμηθέα με τις
πολλές ιδέες, τον έδεσε με άλυτα και βασανιστικά δεσμά τυλίγοντας κολώνα στη μέση και
ξεσηκώνοντας εναντίον του αετό με μακρυά φτερά. Κι αυτός του έτρωγε το αθάνατο
συκώτι, αλλ’ αυτό ξαναγινόταν το ίδιο τη νύχτα, όσο είχε φάει τη μέρα το όρνιο με τα
μακρυά φτερά. Κι αυτό το σκότωσε ο Ηρακλής, ο γενναίος γυιός της ομορφοστράγαλης
Αλκμήνης, και λύτρωσε απ’ τη φρικτή αυτή αρρώστεια τον γυιό του Ιαπετού και τον
λευτέρωσε απ’ το μαρτύριο, μα όχι χωρίς τη θέληση του Ολύμπιιου Δία, που βασιλεύει
ψηλά, γιατί ήθελε να δοξαστεί περισσότερο από πριν ο Θηβογεννημένος Ηρακλής, πάνω
στην πολυθρέφτα γη. Με τέτοια φροντίδα τίμησε τον δοξασμένο γυιό του και παρά την
οργή του σταμάτησε την πίκρα που είχε πριν επειδή συναγωνιζόταν (ο Προμηθέας) τον
παντοδύναμο γυιό του Κρόνου. Γιατί τότε που θεοί και θνητοί άνθρωποι, στη
Μηκώνη
τακτοποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ τους, τότε (ο Προμηθέας) μοίρασε ένα μεγαλόσωμο
βόδι με χαρά, θέλοντας να ξεγελάσει την κρίση του Δία. Στο μεν ένα έβαλε τα παχιά
εντόσθια και τα κρέατα μέσα στο λίπος και τα σκέπασε με την κοιλιά του βοδιού. Στο άλλο
τοποθέτησε με μεγάλη πονηριά τα άσπρα κόκκαλα του βοδιού και τα ακούμπησε κάτω
αφού τα σκέπασε με λευκό λίπος.
Τότε λοιπόν ο πατέρας θεών και ανθρώπων του είπε: Γυιέ του Ιαπετού φίλε πιο δοξασμένε
απ’ όλους τους άρχοντες, χώρισες τις μερίδες πολύ μεροληπτικά. Έτσι είπε περιπαίζοντάς
τον ο Δίας με τη σκέψη που δε λαθεύει ποτέ. Κι ο πανούργος Προμηθέας του απάντησε με
μισό χαμόγελο, χωρίς να ξεχάσει την απάτη που είχε στο μυαλό: «Δία πανένδοξε,
μεγαλύτερε απ’ τους αιώνιους θεούς, έλα διάλεξε όποια μερίδα τραβά η καρδιά σου». Έτσι
είπε με πονηριά στη σκέψη. Κι ο Ζευς που η σκέψη του δεν λαθεύει ποτέ κατάλαβε, κι ο
δόλος δεν του ξέφυγε. Και σκεφτόταν τα δεινά για τους θνητούς ανθρώπους, που ήταν
μελλούμενο να γίνουν. Και σήκωσε με τα δύο του χέρια το λευκό λίπος. Κι οργίστηκε μέσα
του και χολή ήρθε στη ψυχή του καθώς είδε τα λευκά κόκκαλα για τους αθάνατους πάνω
σε καπνισμένους βωμούς. Και με μεγάλη αγανάκτηση ο Δίας που μαζεύει τα σύννεφα του
είπε: « Γυιέ του Ιαπετού, που οι σκέψεις σου είναι ανώτερες όλων, δεν ξέχασες φίλε μου
τη τέχνη της απάτης». Έτσι του είπε οργισμένος ο Δίας με τη σκέψη που δεν λαθεύει ποτέ
κι από τότε θυμόταν πάντα την απάτη και δεν έστελνε στις μελιές την ορμή της
ακούραστης φωτιάς για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη.
Αλλ’ ο
γενναίος γυιός του Ιαπετού τον εξαπάτησε κι έκλεψε τη λάμψη της ακούραστης φωτιάς
που φέγγει μακρυά, μέσα σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθειά τη ψυχή του Δία που
βροντά από ψηλά και χολώθηκε καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι τη λάμψη της φωτιάς
που φέγγει μακρυά. Κι αμέσως για αντάλλαγμα της φωτιάς, δημιούργησε ένα κακό για
τους ανθρώπους. Γιατί ο δοξασμένος Κουτσός (Ήφαιστος), πήρε χώμα και έπλασε ομοίωμα
σεμνής παρθένας όπως το θέλησε ο Δίας. Κι η γλαυκομάτα θεά Αθηνά την έζωσε και τη
στόλισε με κατάλευκο φόρεμα. Κι απ ́το κεφάλι μέχρι κάτω της έρριξε με τα χέρια της
πέπλο κεντητό. Θαύμα να το βλέπεις. (Γύρω της, η Παλλάδα Αθηνά, έβαλε στεφάνια από
λαχταριστά λουλούδια χορταριού που μόλις είχε βλαστήσει).
Και γύρω απ’ το κεφάλι της έθεσε χρυσό στεφάνι που το’χε φτειάξει ο δοξασμένος
Κουτσός με τα επιδέξια χέρια του, για χάρη του πατέρα του Δία. Και πάνω στο στεφάνι
χειροτέχνησε πολλά σχέδια, θαύμα να τα βλέπεις από ζωντανά, όσα τρέφει η στεριά κι η
θάλασσα.
Απ’ αυτά έβαλε πολλά πάνω του (και λαμποκοπούσε με πολλή γοητεία),
θαυμαστά, που έμοιαζαν με ζώα έτοιμα να σου μιλήσουν. Έπειτα αφού έφτειαξε κακό τόσο
όμορφο αντί για το καλό, την έβγαλε έξω όπου βρισκόταν οι άλλοι θεοί και οι άνθρωποι,
ενώ αυτή καμάρωνε
για το στόλισμα που της είχε κάνει η γλαυκομάτα, κόρη του
πανίσχυρου πατέρα. Και θαυμασμός τότε κατέλαβε τους αθάνατους θεούς και τους
θνητούς ανθρώπους, καθώς είδαν την αναπόφευκτη παγίδα που προοριζόταν για τους
ανθρώπους (γιατί απ’ αυτή βγήκε το γένος
των θηλυκών γυναικών). Γιατί απ ́αυτή κρατά
το ολέθριο γένος των γυναικών, της μεγάλης αυτής συμφοράς που κατοικεί μαζί με τους
θνητούς άνδρες που δεν ταιριάζουν στην καταραμένη φτώχεια αλλά στον πλούτο. Όπως
μέσα στα καλοσκεπασμένα μελίσσια οι μέλισσες τρέφουν τους κηφήνες, συντρόφους
κακών έργων. Κι αυτές ολημερίς, μέχρι τη δύση του ήλιου πετούν γοργά και αποθέτουν τα
λευκά κεριά τους, ενώ αυτοί μένουν μέσα στις θολωτές κυψέλες καταπίνοντας τον ξένο
κόπο. Τέτοιο κακό για τους θνητούς άνδρες έφτειαξε ο Δίας
, που βροντά από ψηλά, τις
γυναίκες, συντρόφους κακών έργων, κι έδωκε άλλο ένα κακό για το καλό που πήραν.
Όποιος αποφεύγει τον γάμο και τα βάσανα για τη φροντίδα της γυναίκας και δεν θέλει να
παντρευτεί και να φτάσει στα καταραμένα γεράματα χωρίς να έχει
κάποιον να τον
γηροκομήσει, τότε δεν θα στερηθεί το βιός του, αλλά μετά το θάνατό του θα μοιραστούν
την περιουσία του μακρινοί συγγενείς. Όποιος πάλι του ́γραψε η μοίρα να παντρευτεί και
να πάρει σύντροφο φρόνιμη και λογική, και τότε σ’ όλη του τη ζωή θ’ αγωνίζεται να
ισοφαρίσει το κακό με το καλό. Όποιου πάλι του’ τυχε γέννημα ολέθριο, ζει έχοντας στα
στήθεια του, στη ψυχή και στην καρδιά αβάσταχτο πόνο, που είναι κακό αγιάτρευτο.
Επειδή δεν είναι δυνατό να ξεγελάσει κανείς το νου του Δία, ούτε να του ξεφύγει, έτσι
ούτε ο γυιός του Ιαπετού, ο άκακος Προμηθεύς. Ξέφυγε απ ́την τρομερή οργή του, και
παρά τη σοφία του, εξαναγκάστηκε να τον κρατούν βαρειά δεσμά. Τον Βριάρεω, τον
Κόττο και τον Γύη, τους μίσησε ο πατέρας τους (ο Ουρανός) απ ́την πρώτη μέρα, και τους
έδεσε με γερά δεσμά, φθονώντας την ασύγκριτη ανδρεία τους, το παρουσιαστικό τους και
το ανάστημά τους και τους έχωσε μέσα στην πλατειά γη. Εκεί κατοικούσαν μέσα στον
πόνο, βαθειά στα έσχατα της γης, στα πέρατα της μεγάλης γης, με μεγάλο πόνο στη ψυχή
και
μαυρισμένη την καρδιά. Αλλά ο γυιός του Κρόνου και οι άλλοι θεοί που γέννησε η
ομορφομάλλα Ρέα απ ́τον έρωτα του Κρόνου, ακολουθώντας τη συμβουλή της Γαίας, τους
ανέβασαν πάλι στο φως. Γιατί αυτή τους εξιστόρησε με λεπτομέρεια ότι μόνο μαζί μ’εκείνους θα έπαιρναν τη νίκη και τη λαμπρή δόξα.
Γιατί πολεμούσαν για πολύ καιρό έχοντας βαρύ πόνο, συγκρουόμενοι μεταξύ τους σε
δυνατές μάχες, οι Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι γεννήθηκαν απ’ τον Κρόνο, οι μεν λαμπροί
Τιτάνες απ’ τη ψηλή Όθρυ, οι δε θεοί οι δωρητές των αγαθών, που γέννησε η
ομορφομάλλα Ρέα απ’ τον έρωτα του Κρόνου, απ’ τον Όλυμπο. Αυτοί τότε έχοντας
ανάμεσα τους οργή που τους έτρωγε την καρδιά, πολεμούσαν συνεχώς δέκα ολόκληρα
χρόνια, και δεν φαινόταν καμμιά λύση ή τέλος στη φοβερή έριδα, αλλά και για τους δυο
το τέλος του πολέμου ήταν μακρυνό και αβέβαιο. Όταν όμως τους πρόσφεραν (στους
Εκατόγχειρες) όλα τα απαραίτητα, νέκταρ και αμβροσία, αυτά που τρων’ οι θεοί, τότε στα
στήθεια τους φούσκωσε η ρωμαλέα τους ψυχή. (Μόλις δοκίμασαν το νέκταρ και τη
γλυκειά αμβροσία) τότε τους είπε ο πατέρας ανθρώπων και θεών: «Ακούστε με λαμπρά
τέκνα της Γαίας και τ’ Ουρανού, για να σας πω όσα με προστάζει η ψυχή μέσα απ’ τα
στήθεια μου. Πολύ καιρό τώρα πολεμούμε ολημερίς μεταξύ μας, οι Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι
γεννηθήκαμε απ’
τον Κρόνο, για τη νίκη και την επιβολή. Τώρα εσείς δείξτε τη μεγάλη
ισχύ και τ’ ανίκητα χέρια σας στην τρομερή μάχη εναντίον των Τιτάνων, έχοντας στη
μνήμη σας την άδολη αγάπη μας κι όσα έχετε πάθει, και πως απ ́τη δική μας θέληση
ήλθατε πάλι στο φως, απ’
τ’ ανυπόφορα δεσμά σας μέσα στον ζόφο τον σκοτεινό». Έτσι
είπε και του απάντησε αμέσως ο άψογος Κόττος: «Θεέ, δεν μας λες κάτι άγνωστο.
Γνωρίζουμε ότι υπερέχεις στον νου και στη γνώση και πως προστατεύεις τους αθάνατους
θεούς απ ́την
παγωμένη κατάρα. Και πως χάρη στη γνώση σου γυιέ του Κρόνου βασιλιά, αναπάντεχα
ήλθαμε πάλι εδώ λυμένοι απ’ τ’ αμείλικτα δεσμά μας, μέσα απ’ τον σκοτεινό ζόφο. Γι’ αυτό
και τώρα, μ’ ανεπιφύλακτη ψυχή και με προσεκτική σκέψη, θ’ αγωνιστούμε για να
επικρατήσεις στον φοβερό πόλεμο
, πολεμώντας τους Τιτάνες σε σκληρές μάχες». ‘Ετσι
είπε και τον επάινεσαν οι θεοί οι δωρητές των αγαθών, μόλις άκουσαν τα λόγια του. Κι η
ψυχή τους ποθούσε περισσότερο τώρα τον πόλεμο παρά πριν. Κι όλοι, θεές και θεοί,
σήκωσαν τη μέρα εκείνη μάχη που δεν θα τη ζήλευες, οι Τιτάνες οι θεοί κι όσοι
γεννήθηκαν απ ́τον Κρόνο, τους οποίους ο Ζευς έφερε στο φως απ ́το υποχθόνιο Έρεβος,
φοβεροί και δυνατοί, έχοντας ακατανίκητη ισχύ. Απ ́τους ώμους τους τινάζονταν εκατό
χέρια κι απ ́τον ώμο του καθενός πενήντα κεφάλια ξ
εφύτρωναν στα στιβαρά μέλη τους.
Και τότε στάθηκαν αντίκρυ στους Τιτάνες μέσα στη σκληρή μάχη, κρατώντας στα στιβαρά
χέρια τους τεράστιους βράχους. Κι απ’ την άλλη, οι Τιτάνες πύκνωναν τις φάλλαγες τους
γοργά κι έδειχναν και οι δυο πλευρές το μπορούσαν να
κάνουν με την ισχύ των χεριών
τους. Και βούιζε φοβερά τριγύρω ο απέραντος Πόντος, η γη σείστηκε δυνατά, κι ο αχανής
Ουρανός αναστέναξε σαλεύοντας. Απ’ την ορμή των αθανάτων, ο ψηλός Όλυμπος σειόταν
απ’ τις ρίζες, και βαρύς σεισμός έφτανε μέχρι τον ομιχλώδη
Τάρταρο, απ ́το τρομερό
ποδοβολητό κι απ’ τον απερίγραπτο κρότο που έκαναν οι φοβερές βολές που έριχναν. Κι
έριχναν πικραμένοι βολές ο ένας στον άλλον, κι οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι τον
γεμάτο αστέρια ουρανό, καθώς κραύγαζαν. Ώσπου συγκρούστηκαν αλαλάζοντας τρομερά.
Κι ο Δίας τότε, δεν μπορούσε να κρατήσει πια το μένος του, η ψυχή του πλημμύρισε μ’
ορμή, κι έδειξε σ’ όλους την παντοδυναμία του. Κατέβαινε απ ́τον Ουρανό κι απ’ τον
Όλυμπο, ρίχνοντας ακατάπαυστα αστραπές, κι απ ́ το στιβαρό χέρι του έπεφταν
συνέχεια
οι κεραυνοί μαζί με βροντές και αστραπές, στροβιλίζοντας τη ιερή φλόγα. Και γύρω η
ζωοδότρα γη, βογγούσε καθώς καιγόταν και τα μεγάλα δάση έτριζαν ζωσμένα απ ́τη
φωτιά. Έβραζε η γη ολόκληρη και τα ρέματα του Ωκεανού κι η ακένωτη θάλασσα. Και
καυτή
πνοή τύλιγε τους χθόνιους Τιτάνες κι η φλόγα ανέβαινε μέχρι τον θείο αιθέρα, κι
όσο δυνατοί κι αν ήταν τους τύφλωνε η κατάλευκη λάμψη του κεραυνού και της
αστραπής. Και ζέστη πρωτόφαντη χύθηκε μέσα στο Χάος. Κι αυτό που έβλεπαν τα μάτια
και άκουγαν τ’ αυτιά, ήταν σαν να έσμιγαν από πάνω η Γαία και ο πλατύς Ουρανός.
Τέτοιος θα ήταν ο θόρυβος αν αυτή συντριβόταν κι αυτός έπεφτε από ψηλά. Τόσος ήταν ο
κρότος καθώς συγκρούονταν οι θεοί. Και οι άνεμοι, παίρνοντας μέρος βουίζοντας, έσμιγαν
το χώμα, τη σκόνη, τη βροντή, την αστραπή και τον φλογερό κεραυνό, και τα βέλη του
μεγάλου Δία, και φέρναν τις ιαχές και τις πολεμικές κραυγές ανάμεσα τους. Και το
τρομερό βουητό της μάχης σηκώθηκε απ’ τη μεγάλη σύγκρουση, κι ήταν ξεκάθαρη η
δύναμη αυτών που γινόταν. Κι έγειρε η
μάχη ενώ μέχρι αυτήν την ώρα, μένοντας στην
ίδια θέση, χτυπιόταν σε φοβερές συγκρούσεις. Ανάμεσα στους πρώτους, ξεσήκωσαν άγρια
μάχη ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύης, αχόρταγος για πόλεμο, οι οποίοι έρριξαν
τρακόσιους βράχους, τον ένα πισ’ απ’ τον άλλον, με τα στιβαρά χέρια τους. Και με τις
βολές τους σκέπασαν τους Τιτάνες και τους ξαπόστειλαν κάτω απ’ τη πλατειά γη και τους
έδεσαν τα χέρια με πικρά δεσμά, όταν τους νίκησαν, κι ας είχαν
γενναία ψυχή. Τόσο
βαθειά μέσα στη γη όσο απέχει ο ουρανός απ ́τη γη (γιατί τόσο είναι απ’ τη γη μέχρι τον
σκοτεινιασμένο Τάρταρο). Εννιά νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι πέφτοντας απ’ τον
ουρανό, φτάνει στη γη τη δεκάτη. Κι εννιά πάλι νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι
πέφτοντας απ ́τη γη τη δεκάτη θα φθάσει στο Τάρταρο.
Τριγύρω τον περιζώνει χάλκινος
φραγμός και γύρω απ ́τον λαιμό του χύνεται η νύχτα με τρεις σειρές από σκοτάδι. Κι από
πάνω φυτρώνουν οι ρίζες της γης και της ακένωτης θάλασσας. Εκεί ‘ναι καταχωνιασμένοι
οι Τιτάνες οι θεοί, κάτω απ ́τον ομιχλώδη ζόφο, απ ́τη θέληση του Δία που μαζεύει τα
νέφη, (σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης). Να βγουν είναι αδύνατο,
γιατί ο Ποσειδώνας τοποθέτησε χάλκινες πύλες και τείχος το περιτριγυρίζει από παντού.
Εκεί κατοικούν ο Γύης, ο Κόττος και ο γενναιόψυχος Βριάρεως, φύλακες πιστοί του Δία
που κρατά την ασπίδα.
Εκεί στη σειρά, της μαύρης γης και του κατασκότεινου Τάρταρου και του ατέλειωτου
Πόντου και του ουρανού που είναι γεμάτος αστέρια, βρίσκεται η αρχή και το τέλος, τόποι
μουχλιασμένοι που τους αποφεύγουν ακόμη
κι οι θεοί, χάσμα μεγάλο, που αν κάποιος
περάσει απ’ τις πύλες του, δεν θάφτανε στον πυθμένα του ούτε σ’ ένα χρόνο. Αλλά θα τον
πήγαινε από δω κι από κει φοβερή θύελλα πάνω στη θύελλα. Αυτό το φαινόμενο είναι
φοβερό ακόμα και για τους αθανάτους. Εκεί βρίσκεται ο οίκος της σκοτεινής Νύχτας
ζωσμένος απ’ τα μαύρα σύννεφα. Μπροστά της, ο γυιός του Ιαπετού, σηκώνει με το
κεφάλι, και τ’ ακούραστα χέρια του τον πλατύ ουρανό, χωρίς να λυγίζει. Εκεί η Νύχτα και
η Ημέρα συναντιούνται και αλληλοχαιρετιούνται, περνώντας το χάλκινο σκαλοπάτι. Η μια
μπαίνει μέσα κι η άλλη βγαίνει έξω, γιατί ποτέ και τις δυο μαζί δεν τις σηκώνει το σπίτι.
Αλλά ενώ η μια είναι έξω και περιφέρεται στη γη, η άλλη μένει μέσα και περιμένει την ώρα
της για να βγει. Η μια κρατώντας το Φως που το
βλέπουν όλοι, κι η άλλη η ολοσκότεινη
Νύχτα, τυλιγμένη σε μαύρο σύννεφο, έχοντας στα χέρια της τον Ύπνο τον αδελφό του
Θανάτου. Εκεί είναι η κατοικία των παιδιών της μαύρης Νύχτας, του Ύπνου και του
Θανάτου, θεοί φοβεροί που ποτέ σ’ αυτούς ο λαμπερός Ήλιος
δεν ρίχνει τις ακτίνες του,
ούτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό, ούτε όταν κατεβαίνει απ’ αυτόν. Ο ένας απ’ αυτούς,
ήρεμος και γλυκός τριγυρίζει τη γη, και την απέραντη θάλασσα ενώ ο άλλος έχει καρδιά
από σίδερο και ψυχή χάλκινη κι ανελέητη μέσα στα στήθεια του, κι όποιον αρπάξει απ’
τους ανθρώπους δεν τον αφήνει κι είναι εχθρός ακόμα και στους αθάνατους θεούς. Εκεί
μπροστά υψώνονται τα βροντερά ανάκτορα του πανίσχυρου Άδη και της φοβερής
Περσεφόνης κι ένας τρομερός σκύλος τα φυλάει μπροστά, αδυσώπητος με πανούργο
τέχνασμα. Σ’ όσους έρχονται κουνά την ουρά και τα δυο αυτιά του φιλικά, όμως πάλι να
βγει έξω δεν τον αφήνει, αλλά παραφυλάει και τρώει όποιον πιάσει να βγαίνει έξω απ’ την
πύλη (του πανίσχυρου Άδη και της φοβερής Περσεφόνης). Εκεί κατοικεί η μισητή για τους
αθάνατους, η φοβερή Στύγα, η μεγαλύτερη θυγατέρα του Ωκεανού που τα ρέματα του
κυλούν κυκλικά. Κατοικεί μακρυά απ’ τους θεούς, σε ξακουστά ανάκτορα σκεπασμένα με
ψηλούς βράχους. Και τριγύρω κολώνες ασημένιες τα στηρίζουν στον ουρανό. Καμμιά
φορά έρχεται η θυγατέρα του Θαύμαντα η γοργοπόδαρη Ίρις, να φέρει κάποιο μήνυμα απ’
την απέραντη θάλασσα. Όποτε σηκωθεί καυγάς κι έχθρα ανάμεσα στους αθάνατους κι
όποιος απ’ όσους κατοικούν στα Ολύμπια δώματα ψεύδεται, ο Ζευς στέλνει την Ίριδα να
φέρει από μακρυά
τον μέγα όρκο των θεών, το φημισμένο παγωμένο νερό μέσα σε χρυσή
στάμνα, που κυλά από ψηλό, κρεμαστό βράχο. Κι είναι παρακλάδι του ιερού ποταμού του
Ωκεανού, που κυλά άφθονο μέσα στη μαύρη νύχτα, κάτω απ’ τη πλατειά γη. Γιατί έχει
μερδικό το ένα δέκατο. Τα άλλα εννιά γύρω απ’ τη γη και την απέραντη θάλασσα με δίνες
ασημένιες τα περικυκλώνει (ο Ωκεανός) και χύνεται στη θάλασσα, κι αυτό το ένα δέκατο,
κυλά απ’ τον βράχο κι είναι συμφορά μεγάλη για τους θεούς. Όποιος απ’ τους αθάνατους
που κατέχουν την Κορφή
του χιονισμένου Ολύμπου ορκιστεί ψεύτικα χύνοντας το νερό,
για ένα ολόκληρο χρόνο κείτεται χωρίς πνοή. Και δεν φέρνει ποτέ νέκταρ και αμβροσία
για να τραφεί, αλλά κείτεται χωρίς ανάσα και φωνή πάνω στα στρωσίδια και τον τυλίγει
μια τρομερή παράλυση. Κι όταν περάσει η αρρώστεια ύστερα από έναν μακρύ χρόνο, τον
περιμένουν άλλα κι άλλα, φοβερώτερα βάσανα. Εννιά χρόνια μένει χωρισμένος απ’ τους
θεούς που ζουν αιώνια κι ουδέποτε παίρνει μέρος στα συμβούλια και στα συμπόσια, για
εννιά ολόκληρα χρόνια. Στον δέκατο όμως παίρνει πάλι μέρος στα συμβούλια των
αθανάτων που έχουν τα Ολύμπια ανάκτορα. Τέτοιο όρκο έθεσαν οι θεοί στο άφθαρτο και
παμπάλαιο νερό της Στύγας που τρέχει μέσα σε τραχύ τόπο. (Εκεί στη σειρά,της μαύρης
γης και του κατασκότεινου Τάρταρου και του ατέλειωτου Πόντου και τ’ ουρανού που είναι
γεμάτος αστέρια, βρίσκεται η αρχή και τέλος, τόποι μουχλιασμένοι που τους αποφεύγουν
ακόμη κι οι θεοί. Εκεί είναι οι μαρμάρινες πύλες και το ακλόνητο χάλκινο κατώφλι,
στερεωμένο σε ρίζες χωρίς τέλος, μακρυές, που βρίσκεται εκεί από πάντα. Εκεί μπροστά,
μακρυά απ’ όλους τους θεούς, κατοικούν οι Τιτάνες, πέρα απ’ το ζοφερό χάος. Ενώ οι
ξακουστοί σύντροφοι του βροντερού Δία ο Κόττος και ο Γύης, κατοικούν σε δώματα στα
θεμέλια του Ωκεανού. Και τον Βριάρεω, για τη γενναιότητα του, τον έκαμε γαμπρό του ο
βαρύκτυπος Γαιοσείστης (ο Ποσειδώνας) και του έδωσε γυναίκα του την Κυμοπόλεια, τη
δική του θυγατέρα.
Μόλις έδιωξε ο Δίας τους Τιτάνες απ’ τον ουρανό, η πελώρια Γαία, γέννησε τον τελευταίο
γυιό της τον Τυφωέα σμίγοντας με τον Τάρταρο για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Τα χέρια
του ήταν φτειαγμένα για έργα που χρειαζόταν δύναμη και τα πόδια του κρατερού θεού
ήταν ακούραστα. Κι απ’ τους ώμους του έβγαιναν εκατό φιδίσια κεφάλια, δράκου
τρομερού, και μαύρες γλώσσες που έγλειφαν. Κι απ’ τα μάτια των φοβερών κεφαλιών,
κάτω απ ́τα φρύδια έβγαινε φλογερή φωτιά, (κι απ’ όλα τα κεφάλια καθώς κοίταζε
καιγόταν φωτιά). Κι έβγαιναν απ’ όλα τα τρομερά κεφάλια φωνές κάθε είδους, αφήνοντας
απερίγραπτο βουητό. Γιατί άλλοτε μιλούσε έτσι που να καταλαβαίνουν οι θεοί, κι άλλοτε
με φωνή αγέρωχη σαν βρυχηθμό περήφανου ταύρου που τίποτα δεν σταματά την ορμή
του. Άλλοτε σαν σκληρόκαρδο λιοντάρι, άλλοτε σαν σκυλάκια, θαύμα να τ ́ακούς, κι
άλλοτε πάλι σφύριζε κι αντηχούσαν τα μακρυά βουνά. Κι εκείνη τη μέρα θα συνέβαινε ένα
γεγονός ανεπανόρθωτο, θα γινόταν δηλαδή αυτός βασιλιάς σε θνητούς κι αθανάτους, αν
δεν τον αντιλαμβανόταν ο οξυδερκής πατέρας θεών και ανθρώπων. Και βρόντησε σκληρά
και δυνατά, κι αντήχησε τρομακτικά τριγύρω η Γη, και ο πλατύς Ουρανός από ψηλά, και ο
Πόντος και τα ρέματα του Ωκεανού και τα Τάρταρα τη γης.
Και κάτω απ’ τ’ αθάνατα πόδια του άρχοντα που σηκωνόταν, τραντάζόταν ο μέγας
Όλυμπος και στέναζε η γη. Κι απ ́τους δυό φοβερή ζέστη κυρίεψε τον σκοτεινό πόντο, απ’
τη βροντή και την αστραπή, κι απ’ τη φωτιά που έβγαινε απ’ το πελώριο τέρας
(μανιασμένοι άνεμοι και φλογερός κεραυνός), και κόχλαζε ολ’ η γη, ο ουρανός κι η
θάλασσα. Κι από παντού μαίνονταν πελώρια κύματα στις ακτές, απ’ την ορμή των
αθανάτων, κι ένας σεισμός ατέλειωτος σηκώθηκε. Έτρεμε ο Άδης που είναι άρχοντας
στους νεκρούς του κάτω κόσμου,
και οι Τιτάνες μέσα στον Τάρταρο, που βρίσκονται
γύρω απ’ τον Κρόνο (απ’ το ατέλειωτο βουητό και τον φοβερό αγώνα). Ο Ζεύς, όταν
κορυφώθηκε η ορμή του, και πήρε τα όπλα, τη βροντή, την αστραπή και τον καπνογόνο
κεραυνό, τον χτύπησε πηδώντας απ’ τον Όλυμπο κι έκαψε ένα γύρω όλα τα απερίγραπτα
κεφάλια του φοβερού τέρατος. Κι όταν τον δάμασε απ’ τα χτυπήματα, έπεσε
κομματιασμένος κι αναστέναξε η πελώρια γη. Κι απ’ αυτόν τον κεραυνωμένο άρχοντα,
ξεπήδησε φλόγα, μέσα στα σκοτεινά και βραχώδη φαράγγια του βουνού όπου είχε
πληγωθεί. Και σε μεγάλη έκταση καιγόταν η πελώρια γη, μέσα σε απερίγραπτους ατμούς,
κι έλοιωνε σαν κασσίτερος ζεσταμένος από ικανούς τεχνίτες σε καλοτρυπημένες χοάνες, ή
σαν σίδερο που είναι το πιο στέρεο, και που μέσα στα φαράγγια του βουνού, δαμασμένο
απ’ τη φλογερή φωτιά, λοιώνει στο θεϊκό χώμα, απ’ την τέχνη του ́Ηφαιστου. Έτσι
έλοιωνε κι η γη απ’ τη λάμψη της φλογερής φωτιάς. Και τον έριξε (ο Δίας) με ψυχή
θυμωμένη μέσα στον
απέραντο Τάρταρο. Απ’ αυτόν, τον Τυφώνα, βγαίνει η υγρή ορμή
των ανεμών όταν φυσούν, εκτός απ’ τον Νοτιά, τον Βοριά και τον Ζέφυρο που φέρνει
ξαστεριά, γιατί αυτοί έχουν γεννηθεί απ’ τους θεούς, καλό μεγάλο για τους θνητούς. Οι
άλλοι άστατα φυσούν μεσ’ τη
θάλασσα. Είναι αυτοί που ρίχνονται μέσα στον ομιχλώδη
πόντο, κακό μεγάλο για τους θνητούς, και μαίνονται σ’ άγρια θύελλα. Και φυσούν εδώ κι
εκεί σκορπίζοντας τα καράβια και πνίγοντας τους ναυτικούς. Και σ’ αυτό το κακό δεν
βοηθά η παλληκαριά των ανδρών, αν τους συναντήσουν (τους ανέμους) στην ανοιχτή
θάλασσα. Άλλοι άνεμοι πάλι πάνω στην ανθόσπαρτη και άπειρη γη, καταστρέφουν τα
ωραία έργα των ανθρώπων που γεννήθηκαν χαμηλά, γεμίζοντας τα με σκόνη κι οδυνηρή
βουή. Όταν λοιπόν οι μακάριοι θεοί κανόνισαν με τ
η βία τις διαφορές τους για τα
αξιώματα με τους Τιτάνες, τότε παρώτρυναν τον πανεπόπτη Δία τον Ολύμπιο, να βασιλεύει
και να άρχει με τις συμβουλές της Γης, μέσα στους αθάνατους. Κι ο Ζευς, ο βασιλιάς των
θεών, πρώτη γυναίκα του πήρε τη Μήτιδα που γνώριζε π
ερισσότερα απ’ τους θεούς και
τους θνητούς ανθρώπους. Όταν όμως ήταν να γεννήσει τη γλαυκομάτα θεά Αθηνά, τότε
εξαπατώντας την λαρδιά της με δόλο και γλυκόλογα, την έρριξε στην κοιλιά του, κατά
πως τον συμβούλεψε η Γη και ο γεμάτος αστέρια Ουρανός. Και τον
συμβούλεψαν έτσι για
να μη πάρει άλλος απ’ τους αιώνιους θεούς το βασιλικό αξίωμα. Γιατ’ ήταν πεπρωμένο να
γεννήσει παιδιά γεμάτα φρόνηση. Πρώτη τη γλαυκομάτα κόρη την Τριτογένεια, ορμητική
και με σοφή σκέψη, όσο κι ο πατέρας της. Έπειτα έμελλε να γεννήσει έναν γυιό, με
ακατανίκητη ψυχή, που θα γινόταν βασιλιάς θεών κι ανθρώπων. Αλλά πρόλαβε ο Ζευς και
την έρριξε μέσα στην κοιλιά του, για να του λέει η θεά τα καλά και τα κακά που τον
περιμένουν. Δεύτερη (γυναίκα) πήρε τη λαμπρή Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες, την
Ευνομία, τη Δίκη και την ανθοστολισμένη Ειρήνη, που ρυθμίζουν τα έργα των θνητών
ανθρώπων, και τις Μοίρες, που τους
έδωσε ο σοφός Δίας τη μεγαλύτερη τιμή, την
Κλωθώ, τη Λάχεσι και την Άτροπο, που δίνουν στους θνητούς ανθρώπους και τα καλά και
τα κακά.
Και η Ευρυνόμη η θυγατέρα του Ωκεανού, με το ποθητό παρουσιαστικό, του γέννησε τις
τρεις ομορφομάγουλες Χάριτες, την Αγλαϊα, την Ευφροσύνη και την αξιαγάπητη Θάλεια
(απ ́τα βλέφαρά τους καθώς κοιτούσαν, έσταζε ο έρωτας που παραλύει τα μέλη, τόσο
όμορφο
είναι το βλέμμα τους κάτω απ ́τα φρύδια τους). Έπειτα ήλθε στο κρεβάτι της
πολυθρέφτρας Δήμητρας που γέννησε τη λευκοχέρα Περσεφόνη, την οποία άρπαξε απ ́τη
μάνα της ο Αϊδωνέας αφού συμφώνησε να την πάρει ο σοφός Ζευς. Μετά αγάπησε την
ομορφομάλλα Μνημοσύνη,
απ’ την οποία γεννήθηκαν οι εννιά χρυσοστεφανωμένες
Μούσες, που τους αρέσουν οι γιορτές και η χαρά του τραγουςδιού. Η Λητώ, σμίγοντας
ερωτικά με τον Δία που κρατά την ασπίδα, γέννησε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη τη
γρήγορη τοξεύτρα, τον πιο γοητευτικό γόνο απ’ όλους τους Ουρανίωνες. Τελευταία, πήρε
γυναίκα του τη θαλερή Ήρα, που σμίγοντας ερωτικά με τον βασιλιά θεών και ανθρώπων,
γέννησε την Ήβη, τον Άρη και την Ειλειθύια. Κι ακόμη ο ίδιος απ’ το κεφάλι του Γέννησε
τη γλαυκομάτα Τριτογένεια, τη φοβερή, που ξεσηκώνει μάχες κι οδηγεί στρατούς, την
ακαταπόνητη, τη σεβαστή, που την ευχαριστούν οι κρότοι των πολέμων και των μαχών. Η
Ήρα, χωρίς να ενωθεί ερωτικά με κανέναν, επειδή θύμωσε και μάλωσε με τον άνδρα της,
γέννησε τον ξακουστό Ήφαιστο που ήταν απ’ όλα
τα εγγόνια τ’ Ουρανού ο πιο επιδέξιος.
Απ’ την Αμφιτρίτη και τον βροντερό Κοσμοσείστη (τον Ποσειδώνα), γεννήθηκε ο μεγάλος
και ισχυρότατος Τρίτων, που κατέχει τον πυθμένα της θάλασσας και μαζί με την
αγαπημένη του μητέρα και τον άνακτα πατέρα του κατοικεί
ο δείνος θεός σε χρυσά
ανάκτορα. Μετά με τον Άρη που σπάει τις ασπίδες, γέννησε η Κυθέρεια τους φοβερούς
Φόβο και Δείμο, που κλονίζουν μαζί με τον πορθητή Άρη τις πυκνές φάλαγγες των
ανδρών, στον παγερό πόλεμο, και την Αρμονία που πήρε γυναίκα του ο μεγαλόκαρδος
Κάδμος. Στον Δία η κόρη του Άτλαντα η Μαία, αφού ανέβηκε στο ιερό κρεβάτι, γέννησε
τον περίφημο Ερμή, τον κήρυκα των αθανάτων. Και η Σεμέλη, η θυγατέρα του Κάδμου,
σμίγοντας ερωτικά μαζί του, γέννησε ξακουστό γυιό, τον περιχαρή Διόνυσο, αθάνατος
αυτός από θνητή (μητέρα), τώρα όμως κι οι δυο είναι θεοί. Η Αλκμήνη γέννησε τον
ισχυρό Ηρακλή, σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που μαζεύει τα σύννεφα. Την Αγλαϊα τη
νεώτερη απ’ τις Χάριτες, έκαμε θαλερή γυναίκα του ο ξακουσμένος Κουτσός. Ο
Χρυσομάλλης ο Διόνυσος
τη ξανθή Αριάδνη, τη θυγατέρα του Μίνωα, έκαμε θαλερή
γυναίκα του. Κι αυτήν ο γυιός του Κρόνου την έκανε αθάνατη κι αγέραστη.
Την Ήβη τη θυγατέρα του μεγάλου Δία και της χρυσοπέδιλης Ήρας ο γενναίος γυιός της
ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, ο Ηρακλής, αφού τελείωσε τους βαρυστέναχτους άθλους,
την πήρε σεβαστή γυναίκα του, στον χιονισμέννο Όλυμπο, ευτυχισμένος που κατόρθωσε
τόσο μεγάλο έργο και κατοικεί ανάμεσα στους αθάνατους ασφαλής κι αγέραστος για
πάντα. Στον ακούραστο Ήλιο, γέννησε η δοξασμένη Ωκεανίδα Περσηίς, την Κίρκη, και
στον βασιλιά Αιήτη. Και ο Αιήτης, ο γυιός του Ήλιου που φωτίζει τους Ανθρώπους,
παντρεύτηκε με τον θέλημα των θεών, την κόρη του Ωκεανού, του τέλειου ποταμού, την
ομορφομάγουλη Ιδυία. Κι αυτή υποταγμένη, γέννησε από έρωτα την ομορφοστράγαλη
Μήδεια, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Και τώρα χαίρετε εσείς που κατέχετε τα Ολύμπια
παλάτια, και σεις νησιά και στεριές κι η αλμυρή θάλασσα ανάμεσα σας. Και τώρα, Μούσες
Ολύμπιες γλυκόλαλες κόρες του Αιγίοχου Δία, τραγουδήστε τις θεές που αν και αθάνατες
πλάγιασαν με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια με θεούς. Η Δήμητρα, η ιερή θεά,
σμίγοντας από γλυκό έρωτα με τον ήρωα Ιάσιο, σε χωράφι τρεις φορές οργωμένο μέσα
στην πλούσια Κρήτη, γέννησε τον καλότυχο Πλούτο, που τριγυρίζει σ’ όλη τη γη και στην
πλατειά θάλασσα, κι όποιον συναντήσει και πέσει στα χέρια του, τον κάνει πλούσιο και του
δίνει πολλά αγαθά.
Και στον Κάδμο η Αρμονία, η θυγατέρα της χρυσής Αφροδίτης, γέννησε την Ινώ, τη
Σεμέλη, την ομορφομάγουλη Αγαυή και την Αυτονόη, που την παντρεύτηκε ο μακρυμάλης
Αρισταίος, και τον Πολύδωρο, στην ομορφοστεφανωμένη Θήβα. (Η Καλλιρόη η κόρη του
Ωκεανού, σμίγοντας εξ αιτίας του έρωτα της πολύχρυσης Αφροδίτης με τον δυνατόψυχο
Χρυσάορα, γέννησε γυιό, τον δυνατώτερο απ’ όλους τους θνητούς, τον Γηρυόνη,
που τονσκότωσε ο ισχυρός Ηρακλής, για τις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που τη ζώνει η θάλασσα από παντού). Και στον Τιθωνό, γέννησε η Ηώς τον Μέμνονα, με το χάλκινο
κράνος, τον βασιλιά των Αιθιόπων και τον άρχοντα Ημαθίωνα. Έπειτα για τον Κέφαλο
έφερε έναν ξακουσμένο γυιό, τον δυνατό Φαέθοντα, άντρα όμοιο με τους θεούς. Αυτόν
όταν ακόμα ήταν τρυφερό λουλούδι, στη λαμπρή του νιότη, παιδί με τρυφερή ψυχή, τον
άρπαξε η χαμογελαστή Αφροδίτη, και στους ιερούς ναούς της τον έλανε φύλακα τη νύχτα,
αυτό το πνεύμα το θεϊκό. Την κόρη του Αιήτη, του βασιλιά που ανατράφηκε απ ́ τον Δία,
ο γυιός του Αίσονα με τις βουλές των αιώνιων θεών, την άρπαξε απ’ τον Αιήτη, αφού
εξετέλεσε τους βαρυστέναχτους άθλους, που τους πολλούς τους πρόσταξε ο Πελίας ο
μεγάλος βασιλιάς,
ο αλαζονικός κι ο άδικος, ο αυθάδης, με τις βαριές πράξεις. Κι όταν
τους εξετέλεσε έφθασε στην Ιωλκό, ύστερα από πολλούς κόπους, φέρνοντας στο γρήγορο
καράβι την παιχνιδομάτα κόρη (τη Μήδεια), ο γυιός του Αίσονα και την έκανε θαλερή
γυναίκα του. Κι αυτή υποταγμένη στον Ιάσονα, τον οδηγητή των λαών, γέννησε ένα παιδί
τον Μήδειο, που τον ανάθρεψε στα βουνά ο Χείρων ο γυιός της Φιλύρας. Έτσι
πραγματοποιόταν το μεγάλο σχέδιο του Δία. Έπειτα απ’ τις κόρες του Νηρέα, του γέροντα
της Θάλασσας, η Ψαμάθη η λαμπρή θεά, γέννησε τον Φώκο με τον έρωτα του Αιακού,
χάρη στη χρυσή Αφροδίτη. Η ασημοπόδαρη Θέτις υποταγμένη στον Πηλέα, γέννησε τον
Αχιλλέα τον λεοντόκαρδο, που σπάει τις φάλαγγες του εχθρού. Κι η ομορφοστεφανωμένη
Κυθέρεια σμίγοντας από Γλυκό έρωτα με τον ήρωα Αγχίση, γέννησε τον Αινεία, στις
πολύπτυχες κορφές της δασωμένης Ίδης. Η Κίρκη, η θυγατέρα του ́Ηλιου του γυιού του
Υπερίωνα, γέννησε από έρωτα στον γενναιόψυχο Οδυσσέα, τον Άγριο και τον Λατίνο τον
άψοχο και τον κρατερό, (γέννησε και τον Τηλέγονο, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης).
Αυτοί πολύ μακρυά μέσα στον μυχό των ιερών νήσων, βασίλευαν σ’ όλους τους
δοξασμένους Τυρρηνούς. Κι η Καλυψώ, η λαμπρή θεά, γέννησε τον Ναυσίθοο και τον
Ναυσίνοο, σμίγοντας με τον Οδυσσέα από γλυκό έρωτα. Αυτές λοιπόν οι θεές, που αν και
αθάνατες πλάγιασαν με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια με θεούς. Τώρα όμως
τραγουδήστε τις γενιές των γυναικών, γλυκόλαλες Μούσες Ολυμπιάδες, θυγατέρες του
Δία του Αιγίοχου